Στην εξελικτική πορεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας έλαβαν χώρα διάφοροι μετασχηματισμοί. Μέσα σ’ αυτούς είναι και η προσπάθεια υπέρβασης της αρχής της αντίφασης και η δυνατότητα σύζευξης των αντιθέτων. Ο καθηγητής Ε. Καψωμένος έχει κάνει μια ενδιαφέρουσα μελέτη πάνω στο θέμα αυτό (Η αρχή της συνύπαρξης των αντιθέτων, ένας αισθητικός και πολιτισμικός κώδικας στη νεοελληνική λογοτεχνία), από την οποία θα προσπαθήσουμε να αντλήσουμε υλικό για να φωτίσουμε σύντομα την πορεία αυτής της αρχής από τα έργα ακμής της Κρητικής λογοτεχνίας μέχρι το Σολωμό και την Επτανησιακή Σχολή.
Σε πρώιμη φάση, στα τέλη του 16ου – αρχές του 17ου αιώνα, η αρχή της συνύπαρξης των αντιθέτων εμφανίζεται στη λογοτεχνία της Κρητικής Αναγέννησης, τόσο στη λόγια όσο και στη λαϊκή εκδοχή της και αφορά σε μια υπέρβαση της διχοτομίας μεσαιωνικού μυστικισμού και ορθολογισμού. Ειδικότερα, σε πολλά έργα της περιόδου συναντάμε τη σύγκρουση της λογικής με το συναίσθημα, αλλά και αντίθετα, συναντάμε περιπτώσεις που το μέτρο του ορθού λόγου διαψεύδεται. Υποθέσεις, δηλαδή, που με την ορθή λογική τίθενται ως αδύνατες, φαίνεται τελικά να πραγματοποιούνται, για παράδειγμα: «τα δυνατά απαλύνασι τ’ ανήμπορα εμπορέσα κι εχάσαν οι λογαριασμοί, τα σφάλματα εκερδέσα», Ερωτόκριτος, Γ, 1283-84.
Ουσιαστικά, πρόκειται για ένα αντιθετικό σχήμα, όπου συμβαίνει η μεταβολή από τον ένα αντιθετικό πόλο στον άλλο και, τελικά, προκύπτει μια ολοκληρωτική αντιστροφή μεταξύ των όρων, που ο ένας όμως αναιρεί τον άλλο, καθώς μεταξύ τους είναι αντίθετοι και ασύμβατοι, για παράδειγμα: «από κακό βγαίνει καλό, χαράν από τη θλίψη», Ερωτόκριτος, Γ, 1298. Αυτό, βέβαια, μπορεί να διαπιστωθεί στα έργα και από την άμεση εμπειρία που παρουσιάζουν, για παράδειγμα: «μέσα στο φως τυφλώνομαι και χάνω την οδό μου και το σκοτάδι έχω φως καθάριο κι οδηγό μου», Στάθης, Α΄, ή και μέσα από μια μακρά εμπειρία που διατυπώνεται ως γνωμικό με καθολική ισχύ, για παράδειγμα: «κι ό,τι είναι σήμερο πρικύ, ταχιά ‘ναι σαν το μέλι», Ερωτόκριτος, Γ, 1642.
Όσον αφορά, μάλιστα, στην πραγμάτωση των αδυνάτων, η ορθή λογική υπαγορεύει: «άνθρωπος ανημπόρετο πράμα ποτέ δεν κάνει», Ερωτόκριτος, Γ, 1222, όμως οι ήρωες στα έργα της Κρητικής Αναγέννησης μπαίνουν στη δοκιμασία: «να κάμουν τ’ ανημπόρετα σήμερο μπορεμένα», Θυσία του Αβραάμ, 92, και μάλιστα μπορεί να τα καταφέρουν στην πράξη, διαψεύδοντας έτσι εμπειρικά τη θεωρητική ορθότητα της λογικής: «γιαυτός περίσσια χαίρομαι, και μέσα στη χαρά μου, πρίκα μεγάλη και καημός φλογίζει την καρδιά μου, και κλαίγω ομάδι και γελώ, και καλοκαρδισμένου τ’ οϊμένα από τα χείλη μου δε λείπει του καημένου», Κατζούρμπος, Γ, 30-34. Έτσι, αποδεικνύεται η δυνατότητα σύζευξης των αντιθέτων, δηλαδή η υπέρβαση της αρχής της αντίφασης, «το συναμφότερον», για παράδειγμα: «τα γέλια με τα κλάηματα, με τη χαράν η πρίκα μιαν ώρα εσπαρθήκασι κι ομάδι εγεννηθήκα˙ γιαυτός μαζί γυρίζουσι και το‘να στ’άλλο αλλάσσει, κι όποιος εγέλα το ταχύ, κλαίγει πριχού βραδιάσει», Ερωφίλη, Γ, 1-4.
Στους επόμενους δύο αιώνες, μετά την περίοδο ακμής της Κρητικής λογοτεχνίας, η αρχή της συνύπαρξης των αντιθέτων διαμορφώνεται, τελικά, σε συστατικό της νεοελληνικής λογοτεχνίας και κουλτούρας. Σ’ αυτή τη λογοτεχνική επιλογή θα στηριχτεί ο Σολωμός και η Επτανησιακή Σχολή διαμορφώνοντας, έτσι, τη λογοτεχνική παράδοση που θα επικρατήσει μέχρι τον εικοστό αιώνα. Συγκεκριμένα, στο ποιητικό έργο του Σολωμού, ο άνθρωπος, η φύση και το θείο έχουν μια οντολογική συγγένεια που θα μπορούσε να καθιερώνει μια αδιατάρακτη παγκόσμια αρμονία. Όμως, όπως αναφέρει και στη μελέτη του ο Ε. Καψωμένος, ενυπάρχει και η περιοχή του τραγικού καθώς τα πράγματα έχουν διττή όψη, τη θετική και την αρνητική. Υπάρχει, δηλαδή, μια αντίφαση ανάμεσα στις θετικές αξίες και στην αρνητική λειτουργία τους. Η αντίφαση αυτή ερμηνεύεται διαπιστώνοντας ότι ακόμη και απόλυτα θετικές αξίες είναι δυνατόν να λειτουργήσουν αρνητικά κάτω από ορισμένες συνθήκες. Αυτό, υπάρχει η περίπτωση να συμβεί, όταν έρχονται σε ευθεία αντιπαράθεση με άλλες θετικές αξίες και τότε θέτουν στον άνθρωπο τραγικά διλήμματα. Επομένως, το τραγικό προκύπτει από τις αντιφάσεις της ζωής που όμως είναι μέσα στη φύση των πραγμάτων.
Στον «Κρητικό», για παράδειγμα, βλέπουμε τον ήρωα – ναυαγό να έχει την ανάγκη να υπερασπιστεί μέχρι θανάτου την ηθική του ελευθερία απέναντι στο μοντέλο του εξοντωτικού ανταγωνισμού που του επιβάλει η εξωτερική βία της φύσης με τη μορφή της τρικυμίας. Την ίδια προσπάθεια φαίνεται να κάνει και απέναντι στο μοντέλο άρνησης της ατομικότητας. Κάτι τέτοιο τείνει να του επιβάλει η απόσβεση του εγώ μέσα σε μια ανώτερη αρχή, αυτή της θεϊκής Φεγγαροντυμένης, όπως επίσης και μέσα σε μια αφομοιωτική ροπή της φύσης μέσω του γλυκύτατου ήχου. Όμως, αυτή ακριβώς η αντίσταση του ήρωα μέχρι εσχάτων, απέναντι στη διπλή πολιορκία τόσο της μέγιστης βίας όσο και του μέγιστου θέλγητρου, αντιπροσωπεύει τη Σολωμική εκδοχή του τραγικού ή αλλιώς «υψηλού».
Στην ευρύτερη ποιητική μυθολογία του Σολωμού οι ήρωές του κατορθώνουν να διαφυλάξουν την ηθική τους ανεξαρτησία και ακεραιότητα, όμως, η λύση του τραγικού διλήμματος έρχεται με την υπέρβαση της αντίθεσης, που πραγματώνεται με τη θυσία της ζωής τους. Η επιλογή της ελευθερίας άρα και της θυσίας, δηλαδή του θανάτου, δεν έχει κίνητρα μεταφυσικής ανταμοιβής και δικαίωσης. Ο ήρωας είναι αναγκασμένος να απαρνηθεί τον κόσμο της ομορφιάς, της χαράς και της καλοσύνης. Μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, όμως, η ελευθερία είναι ο μόνος πλήρης τρόπος ύπαρξης κι αν τη θυσιάσει ο άνθρωπος, ακρωτηριάζει την αξιοπρέπειά του, την ανθρώπινη ιδιότητά του κι έτσι δεν θα μπορεί ν’ απολαύσει τις αξίες της ομορφιάς, της χαράς και της καλοσύνης, δεν θα μπορέσει δηλαδή να πραγματώσει το νόημα και το αίτημα της ύπαρξής του. Πρόκειται, λοιπόν, για μια βαθιά αντίφαση ανάμεσα στον πόθο της ζωής και την αδυναμία πραγμάτωσης μιας άξιας ζωής, αν δεν επιλέξει το θάνατο, τροφοδοτώντας έτσι τον αβάσταχτο πόνο του ήρωα.
Καταληκτικά, η αρχή της συνύπαρξης των αντιθέτων, με αφετηρία το Σολωμό και ενδιάμεσο σταθμό τον Καβάφη, θα εξελιχτεί στη συνέχεια σε χαρακτηριστική έκφραση του νεοελληνικού τραγικού με τυπικό παράδειγμα την ποίηση του Σεφέρη. Θα αποτελέσει, μάλιστα, από τη δεκαετία του 1930 και μετά βασικό στοιχείο της μοντέρνας μας ποίησης.