Τα προγράμματα εισαγωγικής εκπαίδευσης που αποσκοπούν να προσφέρουν εξατομικευμένη υποστήριξη και συμβουλές στους νέους εκπαιδευτικούς είναι πλέον υποχρεωτικά σε 15 κράτη μέλη της ΕΕ (Αυστρία, Κύπρο, Εσθονία, Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Ιταλία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Πορτογαλία, Ρουμανία, Σλοβακία, Σλοβενία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο), καθώς και στην Κροατία και την Τουρκία, σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με τις συνθήκες εργασίας των εκπαιδευτικών και των διευθυντών σχολείων σε 32 χώρες.
Παρόλο που αυτά τα προγράμματα διαφέρουν μεταξύ τους ως προς τον τρόπο οργάνωσης, ο στόχος όλων είναι να βοηθήσουν τους νεοδιοριζόμενους εκπαιδευτικούς να προσαρμοστούν στο επάγγελμα και να μειώσουν την πιθανότητα πρόωρης εγκατάλειψης του επαγγέλματος.
«Η επιρροή ενός καλού εκπαιδευτικού μπορεί να είναι καθοριστική για το μέλλον ενός παιδιού», δήλωσε η επίτροπος κ. Ανδρούλλα Βασιλείου, αρμόδια για θέματα εκπαίδευσης, πολιτισμού, πολυγλωσσίας και νεολαίας. «Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, καλώ όλα τα κράτη μέλη να βελτιώσουν την κατάρτιση και την υποστήριξη των εκπαιδευτικών, ώστε να μπορούν αυτοί να αναπτύξουν πλήρως τις ικανότητές τους καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας τους και να εξασφαλίζεται υψηλής ποιότητας και καινοτόμος διδασκαλία που θα εφοδιάζει τους νέους με τις δεξιότητες που χρειάζονται για τη σύγχρονη ζωή».
Οι περισσότερες χώρες της ΕΕ έχουν καθορίσει τις ικανότητες που πρέπει να διαθέτουν οι εκπαιδευτικοί για την εύρεση εργασίας και την επαγγελματική τους ανέλιξη· οι ικανότητες αυτές περιλαμβάνουν παιδαγωγικές γνώσεις, ομαδική εργασία, διαπροσωπικές δεξιότητες και επαγγελματικές δεξιότητες. Αυτό το «πλαίσιο ικανοτήτων» αποτελεί τη βάση για την αρχική εκπαίδευση των εκπαιδευτικών σε όλες τι χώρες και περιφέρειες, με 8 εξαιρέσεις (γερμανόφωνη κοινότητα Βελγίου, Βουλγαρία, Κροατία, Τσεχική Δημοκρατία, Φινλανδία, Ισλανδία, Λιχτενστάιν και Σλοβακία).
Οι περισσότεροι από τους 5 εκατομμύρια εκπαιδευτικούς της Ευρώπης υποχρεούνται, σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας τους, να εργάζονται τουλάχιστον 35-40 ώρες την εβδομάδα, στις οποίες περιλαμβάνονται οι διδακτικές ώρες, οι διαθέσιμες ώρες στο σχολείο και οι ώρες που αφιερώνονται στην προετοιμασία και βαθμολόγηση. Ο αριθμός των ωρών κατά τις οποίες οι εκπαιδευτικοί απασχολούνται ενεργά με τη διδασκαλία ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό: ο αριθμός είναι γενικά υψηλότερος στην προσχολική εκπαίδευση και μειώνεται στις υψηλότερες εκπαιδευτικές βαθμίδες. Ο μέσος αριθμός ωρών διδασκαλίας στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι 20.
Περίπου στο ένα τρίτο των ευρωπαϊκών χωρών οι εκπαιδευτικοί οφείλουν να είναι παρόντες στο σχολείο για περίπου 30 ώρες εβδομαδιαίως. Δεν υπάρχει καθορισμένος υποχρεωτικός χρόνος στην Πορτογαλία, τη Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο (Αγγλία, Ουαλία και Βόρεια Ιρλανδία) και στη Νορβηγία, καθώς και στην Κύπρο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και στην Ισλανδία στην προσχολική εκπαίδευση. Στη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ισπανία, την Κύπρος, το Λουξεμβούργο, τη Μάλτα, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία και τη Σλοβενία, ο αριθμός των διδακτικών ωρών μειώνεται μετά από ορισμένα έτη υπηρεσίας.
Σε όλη την Ευρώπη, η πλειονότητα των εκπαιδευτικών είναι ηλικίας άνω των 40 ετών. Σχεδόν το ήμισυ των εκπαιδευτικών είναι ηλικίας άνω των 50 ετών στη Βουλγαρία, την Τσεχική Δημοκρατία, τη Γερμανία, την Εσθονία, την Ιταλία, τις Κάτω Χώρες, την Αυστρία, τη Νορβηγία και την Ισλανδία. Το ποσοστό των εκπαιδευτικών ηλικίας κάτω των 30 ετών είναι ιδιαιτέρως χαμηλό στη Γερμανία, την Ιταλία και τη Σουηδία.
Στα περισσότερα κράτη μέλη της ΕΕ οι κατώτατοι βασικοί μισθοί των εκπαιδευτικών που εργάζονται στην υποχρεωτική εκπαίδευση (πρωτοβάθμια και κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση) είναι χαμηλότεροι από το κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Τα επιδόματα, που μπορούν να αυξήσουν σημαντικά τις καθαρές αποδοχές ενός εκπαιδευτικού, συνήθως καταβάλλονται για υπερωρίες ή πρόσθετα καθήκοντα. Μόνο στις μισές από τις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα χορηγούνται επιδόματα με γνώμονα την καλή απόδοσή τους στη διδασκαλία ή τα αποτελέσματα των σπουδαστών.
Πηγή: www.diorismos.gr