Η ανάπτυξη του εαυτού στην εφηβεία είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κομμάτι μέσα στο συνολικό πλαίσιο ανάπτυξης του εαυτού. Ο Erikson (1950, 1959, 1968) είδε το θέμα της εφηβείας σαν κάτι που σιγουρεύει τη σταθερή ταυτότητα και αποφεύγει τη σύγχυση ταυτότητας. Εφηβεία ορίζεται η περίοδος κατά την οποία τα άτομα επανεξετάζουν και επαναξιολογούν τον εαυτό τους φυσικά, κοινωνικά και συναισθηματικά, σε σχέση με εκείνους που βρίσκονται κοντά τους αλλά και με την κοινωνία γενικότερα. Η ταυτότητα του εγώ, σύμφωνα με τον Erikson, αποτελείται από τρία στοιχεία: μια αίσθηση ενότητας ανάμεσα στις αντιλήψεις του εαυτού κάποιου, μια αίσθηση συνέχειας αυτών των αυτο – αντιλήψεων και μια αίσθηση αμοιβαιότητας ανάμεσα στις αντιλήψεις ξεχωριστών ατόμων για τον εαυτό τους και στις αντιλήψεις σημαντικών άλλων.
Ο Erikson (1968) διατείνεται ότι το ενδιαφέρον του παιδιού για το πώς οι άλλοι το βλέπουν, γίνεται προοδευτικά περισσότερο σημαντικό με το πλησίασμα στην εφηβεία και κορυφώνεται στην εφηβική ηλικία. Επιτυχημένες ή ανεπιτυχείς εφαρμογές των κανόνων για την επίτευξη της κοινωνικής αποδοχής καταλήγουν σε αυξανόμενες, πιο δραματικές αλλαγές στην εμπαθητική αυτοκριτική και στην αναζήτηση πιο διαφορετικών και συχνά πιο περίπλοκων κανόνων αυτοαντίληψης για την επίτευξη κοινωνικής αποδοχής και ανεξαρτησίας. Εξαιτίας των επιτυχημένων αποκτημάτων και εφαρμογών τέτοιων κανόνων στην εφηβεία, το παιδί σχηματίζει μια ταυτότητα του εγώ, η οποία σχετίζεται με την ωριμότητα. Η ταυτότητα εξελίσσεται από ένα σύμπλεγμα προσδιορισμών ταυτότητας και από την άγνοια της δύναμης κάποιου στο κοινωνικό, γενικότερο πλαίσιο. Στο όχι και πολύ μακρινό παρελθόν, οι ενδεχόμενοι προσδιορισμοί ταυτότητας είχαν μειωθεί, ώστε ήταν συγκριτικά πιο απλό να σχηματίσει κανείς μια σταθερή αυτο – εικόνα. Σήμερα, ένας πλουραλισμός προσδιορισμών ταυτότητας και εικόνων προσφέρονται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και συχνά είναι πολύ αντιφατικά σε σχέση με τα πρότυπα που προβάλλονται από την περιρρέουσα υποκουλτούρα. Έτσι, μπορεί να αποβούν καταλυτικά στην έρευνα για την παγίωση μιας βάσιμης αυτο – αντίληψης.
Ο Erikson (1959) υποστήριξε ότι το άτομο περνάει μια κρίση ταυτότητας και ένα μεγάλο μέρος της οφείλεται σε μια έρευνα για εσωτερική ομοιότητα και συνέχεια, η οποία θα γεφυρώσει τις περιόδους, όταν το άτομο ήταν παιδί και τι πρόκειται να γίνει το άτομο σαν ενήλικας. Υπάρχει μια αυξανόμενη αυτο – συνείδηση, υποστήριξε ο Erikson, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και χαρακτηρίζεται από μια συστολή για το τι είναι κάποιος και τι πρόκειται να γίνει. Μελέτες, μάλιστα, που έχουν ερευνήσει την εφηβική αυτο – κατανόηση έχουν διαπιστώσει μια αυξανόμενη χρήση ψυχολογικών και κοινωνικών σχετικών απόψεων για την περιγραφή του «εμένα» και μια πιο χαρακτηριστική πεποίθηση στον παράγοντα «εγώ». Διαφορετικές πλευρές του εαυτού εμφανίζονται να ενώνονται σε ένα ολοκληρωμένο σύστημα. Αρκετές μελέτες, επίσης, έχουν ερευνήσει την εφηβική αυτο – ανάπτυξη όπως ακριβώς και την παιδική ηλικία. Σημαντικό ρόλο, βέβαια, έπαιξε και ο διαχωρισμός, που έκανε ο Horrocks (1976), της εφηβείας σε δύο υποστάδια: την πρώιμη εφηβεία (πριν την ηλικία των 15 ετών) κατά την οποία η φυσιολογική ανάπτυξη είναι καθοριστική, και την όψιμη εφηβεία, στην οποία εμφανίζονται οι μεγαλύτερες αλλαγές στη διαμόρφωση της ταυτότητας του εαυτού.
Συγκεκριμένα, στο στάδιο της πρώιμης εφηβείας, κατά τον Broughton (1978), γίνεται μια αρχική διάκριση ανάμεσα στην πνευματική και τη φυσική πραγματικότητα. Σ’ αυτό το επίπεδο, το μυαλό γίνεται αντιληπτό ως μια οντότητα με τα δικά της δικαιώματα, ο εαυτός γίνεται αντιληπτός από τον έφηβο ως ένας σταθερός τρόπος μιας πνευματικής διαδικασίας πληροφόρησης και, τέλος, επειδή οι πνευματικές λειτουργίες του εαυτού αναγνωρίζονται, ο έφηβος αντιλαμβάνεται τον εαυτό σαν να έχει πρόσβαση στη δική του εσωτερική διαδικασία. Το «εγώ» γνωρίζει τον εαυτό του και αυτή η γνώση είναι ιδιωτική και δεν εκτείνεται ώστε να γνωρίσει άλλους. Στο επόμενο στάδιο της όψιμης εφηβείας, ο Broughton, υποστήριξε ότι ο έφηβος αναπτύσσει μια εκτίμηση των μοναδικών πνευματικών του ικανοτήτων. Μια κατανόηση του ατέλειωτου συστήματος του πνευματικού κόσμου έχει αναπτυχθεί σ’ αυτό το επίπεδο, δίνοντας τη δυνατότητα στον έφηβο να συλλάβει τον πνευματικό εαυτό ως ένα σύστημα διακριτών επιπέδων, που μερικές φορές λειτουργεί αρμονικά και άλλες «ξεχωριστά».
Ο Selman (1980), όπως και ο Broughton, μελέτησε δύο στάδια αυτογνωσίας στην εφηβεία. Στο στάδιο της πρώιμης εφηβείας, μια επίγνωση ότι κάποιος μπορεί συνειδητά να ελέγχει την εμπειρία του, έχει αναπτυχθεί, επιφέροντας μια αυξανόμενη αυτο – συνείδηση και μια αίσθηση του προσωπικού παράγοντα. Ο έφηβος γνωρίζει τώρα ότι κάποιος μπορεί να χειριστεί την εμπειρία του και πιστεύει ότι κάποιος έχει έλεγχο των αισθημάτων και των σκέψεών του, αν και όχι ολοκληρωτικά. Στο επόμενο στάδιο της όψιμης εφηβείας, ο έφηβος δομεί τη θεωρία των συνειδητών και υποσυνείδητων επιπέδων της εμπειρίας, συνειδητοποιώντας ότι υπάρχουν πνευματικές εμπειρίες που μπορούν να επηρεάσουν τις πράξεις κάποιου, αλλά δεν είναι διαθέσιμες για συνειδητή επιθεώρηση. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο έφηβος οικοδομεί ένα ενοποιημένο σύστημα εαυτού αποδεχόμενος ότι η αυτογνωσία, η συνείδηση του εαυτού και ο αυτοέλεγχος έχουν τα σύνορά τους.
Οι Secord και Peevers(1974) ανέφεραν παρόμοια συμπεράσματα με εκείνα των Selman και Broughton από τις μελέτες που έκαναν σε εφήβους. Στο στάδιο της πρώιμης εφηβείας παρατήρησαν ότι θέματα αξιολόγησης και η χρήση του πλαισίου αξιολόγησης με σεβασμό στον εαυτό παρουσιάστηκε αρκετά συχνά. Υπήρχε, ακόμη, μια εκτίμηση των δραστηριοτήτων κάποιου. Αργότερα, στο στάδιο της όψιμης εφηβείας παρατηρήθηκε ότι η εκτίμηση έγινε περισσότερο μόνιμη, και αντί να είναι περισσότερο εκτίμηση συγκεκριμένων δραστηριοτήτων, ήταν μια εκτίμηση των πλευρών του εαυτού. Εκεί εμφανίστηκαν και οι διαφορές του φύλου στα θέματα που εστίαζαν στον εαυτό. Η μετάβαση από την πρώιμη στην όψιμη εφηβεία έδειξε, ακόμη, μια κίνηση από το συγκεκριμένο στο γενικό. Οι έφηβοι αντί να μιλούν για τον εαυτό τους σε θέματα που αφορούσαν συγκεκριμένες συμπεριφορές, όπως τα μικρότερα παιδιά (κυρίως για δραστηριότητες παιχνιδιού), μιλούσαν για πιο γενικά και αφαιρετικά θέματα. Επίσης, περισσότερο περιέγραφαν τον εαυτό τους από την άποψη του παλιού και μέλλοντος εαυτού, σε αντίθεση με μικρότερα παιδιά που περιέγραφαν τον εαυτό τους από την άποψη του άμεσου παρόντος. Μεγαλύτερα παιδιά εμφανίστηκαν να μπορούν να δουν τον εαυτό τους από την άποψη μιας καριέρας ζωής που εκτεινόταν και προς το παρελθόν και προς το μέλλον.
Οι Secord και Peevers ανέφεραν, ακόμη, μια έμφαση της ηθικής κρίσης, που εμφανίζεται στο Λύκειο και στο Πανεπιστημιακό επίπεδο. Αυτή ήταν μια πιο εξειδικευμένη εκτίμηση του εαυτού περισσότερο σε θέματα ηθικής, εκτιμώντας τη συμπεριφορά του ατόμου ως σωστή ή λανθασμένη και αποφασίζοντας τι θα έπρεπε να κάνει κάποιος συγκεκριμένα σε σχέση με τις επιδιώξεις του στο μέλλον. Επιπρόσθετα, ανέφεραν ότι οι μεγαλύτεροι έφηβοι και οι νεαροί ενήλικες είχαν τη δυνατότητα να σκέπτονται τον εαυτό τους, παρατηρώντας τον εαυτό τους με άμεσο τρόπο. Ακόμη, σκέπτονταν τις δραστηριότητες και τις προσδοκίες τους. Μιλούσαν για το μέλλον τους, τις πιθανές καριέρες, τα επιτεύγματα και τις αποτυχίες. Περιέγραφαν τον εαυτό τους ως έναν αντιπρόσωπο που μπορούσε να επιλέξει σε μια κατάσταση εναλλακτικούς τρόπους δράσης.
Τελικά, οι θεωρίες και οι μελέτες που ερευνούν την ανάπτυξη του εαυτού φαίνεται ότι συμφωνούν σε κάποια βασικά στοιχεία. Στη νηπιακή ηλικία, η επίγνωση του εαυτού βασίζεται στη δραστηριότητα κάποιου και στα απρόοπτα ενώ στην πρώιμη παιδική ηλικία υπάρχει έμφαση στις φυσικές κατηγορίες του εαυτού. Αυτή η έμφαση αλλάζει καθώς το παιδί μεγαλώνει και στην εφηβεία το άτομο καθορίζει τον εαυτό του μέσω εσωτερικών, παρά εξωτερικών χαρακτηριστικών. Υπάρχει, τέλος, μια τάση που συνδέεται με την ηλικία, να ολοκληρωθούν ξεχωριστές πλευρές του εαυτού σε ένα φαινομενικά συνεπές σύστημα.