Στα μαύρα χωράφια τ’ ουρανού
αστέρια σπέρνεις
να γίνουν ήλιοι
να βγουν φεγγάρια
να τα θερίσεις.
Τ’ άροτρο λειώνει
πάνω στου Κρόνου το χρυσαφί
σαπίζει ο σπόρος
χαμένος κόπος,
είναι αλλουνού ,το μαύρο χώμα
του ουρανού.
Φτάνει ένας ήλιος
κι’ ένα φεγγάρι, φτάνει κι’ αυτό.
Τι πας να κάνεις
τι πας να σπείρεις
σ’ ένα στερέωμα πουν’ οκνηρό
που έχει ένα δαίμονα γι’ αφεντικό
κι’ ένα Θεούλη για Παραγιό