Πανεπιστήμια ή «Κολέγια» θέλουμε στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση;
Εξ αφορμής της αξιολόγησης και της έγκρισης από την Σύγκλητο των δομών λειτουργίας του Πανεπιστημίου και της διάρθρωσης των Διοικητικών του Υπηρεσιών, θα ήθελα προσωπικά να συνεισφέρω στην ενημέρωση της Πανεπιστημιακής Κοινότητας, της Πολιτείας αλλά και όλων των ενδιαφερομένων για το τι είναι το Πανεπιστήμιο, ποια η προσφορά του στην κοινωνία και σε τι επίπεδο πρέπει να το κρατήσουμε, τόσο αυτό όσο και γενικότερα την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση.
Το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, διαχρονικά και σύμφωνα με τις αξιολογήσεις πολλών διαφορετικών διεθνών φορέων αξιολόγησης, εντάσσεται στο 1% των καλύτερων πανεπιστημίων παγκοσμίως (όπως βεβαίως και άλλα ιδρύματα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της χώρας μας).
Σε ένα πεδίο διεθνούς ανταγωνισμού, όπου αξιολογούνται δεκάδες χιλιάδες πανεπιστήμια από όλον τον κόσμο, η θέση που κρατάει το Πανεπιστήμιό μας στην ελίτ της παγκόσμιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι τεράστια επιτυχία, εάν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας την δυσμενή συγκυρία κατά την οποία αυτή επιτυγχάνεται, δηλαδή τις συνθήκες υποχρηματοδότησης και γενικότερης στήριξης των πανεπιστημίων τα τελευταία 6 χρόνια από την Πολιτεία. Παρόμοια περίοπτη θέση, δυστυχώς, δεν συναντά κανείς σήμερα για άλλους πολλούς τομείς του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και για ιδιωτικές δομές!
Ιδού, λοιπόν, ένας τομέας αριστείας που θα μπορούσε να «δώσει δύναμη» στην ατμομηχανή για τη νέα ανάπτυξη της Χώρας, και επομένως θα έπρεπε να ενισχυθεί. Εντούτοις μόνο αυτό δεν συμβαίνει!
Αν και η σμίκρυνση της οικονομίας μας λόγω ύφεσης θα ανέλθει μέχρι το τέλος του 2013 στο 25% με 27%, και θα ήταν λογικό να δεχθούμε, τουλάχιστον, και μια ανάλογη μείωση δαπανών για την παιδεία, η χρηματοδότηση του Πανεπιστημίου μας για τα λειτουργικά του έξοδα μειώθηκε, αντιθέτως, κατά 52,5% για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα και το μισθολογικό του κόστος κατά 35,7%.
Πρέπει εδώ να τονιστεί ιδιαίτερα ότι δεν μπορούμε να κρίνουμε και να συγκρίνουμε ποσοτικά το παραγόμενο προϊόν του Πανεπιστημίου, γιατί η κυρίαρχη ιδιότητα στην συγκεκριμένη περίπτωση αξιολόγησης είναι η ποιότητα, και αυτή είναι που καταδεικνύει την διαχρονική τοποθέτηση του Πανεπιστημίου μας σε τόσο υψηλή θέση στην διεθνή κλίμακα. Η επιτυχία αυτή, δεδομένης της υποχρηματοδότησης, της σχεδόν μηδενικής χρηματοδότησης της έρευνας και της παραδοσιακής υστέρησης σε υποδομές, οφείλεται κυρίως στο έμψυχο υλικό που διαθέτει, και κατά πρώτο λόγο στο διδακτικό του προσωπικό αλλά και στο διοικητικό/βοηθητικό προσωπικό.
Μεγάλη κουβέντα γίνεται για την αναδιάρθρωση και την αξιολόγηση των δομών και των λειτουργιών των Ιδρυμάτων της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Το Πανεπιστήμιό μας και τα Ιδρύματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης γενικότερα είναι αντικειμενικά τα αρμοδιότερα να κρίνουν, να αξιολογήσουν, να αναδιαρθρώσουν τις δομές τους και τις λειτουργίες τους. Και πάντως αρμοδιότερα και αντικειμενικότερα από ιδιωτικές εταιρείες συμβούλων και από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ, που δεν μπορεί άνωθεν και πριν από τα Πανεπιστήμια να αποφαίνεται γι’ αυτά (έγγραφο Γεν. Γραμματέα κ. Κυριαζή, Αρ. Πρωτ. 113287/14-8-2013/ΙΒ).
Συγκεκριμένα, και σχετικά με την δομή λειτουργίας και την διάρθρωση των διοικητικών υπηρεσιών του Πανεπιστημίου μας που εγκρίθηκαν από την Σύγκλητο, χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια να ενοποιηθούν υπηρεσίες προκειμένου να επιτευχθεί οικονομία κλίμακας. Ενδεικτικά αναφέρουμε την ενοποίηση των Βιβλιοθηκών, παρά τις αντιδράσεις, από 48 που ήταν σε τμήματα και τομείς, σε 33 κατ’ αρχάς, μία ανά τμήμα, και στην συνέχεια σε 8, μία για την κάθε Σχολή. Το ίδιο έγινε και με τις 66 κλινικές που λειτουργούν στα Νοσοκομεία του ΕΣΥ, για τις οποίες εγκρίθηκαν 17 τμήματα υποστήριξής τους, ένα για κάθε νοσοκομείο. Το ίδιο επίσης έγινε και για τα 18 μουσεία, για τα οποία η Σύγκλητος ενέκρινε 4 τμήματα εξυπηρέτησής τους.
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι οι κλινικές, οι βιβλιοθήκες, τα μουσεία, είναι πολλά και καλά θα κάνουμε να τα κλείσουμε και να απολύσουμε το προσωπικό τους. Πρέπει να γίνει όμως κατανοητό από όλους μας ότι με αυτό τον τρόπο θα περιορίσουμε την ποιότητα τόσο της παρεχόμενης εκπαίδευσης όσο και της έρευνας, και σε λίγα χρόνια θα έχουμε το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών είτε στην ελίτ όχι των πανεπιστημίων παγκοσμίως αλλά των «Κολεγίων», είτε σε αναζήτηση πόρων μέσω διδάκτρων.
Αυτό θέλουν άραγε; Αυτό επιδιώκουν κάποιοι; Την υποβάθμιση της ανώτατης δημόσιας παιδείας ή την επιστροφή στις μετεμφυλιακές δεκαετίες όπου οι πανεπιστημιακές σπουδές ήταν για τους ολίγους;
Το Πανεπιστήμιό μας, στην προσπάθειά του να διατηρήσει την υψηλή ποιότητα τόσο στην έρευνα και την εκπαίδευση όσο και στην παροχή βοηθητικών/διοικητικών υπηρεσιών, έχει δρομολογήσει προγράμματα επιμόρφωσης του προσωπικού, όπως: «Ανάπτυξη Ικανοτήτων Αποδοτικότερης Διοίκησης και Εκπαίδευσης Ανθρώπινου Δυναμικού για το Δημόσιο Τομέα», «Σχεδιασμός Οργάνωση, Υλοποίηση και Διοίκηση Προγραμμάτων και Ενεργειών Δημοσίων Σχέσεων για το Δημόσιο Τομέα», «Πληροφοριακά Συστήματα και Διαδικασίες Λήψης Αποφάσεων» κ.ά., τα οποία τα έχουν ήδη παρακολουθήσει και εξακολουθούν να τα παρακολουθούν εκατοντάδες διοικητικοί υπάλληλοι. Επίσης, έχει ζητήσει για τις ευαίσθητες υπηρεσίες που παρέχει, αξιολόγηση και από διεθνείς φορείς κατά τα διεθνή πρότυπα. Στις υπηρεσίες αυτές έχει χορηγηθεί πιστοποίηση ISO. Σε πόσες άλλες υπηρεσίες του Δημοσίου έχουν υλοποιηθεί ή υλοποιούνται τέτοιες ενέργειες;
Κλείνοντας, θέλω να κάνω μια μικρή αναφορά στην προσφορά του Πανεπιστημίου στην κοινωνία και την οικονομία.
Κυρίαρχη προσφορά του Πανεπιστημίου μας είναι ασφαλώς οι πτυχιούχοι, οι κάτοχοι μεταπτυχιακών καθώς και διδακτορικών τίτλων. Άλλες παράπλευρες παροχές όμως, με την δική τους ξεχωριστή σημασία, είναι οι υπηρεσίες υγείας που παρέχονται στους πολίτες μέσω των κλινικών του Πανεπιστημίου μας που λειτουργούν στα νοσοκομεία του ΕΣΥ (το ετήσιο κόστος αυτών των υπηρεσιών υπολογίζεται πάνω από 30.000.000 ευρώ ετησίως), καθώς και οι υπηρεσίες εκπαίδευσης που παρέχονται κατά τις επισκέψεις πολλών σχολείων στα μουσεία. Τέλος, δεν είναι άνευ σημασίας και οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται στα αυτοχρηματοδοτούμενα ερευνητικά προγράμματα όπου απασχολούνται περίπου 5.000 έκτακτοι εργαζόμενοι ετησίως.
Επομένως, το ερώτημα αν και ρητορικό παραμένει βασανιστικό: «ομάδα» που κερδίζει την «αποσύρεις» από το πρωτάθλημα;
Καθηγητής Θ. Πελεγρίνης
Πρύτανης Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών