Η «αντινομία» του ποιήματος έγκειται στον έρωτα ενός ναυτικού — δηλαδή ενός ανθρώπου πλασμένου για τη στεριά, που καταχρηστικώς βρίσκεται στη θάλασσα — για μια «θαλασσοκόρη του βυθού», την οποία τραβά βιαίως από τα βάθη («χίλιες οργιές») κερδίζοντας, φυσικά μόνο προσωρινά, τον ερωτικό αγώνα με τον Ποσειδώνα.
imageΗ μορφή της «θαλασσοκόρης του βυθού» απελευθερώνει πολλούς ποιητικούς συνειρμούς. Πρωτίστως όμως παραπέμπει στην εικόνα της γοργόνας, που κυριαρχεί στην ποίηση του Καββαδία, όπως ακριβώς δέσποζε, ως «στάμπα» (τατουάζ), και στο αριστερό του μπράτσο. Η μαγική αυτή μορφή είναι η προαιώνια Γυναίκα, το θηλυκό στοιχείο και στοιχειό της θάλασσας, που ελκύει «τον στεριανό, τον γητευτή, τον απελάτη» προς τα υγρά βάθη, αν και η ερωτική τους ένωση δεν πρόκειται ποτέ, δεν μπορεί ποτέ, τουλάχιστον όσο ο ναυτικός βρίσκεται εν ζωή, να ολοκληρωθεί: τα δύο στοιχεία τελούν, ακριβώς, σε μόνιμη και ανεπανόρθωτη αντινομία.
Πηγή: Ολόκληρο το άρθρο μπορείτε να το διαβάσετε στο http://antonispetrides.wordpress.com