Στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας τόσο του Κ.Θ. Δημαρά όσο και του Λίνου Πολίτη, ο ρόλος του ρομαντισμού στην Ελληνική λογοτεχνία περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά στην Παλαιά Αθηναϊκή Σχολή, ενώ οι «μεγάλοι» Έλληνες ποιητές του 19ου αιώνα θεωρούνται ως ειδικές και μοναδικές περιπτώσεις. Εντούτοις, σε μελέτη της Σόνια Ιλίνσκαγια αναφέρεται ότι «οι ποιητές της Αθηναϊκής Σχολής είναι διαπαιδαγωγημένοι μέσα στο κλίμα του Ευρωπαϊκού ρομαντισμού, ώστε στην Ελλάδα η αντίληψη περί ρομαντισμού θα συμπέσει με τη σχολή αυτή και θα περιοριστεί στα δικά της πλαίσια, αφήνοντας έξω τα πολύ πιο σημαντικά και αυτόχθονα φαινόμενα στη ρομαντική ελληνική ποίηση, όπως το έργο του Κάλβου και του Σολωμού, που ο τυπολογικός τους χαρακτηρισμός δε φαίνεται αποσαφηνισμένος στην ελληνική γραμματολογία». Επίσης, η Elizabeth Constantinides διαπιστώνει σε άρθρο της δημοσιευμένο στην Αμερική ότι και οι τρεις αναμφισβήτητα μεγάλοι Έλληνες ποιητές του 19ου αιώνα, δηλαδή ο Σολωμός, ο Κάλβος και ο Παλαμάς, είναι οι καθαυτό ρομαντικοί ποιητές του Ελληνισμού.
Συγκεκριμένα, ο Σολωμός γαλουχήθηκε αρχικά με τις φιλελεύθερες ιδέες του πρώτου του δασκάλου, Ιταλού ιερωμένου Don Santo Rossi και έπειτα ήρθε η γνωριμία του με τον κλασικισμό και τον πρόεδρο των κλασικιστών Vincenzo Mondi. Τόσο ο Ιταλικός κλασικισμός όσο και το κίνημα του Ρομαντισμού του έδωσαν έναν αρχικό προσανατολισμό στον τρόπο σκέψης. Μάλιστα, ο Roderick Beaton διαπιστώνει ότι «ο Σολωμός σφραγίζει ιστορικά και γραμματολογικά την ελληνική αποδοχή του ρομαντικού κινήματος και χαράζει το δρόμο για τη χαρακτηριστικά ελληνική διατύπωσή του, ένα δρόμο που θα τον ακολουθήσουν σχεδόν όλοι οι μεγάλοι Έλληνες ποιητές μέχρι τη γενιά του Σεφέρη». Επομένως, μας ενδιαφέρει να διερευνήσουμε τον τρόπο που αφομοίωσε, αποδέχτηκε, τροποποίησε και αναπαρήγαγε την ποιητική θεωρία και πράξη των συγχρόνων του ρομαντικών ποιητών της Δύσης.
Εκτός όμως από τις παραπάνω επιρροές, ο Σολωμός επιστρέφοντας στην Ελλάδα από το εξωτερικό μελετά τα ιπποτικά μυθιστορήματα του 14ου – 15ου αιώνα, τα έργα της Κρητικής Αναγέννησης, τα δημοτικά τραγούδια, τη διδασκαλία των «προδρόμων» Βηλαρά και Χριστόπουλου, τα ζακυνθινά στιχουργήματα των προδρόμων της Επτανησιακής Σχολής, τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς αλλά και ακούει τους τροβαδούρους της πατρίδας του. Έτσι, εξοικειώνεται σταδιακά με την ελληνική γλώσσα και αρχίζει να πειραματίζεται και σ’ αυτήν, πέραν της Ιταλικής. Μάλιστα ο «Κρητικός» αντιπροσωπεύει την πρώτη εκτενή προσπάθεια του Σολωμού να συνθέσει ποίημα με μετρικό σχήμα αντλημένο από την ελληνική παράδοση και μάλιστα συνοδευόμενο από γλωσσικές και υφολογικές παραπομπές στον Ερωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου.
Ο Μανόλης Χατζηγιακουμής χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «ο Σολωμός ως υποψήφιος εθνικός ποιητής δεν έπρεπε μόνο να δημιουργήσει, στη δική του γλώσσα, καινούριο είδος λόγου, ικανό να λειτουργήσει ως αυτούσιος φορέας του ιδανισμού του. Έπρεπε ταυτόχρονα να ανακαλύψει ή να εφεύρει ένα δίκτυο αναφοράς μέσα στη γλώσσα αυτή, ώστε τα ποιήματά του να αποκτήσουν κάποιο νόημα. Κάθε ποίημα για να λειτουργήσει, για να προκαλέσει δηλαδή αντίδραση στη φαντασία και τη διάνοια του αναγνώστη, προϋποθέτει την ύπαρξη μιας παράδοσης, ή έστω ενός προηγουμένου, για να γίνει αντιληπτό».
Αναζητώντας έτσι την πηγή έμπνευσης του Σολωμού για τη σύνθεση του «Κρητικού» διαπιστώνουμε ότι υπήρξαν τα πραγματικά γεγονότα της επανάστασης στην Κρήτη, όπως αναφέρει και ο Σ. Αλεξίου «κατάληψη της Μεσαράς και έπειτα των Σφακιών από τους Τούρκους στα 1823 – 24 και φυγή χιλιάδων Χριστιανών με πλοία από τη νότια και δυτική Κρήτη προς τα Κύθηρα, τα Αντικύθηρα και την Πελοπόννησο». Το ερώτημα όμως που πλανάται είναι γιατί να επιλέγεται ως πατρίδα του ήρωα η Κρήτη και γιατί να υπάρχουν στο ποίημα τόσες ποικίλες αναφορές στο αριστούργημα του Ερωτόκριτου, που κι αυτό έχει πατρίδα του την Κρήτη. Ο Λίνος Πολίτης διατείνεται ότι «ο Σολωμός στον «Κρητικό» σα να ξανάπιασε το δρόμο που είχαν αρχίσει πριν από διακόσια χρόνια στην Κρήτη ο Βιτσέντζος Κορνάρος και οι πρόδρομοί του. Η καινούρια του ποίηση είναι ποίηση εθνική». Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο «Κρητικός» θεωρείται ενσυνείδητη επιλογή του Σολωμού να συνεχίσει το έργο του Κορνάρου και των συγχρόνων του. Εξάλλου και ο Μάκριτζ το επιβεβαιώνει γράφοντας ότι «Ο Κρητικός είναι το μόνο ποίημα του Σολωμού όπου από την αρχή ως το τέλος μιλάει ένας επινοημένος αφηγητής, που, αντίθετα με τους περισσότερους ήρωές του, μένει ζωντανός ως το τέλος για να πει την ιστορία του. Αλλά, όπως και στα πιο πολλά ώριμα ποιήματα του Σολωμού, η δράση του Κρητικού μόνο χαλαρά βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα».
Επίσης, σύμφωνα με τον Χρυσανθόπουλο ο «Κρητικός» δεν αποτελεί απλώς «συνέχεια» του Ερωτόκριτου, αλλά ταυτόχρονα εξεικονίζει μεταφορικά την πορεία από το ένα στάδιο της ελληνικής γραμματείας (την Κρητική Αναγέννηση) στο άλλο (την εθνική ποίηση της εποχής του Σολωμού). Ο ήρωας του ποιήματος εγκαταλείπει την Τουρκοπατημένη Κρήτη με το μόνο και πολύτιμο απομεινάρι, για να καταλήξει από περήφανος αγωνιστής, ψωμοζήτης σε ξένη χώρα. Αυτή όμως είναι ακριβώς και η πορεία που ακολούθησαν, το 1669, τα χειρόγραφα του Ερωτόκριτου και άλλων σημαντικών έργων για να καταντήσουν, την εποχή του Σολωμού, παραμορφωμένα ή περιφρονημένα ως λαϊκά ακροάματα στα Επτάνησα.
Σε μεταφορικό επίπεδο, ο ήρωας αντιπροσωπεύει τους πρόσφυγες που διέσωσαν τα έργα του παρελθόντος, γραμμένα σε δημώδη γλώσσα και σε μια περιοχή όπου ο ελληνισμός δεν είχε υποδουλωθεί ακόμα από τους Τούρκους. Το ποίημα δηλαδή μπορεί να αναφέρεται στη μετάβαση του ποιήματος – πηγής του, δηλαδή του Ερωτόκριτου, από την Κρήτη στα Επτάνησα στα 1669. Έτσι, ο Σολωμός διεκδικεί το δικό του κύρος ως κληρονόμου της Κρητικής Αναγέννησης που διασώζει παλιά έργα του ελληνισμού ενώ παράλληλα αναζωογονεί, επαναξιολογεί, μετουσιώνει, εξιδανικεύει και υψώνει τα έργα αυτά ώστε να κατακτήσουν τους μετέωρους και μάλιστα μεταφορικούς χώρους ενός Schiller ή ενός Wordsworth (βασικοί εκπρόσωποι του γερμανικού ρομαντισμού) και με τον τρόπο αυτό να διεκδικήσουν την αθανασία. Παράλληλα όμως βάζει και το θεμέλιο ενός νέου ποιητικού λόγου ικανού να εκφράσει τον εθνικό και μεταφυσικό ιδανισμό της νέας εποχής και την επανακτημένης ελευθερίας.
Το ποίημα όμως «Κρητικός» είναι εξαιρετικά περίπλοκο και πολύσημο μιας και κινείται σε δύο επίπεδα, αφενός στο ρεαλιστικό – κυριολεκτικό επίπεδο της αφήγησης, αφετέρου στο συμβολικό – αλληγορικό. Αρχικά, στην κυριολεξία της αφήγησης, το ποίημα έχει επικολυρικές αξιώσεις που στηρίζονται στην αναπαράσταση του εθνικού αγώνα καθώς αναφέρεται σε πρόσφατα και ηρωικά γεγονότα της ιστορίας. Από την άλλη πλευρά, μεταφορικά το ποίημα αναφέρεται σε μια παλιότερη κατάσταση που υποστηλώνει όμως και εμβαθύνει τον ίδιο τον ποιητικό λόγο του Σολωμού καθώς μπορεί να αναγνωστεί ως μια αλληγορία για την τύχη του γνήσιου ελληνικού ποιητικού λόγου.
Ειδικότερα, η κόρη μεταφορικά συσχετίζεται με την Κρητική ποίηση της Αναγέννησης ενώ ο ήρωας με τους πρόσφυγες που έφυγαν από την Κρήτη προσπαθώντας να διασώσουν τα πολύτιμα παλιά έργα. Αν όμως σύμφωνα με το Roderick Beaton δεχτούμε ότι υπάρχει αυτό το Δαντικό επίπεδο αλληγόρησης στο ποίημα, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον η απόπειρα ερμηνείας της έκβασης αυτής της αλληγορίας, αφού ο ήρωας Κρητικός στο ποίημα δεν πετυχαίνει τελικά το σκοπό του και μάλιστα στον τελευταίο στίχο χάνει την κόρη, «Την απιθώνω με χαρά, κι ήτανε πεθαμένη». Τα έργα δηλαδή της Κρητικής Αναγέννησης δεν καταφέρνουν να σωθούν τελικά από τους πρόσφυγες. Στο σημείο αυτό όμως είναι σημαντικό να σταθούμε στο εύρημα που εισάγει ο Σολωμός, το οποίο είναι τόσο το όραμα της Φεγγαροντυμένης όσο και ο εξωπραγματικός ήχος που απεικονίζουν από κοινού την ψυχή της κοπέλας την ώρα που πεθαίνει. Αυτή η υπερφυσική παρέμβαση στη δράση του ποιήματος θέλει να υπογραμμίσει την αθανασία της ψυχής της αγαπημένης του ήρωα.
Το παραπάνω εύρημα δίνει τη δυνατότητα στο Σολωμό να δώσει στο αφηγηματικό του ποίημα ένα τέλος τραγικό και συνάμα καταφατικό. Τραγικό το τέλος καθώς τίποτε δεν αναιρεί την αίσθηση της απόλυτης απώλειας «κι ήτανε πεθαμένη». Όμως πριν από αυτό το ρεαλιστικά τραγικό τέλος, έχει προηγηθεί στο δεύτερο απόσπασμα η σκηνή της συντέλειας του κόσμου, της ανάστασης των νεκρών και ο χρόνος της Έσχατης Κρίσης οπότε και θα ενωθούν πάλι στην αιωνιότητα οι αναστημένοι εραστές. Μάλιστα με την επέμβαση του υπερφυσικού κόσμου που παίρνει τη μορφή του οράματος της Φεγγαροντυμένης και του απόκοσμου ήχου, η πραγματική ανθρώπινη ουσία της κοπέλας διυλίζεται σε καθαρή οραματικότητα και ήχο, δηλαδή στην έσχατη υπόσταση του ποιητικού λόγου, όπως τον θεωρούσαν οι ρομαντικοί. Παρά την τραγικότητα λοιπόν της απώλειας της κόρης, αυτή θα ζήσει σαν άυλη ψυχή μέχρι τη στιγμή που θα λαλήσει η σάλπιγγα για την έναρξη της Έσχατης Κρίσης και της ανάστασης των ψυχών.
Στο σημείο αυτό ακριβώς διαφαίνεται και η κατάφαση της αφήγησης. Ο ελληνικός ποιητικός λόγος, η κληρονομιά της Κρητικής Αναγέννησης συμμετέχει σ’ αυτήν την τύχη της κόρης που παριστάνει το ποίημα ενώ γίνεται ουσιαστικά για τον ποιητή το «ύψιστο» το οποίο πολεμά να φτάσει. Μόνο στο σημείο μηδέν της Έσχατης Κρίσης θα ξαναγίνει η ψυχή της κοπέλας – Φεγγαροντυμένης σάρκα και οστά (σύμφωνα και με το Χριστιανικό δόγμα) ενώ ο ήρωας – ποιητής θα ενωθεί για πάντα με την αγαπημένη του, δηλαδή με τον παραδομένο ποιητικό λόγο μετουσιωμένο από τον ιδανισμό του ρομαντισμού. Αυτή η τέλεια ενσωμάτωση του ποιητικού λόγου και η τελική σύζευξή του με το υποκείμενο της αφήγησης αναστέλλονται μέχρι τη συντέλεια του κόσμου κι εφόσον το ρομαντικό «ύψιστο» είναι εξ ορισμού εξωπραγματικό, μπορούμε να κατανοήσουμε και το γεγονός ότι το συγκεκριμένο ποίημα παρέμεινε αποσπασματικό και δε βρήκε ποτέ την «τελική» του μορφή.
Καταλήγοντας, διαπιστώνουμε ότι στον «Κρητικό» του Σολωμού οι διακειμενικές αναφορές τόσο θεματολογικές όσο και υφολογικές, ανεπαίσθητα κατοχυρώνουν και επεκτείνουν τη σημασιολογική υφή του ποιήματος καθώς αποτελούν σημαντικό φορέα του νοήματός του. Παράλληλα, στο επίπεδο του λόγου, η ατομική και η άκρως φιλοσοφημένη έκφραση του ευρωπαϊκού ρομαντισμού συμφιλιώνεται με τη συλλογική αλλά έντεχνη ελληνική προφορική έκφραση. Υπό την έννοια αυτή, σύμφωνα με το Beaton, ο Σολωμός αφομοίωσε το δυτικό ρομαντισμό και τον έκανε ελληνικό. Ο ίδιος ο Πολυλάς μάλιστα που βρήκε τα χειρόγραφα του ποιητή και τα εξέδωσε πρώτος, θεώρησε τον «Κρητικό» ρομαντικό ποίημα που στάθηκε σύμφωνα με τα λεγόμενά του «ηύρεμα εις τους πλέον εγκαρδίους φίλους» του ποιητή.
Βιβλιογραφία
Beaton, R. (1996). Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία, 1821-1992. Αθήνα: Νεφέλη.
Δημαράς, Κ.Θ. (2000). Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα:Γνώση.
Πολίτης, Λ. (1993). Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Αθήνα: ΜΙΕΤ.