Σε μια κοινωνία μίζερη και μικροπρεπή, όπου κάποιοι βρίσκουν ως τρόπο διεξόδου – από το προσωπικό τους τούνελ – την ανθρωποφαγία, όλο και συχνότερος λόγος γίνεται για το πολύπαθο «πάρε – δώσε». Τι είναι αυτό άραγε, που ορίζει τον τρόπο που φερόμαστε στους άλλους και κατά συνέπεια στον ίδιο μας τον εαυτό; Είναι η ψυχή μας; Το πνευματικό μας επίπεδο; Οι αρχές μας; Ο χαρακτήρας μας; Ή μήπως, όλα αυτά μαζί; Ένα προικισμένο ον από τη φύση, όπως είναι ο άνθρωπος, μόνο ευλογία θα έπρεπε να νιώθει, για όλα τα πλούτη που του παρέχονται από τη γέννησή του, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα όντα. Η δυνατότητα της έκφρασης και της δράσης με ποικίλους τρόπους, μόνο πλούσιο καθιστά κάποιον και είναι άξιος της μοίρας του, αν δεν εκμεταλλεύεται αυτή τη δυνατότητα στο έπακρον.
Σε μια μικρή πατρίδα, όπως είναι η δική μας, το γενικό επίπεδο των Ελλήνων, καθορίζεται από το ατομικό επίπεδο του καθενός εξ’ ημών. Είναι αυτό το επίπεδο, που εκφράζει ο καθένας από τις πράξεις του και μόνο. Απ’ τη στιγμή που διαχρονικά, ως λαός, φημιζόμαστε για το φθόνο σε καθετί ανώτερό μας, καθώς και για την τάση υποτίμησης αυτού – που θα θέλαμε να φτάσουμε, ποια γενική πρόοδος μπορεί να επέλθει σ’ αυτή τη μικρή πατρίδα με αυτούς τους τόσο μικρούς ανθρώπους; Η μόνη ευθύνη, που έχουμε σε αυτή τη ζωή, είναι η ίδια μας η ζωή. Αντί λοιπόν, να την καταντάμε μικρή ποιοτικά, ας αναλάβουμε άπαντες την ύψιστη αυτή ευθύνη, με τη σοβαρότητα, που της αρμόζει. Ουδείς περισσότερο υπεύθυνος για την προκοπή του ή την κατάντια του, από τον ίδιο τον άνθρωπο, που καθοδηγεί το τιμόνι της ζωής του.
Φαντάζομαι πως… προσωπικότητες όπως ο Νίκος Καζαντζάκης, δεν αναλώθηκαν ουδέποτε στη ζωή τους σε ανθρώπινες μικρότητες, καθώς δε θα ήταν αυτός που είναι στη συνείδηση όλων μέχρι σήμερα. Δεν ήλπιζε και δε φοβόταν τίποτα εξάλλου, γι’ αυτό και έμεινε λέφτερος στη μνήμη όλων. Ομοίως, αν η Μελίνα Μερκούρη είχε λυγίσει μπροστά στην αφαίρεση της ελληνικής της υπηκοότητας από τους χουντικούς, δε θα κατάφερνε να φτάσει τον ελληνικό πολιτισμό, στο επίπεδο, που κανένας άλλος δεν έχει καταφέρει να τον φτάσει έως σήμερα. Επιπροσθέτως, όλοι εκείνοι οι ανώνυμοι Έλληνες, που έχουν αυτοθυσιαστεί διαχρονικά, για το συλλογικό κι όχι το ατομικό συμφέρον… ΗΤΑΝ – ΕΙΝΑΙ και ΘΑ ΕΙΝΑΙ υπόδειγμα μεγαλοπρεπούς γενναιοδωρίας. Είναι από εκείνους, που έδωσαν κυριολεκτικά τη ζωής τους, για να είμαστε εμείς ελεύθεροι, αλλά καθόλου ευγνώμονες σήμερα.
Όπως και να αντιλαμβάνεται ο καθένας το περιβόητο «πάρε – δώσε», μεταξύ ημών, ένα είναι σίγουρο: Δίνει πάντα αυτός που διακρίνεται, για τον πλούτο της ψυχής του… και μόνο. Το «δούναι» ουδέποτε εξαργυρώνεται σε χρήματα και το «λαβείν» ουδέποτε καθίσταται ευχάριστο, για όσους δεν το εκτιμούν. Ένας απ’ τους άγραφους νόμους ορίζει το «δούναι» προς τους άλλους, ως ομοίωμα του «λαβείν» στον εαυτό μας. Δε δίνουμε ποτέ, με σκοπό να λάβουμε, γιατί πολύ απλά η κάθε μας πράξη αντανακλάται στη ζωή μας, οπότε έτσι κι αλλιώς θα λάβουμε το μερίδιο, που μας αξίζει. Η εκτίμηση και η ευγνωμοσύνη είναι εξάλλου αρετές, που διαθέτουν οι λίγοι, αλλά πλούσιοι ψυχικά και πνευματικά. Θέλω να πιστεύω, πως αυτή η διάχυτη μιζέρια, που ξεχειλίζει, έξω από το δικό μου μικρόκοσμο είναι μία προσωρινή κρίση της Ελλάδας, σε οικονομικό, πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, αλλά και δυστυχώς ανθρωπιστικό επίπεδο. Αρκεί, να έρθει η στιγμή, που θα αναλογιστούν άπαντες, πως η ζωή είναι πολύ μικρή, για να την καθιστάμε ακόμα μικρότερη… με τις πράξεις μας και μόνο!