Ξημέρωσε ο γερο-βρακάς, ξημέρωσε η ψυχή του,
ξημέρωσε κι η βράκα του κι ανέβη στο κατάρτι
να γίνει φλόκος μόρτικος, μετζάνα και μαΐστρα
να φέρει μια ώρα αρχύτερα καράβια αγαπημένα
που επεθυμούσε κι άργησαν
που λαχταρούσε κι ήρθαν.
Ακόνισε ο γερο-βρακάς τα στομωμένα νιάτα,
τα σκουριασμένα γράσαρε γόνα μην τον ντροπιάσουν
κι ασβέστωσε τα σωθικά, να μπει ο γαμπρός του ο ήλιος.
Σκέλεθρος τράγος, θάμα, και μανάρεψε
ξερό χωράφι, χέρσο, κι εκαρπίστη.
Πάνω από τις κακιές ουλές το πέπλο της Παρθένας,
λάδι απ’ τα κιούπια τα ιερά, χάδι της Προφητείας:
Θε να γυρίσει, κάποτε, με χρόνια, με καιρούς
Θα ‘ρθει ξανά η Προστάτισσα Θεά μέσα στη δόξα
Θα κουβαλάει στις πλάτες της το νέο μας βασιλιά
στεφανωμένο μ’ άσπιλο στεφάνι από ελιά.
Πηγή: Ολόκληρο το άρθρο μπορείτε να το διαβάσετε στο http://antonispetrides.wordpress.com