Ο Καβάφης ήταν άνθρωπος του πλήθους. «Η εξοχή με πλήττει», έλεγε στην ολιγοσύλλαβη γλώσσα του. Ο Σαρεγιάννης, (στο έργο του «Ο Καβάφης άνθρωπος του πλήθους»), καταγράφει ότι άρεσε στον ποιητή όταν βρισκόταν στην Αθήνα να τριγυρνά μέσα στο πλήθος της Ομόνοιας και να μπαινοβγαίνει στους κεντρικούς 

δρόμους της πρωτεύουσας. Περπατούσε συνήθως βιαστικά, με το κεφάλι μισογερμένο δεξιά και με τα μεγάλα δάχτυλα των χεριών του μισοχωμένα στις μασχάλες του γιλέκου του. Έμοιαζε, προχωρώντας, να αναπνέει με ηδονή τη σκόνη και τις μυρωδιές της πόλης κυρίως την ώρα που εκείνη άρχιζε να πρωτανάβει τα νυχτερινά της φώτα.

Ανάλογη σκηνή μας μεταφέρει και ο Ξενόπουλος, (στο έργο του «Ένας ποιητής»), στους δρόμους της Αλεξάνδρειας και σε ώρες κυρίως πολυσύχναστες. Βαθιά μελαχρινός, περιγράφεται ο Καβάφης, ως γηγενής της Αιγύπτου, με μαύρο μουστάκι, με γυαλιά μυωπίας και με περιβολή Αλεξανδρινού κομψού κυρίου. Μια φυσιογνωμία συμπαθητική, η οποία όμως εκ πρώτης όψεως δεν σε προετοίμαζε για την προσωπικότητα που θα συναντούσες. Η ομιλία του ζωηρή, σχεδόν στομφώδης και υπερβολική, ενώ οι τρόποι του πάρα πολύ αβροί, όπως και όλες εκείνες οι ευγένειές του, που εξέπλητταν κάπως τους Αθηναίους, τους συνηθισμένους με τη σεμνή απλότητα, τη δειλή αφέλεια και την αγαθή δεξιότητα των λογίων της εποχής του.

Σ’ εκείνους, λοιπόν, τους δρόμους της Αλεξάνδρειας ζούσε ο Έλληνας ποιητής τη ρουτίνα του. Μάλιστα, σύμφωνα με περιγραφές του Forster, (στο έργο του «Η Ποίηση του Κ.Π.Καβάφη), ο Καβάφης φορώντας το ψαθάκι του στο κεφάλι πηγαινοερχόταν καθημερινά από το σπίτι του στο γραφείο και αντίστροφα. Συχνά, στη συνηθισμένη διαδρομή του προς το γραφείο σε μερικούς περαστικούς που συναντούσε, μπορούσε να συμβεί κάτι το εξαίσιο, δηλαδή ξαφνικά μπροστά τους ν’ ακούσουν τη φωνή του να προφέρει δυνατά μα στοχαστικά το όνομά τους, με μια φωνή που δεν έμοιαζε τόσο να περιμένει απάντηση, όσο να τιμά την προσωπικότητα του διαβάτη. Και στη συνέχεια, ο ποιητής εξαφανιζόταν αμέσως, σχεδιάζοντας μια ελαφριά χειρονομία απελπισίας. Διαφορετικά, μπορεί να αποφάσιζε να αρχίσει ν’ αρθρώνει μια φράση γεμάτη επιφυλάξεις που πράγματι επεφύλατταν. Μια φράση, δηλαδή, που προχωρούσε με λογική προς το προβλεπόμενο τέλος της, ένα τέλος όμως που ήταν πάντα πιο ζωντανό και συναρπαστικό απ’ ότι είχες προβλέψει. Κάποτε, μάλιστα, η φράση του μπορεί να τελείωνε στη μέση του δρόμου, κάποτε πάλι μπορεί να πνιγόταν μέσα στην κίνηση και στη φασαρία των περαστικών και κάποτε μπορεί να συνεχιζόταν έως και μέσα στο σπίτι του.

Δεν είναι απίθανο, λοιπόν, ο Αλεξανδρινός ποιητής να σύνθετε τους στίχους του στο δρόμο. Όπως παρατηρεί ο Σαρεγιάννης, ίσως το πλήθος να του ήταν κάτι σα διεγερτικό, μιας και συχνά διαπιστώνεται το πλήθος στο έργο του Καβάφη. Σαν πλήθος, χωρίς ορισμένη μορφή και χωρίς ονόματα, του παρουσιάζονται οι «ιδανικές φωνές και αγαπημένες», οι «επιθυμίες που πέρασαν χωρίς να εκπληρωθούν» και που «δεν αξιώθηκαν ούτε μιας νύχτας ηδονή», ούτε και ένα «πρωί φεγγερό». Σαν πλήθος μπορεί να αισθανόταν ο ποιητής τις «μεταμέλειες, τι περιττές, τι μάταιες», τις «απολαύσεις τις μισοπραγματικές, μισογυρνάμενες μες στο μυαλό», καθώς και τις  «υποψίες» που διαρκώς περνούν «μέσα στον τρομαγμένο νου», στα «τρομαγμένα μάτια» ή ακόμα και τις «βουλές της ποιήσεως», που μορφώνονται μέσα στην ψυχή του ποιητή χρόνια και χρόνια πριν να βρουν την έκφρασή τους. Το πλήθος, όμως, δεν είναι μόνο αριθμός, είναι και κάτι το υλικό που υπάρχει και αγγίζει τις αισθήσεις μας. Τα αυτιά μας το ακούν σα μια «βοή μυστική», «τρομερή». Και τα βουητά πάντα συγκίνησαν τις ψυχές των ποιητών, ίσως γιατί τους δίνουν την εντύπωση ενός ρυθμού που προχωρά χωρίς αδυναμίες. Παράλληλα με την ηχητική συνέχεια, το πλήθος φέρνει στα μάτια μας και στην αφή μας πολλές και διαφορετικές εικόνες. Η καθεμιά, όμως, από αυτές δεν προφταίνει καλά καλά να ξεμυτίσει στη συνείδησή μας και παραμερίζεται από μιαν άλλη, που δεν αργεί και αυτή να βρει την ίδια τύχη. Μέσα, λοιπόν, στη συνείδηση του ανθρώπου που τριγυρνά μέσα στο πλήθος, δημιουργούνται από το συνωστισμό των εικόνων διάφορα «μισοειδωμένα», διάφορες «αβέβαιες μνήμες», ακριβώς δηλαδή ό,τι η Καβαφική τέχνη φιλοδόξησε να μας προσφέρει. Όταν μάλιστα ρωτήθηκε ο ίδιος ο ποιητής τι είναι καλύτερο, η πολιτεία ή η μοναξιά; Ο Καβάφης που δοκίμασε και τα δύο, δε μπόρεσε ν’ απαντήσει, αλλά δήλωσε ότι ήταν βέβαιος για ένα πράγμα μόνο, ότι η ζωή προϋποθέτει θάρρος, διαφορετικά παύει να είναι ζωή.

Ο Σουλιώτης ειδικότερα, (στο άρθρο του «Η τόλμη του Καβάφη και οι προκαταλήψεις για το έργο του»), αναφέρει ότι η εποχή που ο Καβάφης κινδύνευε από τις επικρίσεις και τις λοιδορίες των πολεμίων του παρήλθε ανεπιστρεπτί και ότι ο ποιητής έχει πολιτογραφηθεί πια στην εκλεκτή χορεία των δημιουργών που κινδυνεύουν μόνο από τους θαυμαστές και τους υποστηρικτές τους. Ακριβώς αυτή, η ανεπιφύλακτη αποδοχή του ως μείζονος ποιητή παγιώνει στην αναγνωστική μας συνείδηση όλες τις προκαταλήψεις όσες έχουμε εκθρέψει κατά την αναστροφή μας με το έργο του. Αν είχαμε, για παράδειγμα, την εντύπωση ότι ο Καβάφης είναι «τολμηρός», επειδή παρουσιάζει τον «ανορθόδοξο έρωτα» στην ποίησή του, η καθολική του αναγνώριση μας παρασύρει να πιστέψουμε ότι σωστά τον τιμούμε για την ερωτική του κυρίως «τόλμη», η οποία κατά κανόνα συσκοτίζει την ποιητική.

Σύμφωνα με τον Τζιόβα εξάλλου, (στο έργο του «Η ομοφυλοφιλία του Καβάφη»), ο ερωτικός Καβάφης δεν έπαψε να αποτελεί αντικείμενο απώθησης, έλξης ή ταύτισης. Κι ενώ παλιότερα το ενδιαφέρον εστιαζόταν στην ιδιωτική ζωή του ίδιου του ποιητή και εκφραζόταν μέσα από την αμφιλεγόμενη έννοια του ηδονισμού ή φορούσε τη μάσκα της ψυχανάλυσης, στις μέρες μας ο Καβαφικός ερωτισμός αφορά περισσότερο τους αναγνώστες, ή τους μελετητές, εκ των οποίων ορισμένοι δε διστάζουν να υπογραμμίσουν ότι προσεγγίζουν τον Καβάφη από ομοφυλοφιλική σκοπιά. Αναντίρρητα, η ομοφυλοφιλία του Καβάφη στάθηκε σημαντικός παράγοντας για τη διεθνή του φήμη κυρίως στον αγγλόφωνο χώρο. Αρκετά άρθρα, μάλιστα, του ξένου τύπου που κυκλοφόρησαν στη δεκαετία του 1990 τον αναδεικνύουν ως μια κορυφαία μορφή της ομοφυλοφιλικής λογοτεχνίας. Το γεγονός, όμως, ότι ο ομοφυλόφιλος έρωτας είναι άγονος μπορεί να εξηγήσει γιατί ο Καβάφης επιμένει στην πορεία και όχι στο αποτέλεσμα, στην απώλεια και όχι στη σταθερότητα. Το σίγουρο πάντως είναι ότι δεν υπάρχει ένας ξεχωριστός ομοφυλοφιλικός τρόπος για να μεταφραστεί η Καβαφική ποίηση. Ο ρόλος του αναγνώστη βασίζεται, έτσι κι αλλιώς,  στη βιωματική μέθεξη και δεν είναι απλώς αποκρυπτογραφικός, καθώς η ποίηση του Καβάφη προβάλλει τη διαθεσιμότητά της ως πεδίο ταύτισης και αυτογνωσίας στον αναγνώστη. Εξάλλου, δεν υπάρχουν στην Καβαφική ποίηση αυστηρές διπολικές αντιθέσεις αλλά μια έννοια μεταιχμιακότητας, μια αίσθηση συγκρητικού κράματος, μια αμφιθυμία και ένας μετεωρισμός μεταξύ των φύλων. Η ποίησή του, δηλαδή, συνιστά περισσότερο ένα χώρο διαπραγμάτευσης της ταυτότητας.

Μάλιστα, η Σόνια Ιλίνσκαγια σε συνέντευξη που παραχώρησε για τον Καβάφη εξηγεί ότι ο σεβασμός στην ανθρώπινη προσωπικότητα που διαπνέει τα ποιήματα του Καβάφη, η προβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, η εμμμονή σε έναν κώδικα τιμής που δίνεται άμεσα, όπως για παράδειγμα στις «Θερμοπύλες» ή φωτίζεται έμμεσα όπως στη «Σατραπεία», ο ηρωικός στωικισμός του Καβάφη που εφαρμόζεται όχι μόνο σε έκτακτες περιστάσεις αλλά και στην καθημερινότητα, όλα αυτά μιλούν στον αναγνώστη. Εκτιμάται ιδιαίτερα ο σεβασμός του ποιητή στον άλλο, που φαίνεται από τον συγκαλυμμένο και διακριτικό τρόπο με τον οποίο υποβάλλει τα μηνύματά του μέσα από τη σκηνοθεσία των ποιημάτων του, από την πλοκή τους ή από τις λεκτικές αποχρώσεις. Εκτιμάται, επίσης, και η λακωνική επιγραμματική γραφή του και η ανθρώπινη σοφία του.

Τέλος, όπως παρατηρεί ο Τζιόβας σε άρθρο του, ο Καβάφης είναι ο ποιητής που προσδιορίζεται περισσότερο από κάθε άλλον από τα επίθετα που του αποδόθηκαν κατά καιρούς. Παλιότερα ήταν ο ηδονικός, ο πολιτικός, ο διδακτικός, ο ειρωνικός Καβάφης, ενώ σήμερα πρωτοστατεί κυρίως εκτός Ελλάδας ως ο ομοφυλόφιλος, ο διασπορικός, ο συγκρητικός Καβάφης. Και ενώ από την Ελλάδα προβάλλεται με ειδωλοπλαστικό ζήλο και εθνική έπαρση ο οικουμενικός και διαχρονικός Καβάφης ως σταθερή αξία ή ως ο ποιητής που μιλάει εξακολουθητικά στους αναγνώστες και επηρεάζει ομοτέχνους του, από το εξωτερικό μας συστήνεται ένας Καβάφης πιο προσγειωμένος και επίκαιρος, που συνομιλεί με τις πολιτισμικές και ταυτοτικές ανησυχίες της εποχής μας, καθώς η ποίησή του παρουσιάζεται ως ρευστή, ανοιχτή και διαθέσιμη για να αναγνωρίσουν σ’ αυτήν οι αναγνώστες τους εαυτούς τους. Και είναι σίγουρο ότι αν μας μπορούσε να μας μιλήσει ο ποιητής με το αινιγματικό του βλέμμα, θα μας επαναλάμβανε τη γνωστή φράση, που τεχνηέντως διοχέτευε στο ευρύτερο κοινό της εποχής του: «Ο Καβάφης είναι ο ποιητής του μέλλοντος».


1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Ο Καβάφης είναι διαχρονικός και θα είναι πάντοτε, γιατί έχει ψυχογραφησει τον άνθρωπο εις βάθος. Στην ποίηση του βολιδοσκοπούνται τα πάθη, οι προβληματισμοί και οι υπαρξιακές ανησυχίες που απασχολούσαν τότε και τώρα τον σύγχρονο άνθρωπο, ενώ η διδακτικός του λόγος προβάλλει αξίες( σεβασμός στον συνάνθρωπο, πατριωτισμός, δημιουργία, αλληλεγγύη, κ.α) απαραίτητες για την συνοχή και εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας. Άσχετα με την ομοφυλοφιλία του, τα ερωτικά του ποιήματα δεν έχουν κάτι το πρόστυχο ( όπως σύγχρονοι λογοτέχνες που το επιδιώκουν για να “πουλήσουν”), αντιθέτως με αξιοπρέπεια υποδηλώνεται η τέρψη της ψυχής και του σώματος από το ερωτικό πάθος που μπορεί να νιώσει οποιοσδήποτε άνθρωπος, ετερόφυλος ή όχι. Ο Καβάφης, η μεγάλη αυτή ψυχή αγαπούσε βαθιά τον άνθρωπο, γι’αυτό και η ποίηση του είναι βαθιά ανθρώπινη.
    Επομένως συμφωνώ και επαυξάνω! Ψυχογράφησες τον Καβάφη!
    Συγχαρητήρια για το άρθρο σου συνάδελφε!!!

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.