Κάθε γλώσσα αποτελείται από μικρότερα σύνολα, τις λέξεις. Η λέξη είναι το μικρότερο τμήμα από το οποίο μπορεί να διεξαχθεί κάποιο νόημα. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος πώς είναι δυνατόν μια λέξη να αναφέρεται σε ένα πράγμα; Παραδείγματος χάριν, η λέξη «βιβλίο» θα μπορούσε να αναφέρεται σε ένα λογοτεχνικό βιβλίο. Πέρα, όμως από το φάσμα της λογοτεχνίας, η λέξη «βιβλίο» μπορεί να αναφερθεί σε κάποιο παλιό βιβλίο, δηλαδή μια αντίκα.
Οι λέξεις δε λογίζονται ως ανεξάρτητα σύνολα, αλλά αν συνενωθούν με άλλες λέξεις μπορούν να μας δώσουν ένα νόημα, άλλοτε απλό, άλλοτε περίπλοκο. Η συνένωση αυτή δημιουργεί την πρόταση. Τα σύνολα των λέξεων που απαρτίζουν μια πρόταση έχουν τη δυνατότητα να ορισθούν από άλλες λέξεις. Ας πάρουμε τη λέξη «βιβλίο» και πάλι. Βιβλίο είναι μια μάζα από πολλές σελίδες, μέσα στο οποίο γράφονται διάφορα πράγματα, ποικίλου περιεχομένου. Τι σημαίνουν, όμως, οι λέξεις με τις οποίες ορίσαμε τη λέξη «βιβλίο»;
Ακόμη και σε άλλες γλώσσες, στα αγγλικά ας πούμε, λέγοντας τη λέξη «book» εννοούν το ίδιο πράγμα με τη δική μας λέξη «βιβλίο». Πώς γίνεται μια συγκεκριμένη λέξη να έχει τέτοια οικουμενικότητα; Μήπως υπάρχει μια σχέση αλληλεξάρτησης μεταξύ λέξεων και εννοιών-πραγμάτων; Φαίνεται, λοιπόν, πως οι λέξεις και τα πράγματα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Θα ήταν καλό να κάναμε λόγο εδώ για το γλωσσικό σημείο. Για πολλούς είναι μια φράση πρωτοφανής. Είναι φυσικό, διότι συναντάται και χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό από Γλωσσολόγους. Γλωσσικό σημείο είναι η στενή σχέση μιας έννοιας (σημαινόμενο) με μια ακουστική εικόνα/λέξη (σημαίνον). Το γεγονός πως μια συγκεκριμένη λέξη αποδίδεται σε μια συγκεκριμένη έννοια αποτελεί συμφωνία της κοινωνίας.
Πώς όμως μπορεί να μεταδοθεί κάτι που δεν είναι υλικής, αλλά νοητικής φύσης; Μα με τη γλώσσα! Απλοποιώντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το όχημα της έννοιας για την μετάδοσή της είναι η λέξη. (Γ. Μπαμπινιώτης)
Μαρία Ρέκλου,
Φοιτήτρια του τμήματος Ελληνικής Φιλολογίας Δ.Π.Θ.