Γράφει ο Νεκτάριος Χατζηανδρέου
Ένα προλόγισμα
Όταν λέμε ν’ αττικίσουμε, δεν εννοούμε
- Να πιθηκίσουμε αρχαϊστί τετριμμένες φράσεις του τύπου «πῶς ἔχεις ὑγείας;» κ.α.
- Να συνθέσουμε ένα τεχνητό και νοηματικά αφυδατωμένο κομμάτι λόγου, συρράφοντας γλωσσικά απολιθώματα του τύπου «δοῦναι καὶ λαβεῖν» κ.α.
- Να καταφύγουμε σε μια κληρικοπρεπή αρχαϊζουσα, που, στο κάτω κάτω, είναι εκδοχή –λιγότερο ή περισσότερο συζητήσιμη- της νεοελληνικής.
Ποιο είναι, λοιπόν, το διακύβευμα;
Αν μπορούμε και πώς μπορούμε να ντύσουμε σε αττικό γλωσσικό ρούχο σύγχρονες
ματιές, αγωνίες, παραστάσεις και νοήματα που σχετίζονται με την τωρινή
πραγματικότητα, αναδεικνύοντας τον δυναμισμό αυτού του ιδιώματος στην
αναφορική διάσταση της γλώσσας.
Ποιος ο λόγος να το κάνουμε:
- Όχι από ανιστόρητη αρχαιοπληξία
- Όχι από φαιδρή «ελληνοψυχία»
- Όχι, σε καμιά περίπτωση, από εθνικισμό. Ο εθνικισμός, έστω και πολιτιστικά μασκαρεμένος, δεν είναι παρά ένα ιδεολόγημα που, αν δεν κινείται στο χώρο της πολιτικής αγυρτείας, στοχευμένα υπηρετεί αντιδραστικά κυριαρχικά κέντρα
Τότε ποιο είναι το κίνητρο:
Να πάρουμε μέρος σ’ ένα διανοητικό αγώνισμα, «μιαν ελευθέρια τέχνη»,
και να καρπωθούμε τις συγκινήσεις που μας χαρίζει. Έχοντας, μάλιστα, την
τύχη να είμαστε ελληνόφωνοι –είτε Έλληνες το γένος είτε όχι- μπορούμε
αμεσότερα ν΄ απολαύσουμε την αναμέτρηση με μια παλιότερη, αλλά και με τη
συγκαιρινή με μας μορφή μιας γλώσσας, τόσο πολύ βαφτισμένης στον
πολιτισμό, εκφραστικά εκλεπτυσμένης, νοηματικά ερρωμένης και μορφικά
σμιλεμένης.
Πρέπει, όμως, να πω κι αυτό
Αν το αττικό ιδίωμα, που προσπαθούμε αττικίζοντας ν’ ανασυνθέσουμε,
μπορεί να μας συνεπάρει, εξίσου θα μας συναρπάσει με την εκφραστική της
τόλμη και τη χυμώδη πλαστικότητά της η νέα ελληνική, η γλωσσική μας
πατρίδα, δουλεμένη στο στόμα του λαού και με τη γραφίδα των εργατών της
εθνικής μας λογοτεχνίας, των παλιότερων αλλά και των τωρινών.
Αυτά και τα παρακάτω στην κρίση σας.
Πατήστε εδώ για να διαβάσετε όλο το άρθρο.