Μοντερνισμός
Με τον όρο «μοντερνισμό» δηλώνεται μια σειρά από τάσεις και κατευθύνσεις στην ιστορία της λογοτεχνίας και της τέχνης που εμφανίστηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και αναπτύχθηκαν πλήρως στις τέσσερις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Πρόκειται για ένα πνευματικό κίνημα που εξεγέρθηκε ενάντια στον παραδοσιακό αστικό πολιτισμό, αμφισβήτησε τις παραδοσιακές αξίες ενώ επιχείρησε να καταργήσει όλους τους καθιερωμένους κανόνες και συμβάσεις μέσα από ριζοσπαστικούς πειραματισμούς κάθε είδους με στόχο την κατάλυση των αξιών του Διαφωτισμού και του ορθού λόγου. Έτσι, έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην υποκειμενική συνείδηση του ατόμου και την αλλοτρίωσή της.
Ο μοντερνισμός αποτελεί ένα κίνημα διεθνές που μέσα σε λίγες δεκαετίες εμφανίστηκε σε διάφορες χώρες όπως και στην Ελλάδα (νεοελληνικός μοντερνισμός), διατηρώντας, όμως, μια κοινή «διεθνή» βάση πέρα από τις τοπικές του εκδηλώσεις. Μάλιστα, είναι ένα φαινόμενο που δεν περιορίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας ή της τέχνης αλλά συνδέθηκε ευρύτερα με τις σημαντικές ιστορικές και κοινωνικές αλλαγές που συνέβησαν στον κόσμο στις αρχές του 20ου αιώνα. Όσον αφορά στο χώρο της λογοτεχνίας, εμφανίστηκε πρώτα η μοντερνιστική ποίηση και με κάποια καθυστέρηση στη συνέχεια και η μοντερνιστική πεζογραφία.
Για τη διερεύνηση των βασικών αρχών του μοντερνισμού, θα πρέπει να εξετάσουμε την ίδια τη μοντέρνα λογοτεχνική γραφή στην πράξη και όχι στη θεωρία. Έτσι, παρατηρείται ότι βασικό γνώρισμα της ποίησης του μοντερνισμού είναι η διάλυση της μορφής και η διάθεση για πειραματισμό. Ο ελεύθερος στίχος εξοστρακίζει το μέτρο και την ομοιοκαταληξία. Οι γραμματικοί και οι συντακτικοί κανόνες παραβιάζονται. Οι προτάσεις γίνονται αποσπασματικές και ελλειπτικές ενώ τα σημεία στίξης καταργούνται. Τα διακοσμητικά στοιχεία και η φροντίδα για το «ωραίο ύφος» εγκαταλείπονται και συχνά επιλέγονται στοιχεία που ως τότε θεωρούνταν αντιποιητικά. Οι τολμηρές μεταφορές, οι απροσδόκητοι και ετερόκλητοι συνδυασμοί λέξεων κυριαρχούν. Οι εικόνες ή οι ελεύθεροι συνειρμοί αφθονούν, ιδίως στην υπερρεαλιστική ποίηση. Η ποιητική γλώσσα γίνεται συμβολική, ελλειπτική, υπαινικτική, πολύσημη, ενώ αδιαφορεί για τις συμβάσεις και την ανάγκη κατανόησης. Η θραύση και συχνά η ολοκληρωτική άρνηση της παραδοσιακής μορφής, σε συνδυασμό με την έντονη επιρροή της ψυχανάλυσης σε πολλούς ποιητές, απελευθερώνει την καταλυτική λειτουργία της φαντασίας και του ονείρου, υποδηλώνοντας την κατάρρευση της λογικής συνοχής του κόσμου. Η ποίηση δεν αναφέρεται αποκλειστικά στον εμπειρικό κόσμο αλλά καθίσταται αυτάρκης και αυτόνομη, δηλαδή, το ποίημα εξακολουθεί να θεωρείται φορέας νοημάτων, όμως, τα νοήματα αυτά δεν αναζητούνται πλέον στη σχέση του λογοτεχνικού έργου με την εξωτερική πραγματικότητα. Βέβαια, η μοντέρνα ποίηση δεν αδιαφόρησε για ζητήματα αισθητικής τάξεως αν και κατέλυσε τις καθιερωμένες συμβατικές μορφές. Έχει, μάλιστα, να επιδείξει εκλεπτυσμένες, επεξεργασμένες αλλά και περίπλοκες φόρμες, ενώ η αυτοαναφορά, ο στοχασμός, δηλαδή, της ποιητικής γλώσσας πάνω στον ίδιο της τον εαυτό και τη λειτουργία της, αποτελεί μόνιμο γνώρισμά της.
Επομένως, συνάγουμε ότι ο μοντερνισμός καλλιέργησε πιστά το ιδεώδες του κλειστού, εσωστρεφούς και αυτόνομου κειμένου με αποτέλεσμα να συγκεντρώσει τα πυρά των λεγομένων πρωτοποριακών κινημάτων που άνθησαν στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Συγκεκριμένα, κατηγορήθηκε από κινήματα όπως ο εξπρεσιονισμός, ο φουτουρισμός, το νταντά και κυρίως ο υπερρεαλισμός για φορμαλισμό, ελιτισμό και αδιαφορία για το κοινό και γενικά για τον κόσμο γύρω τους. Η βασική τους αντίθεση έγκειται στο ότι ενώ τα κινήματα της πρωτοπορίας πρεσβεύουν την ουσιαστική κατάργηση της έννοιας της τέχνης και την απορρόφησή της από την πραγματικότητα, ο σχεδόν σύγχρονός τους μοντερνισμός δεν έπαψε ποτέ να διακηρύσσει την πίστη του στην έννοια του ολοκληρωμένου έργου τέχνης. Απορρίπτοντας την τέχνη ως αυτόνομο θεσμό και επιδιώκοντας να καταργήσει τη διάκριση μεταξύ κοινού και δημιουργού, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, η πρωτοπορία θεώρησε ότι η λογοτεχνία του μοντερνισμού εξαντλείται σε μια απλή ανανέωση των παραδοσιακών εκφραστικών μέσων, σε ένα παιχνίδι αισθητικής τάξεως, ανίκανο να διαδραματίσει έναν επαναστατικό ρόλο. Μάλιστα, κάποιοι μελετητές δεν κάνουν διάκριση ανάμεσα στους όρους «πρωτοπορία» και «μοντερνισμός» καθώς θεωρούν την πρώτη ως την πλέον ακραία εκδοχή του δεύτερου, ενώ άλλοι διαχωρίζουν σαφώς τους δύο όρους και αναφέρονται συγκεκριμένα στα πρωτοποριακά κινήματα των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα που στόχευαν να επιτεθούν σε κάθε είδους συμβατικά δεδομένα και συμπεριφορές και όχι μόνο στο χώρο της τέχνης, αφού υπήρξαν μέρος μιας ευρύτερης πολιτισμικής και πολιτικής εκστρατείας για την ανατροπή των παραδοσιακών αστικών αξιών. Αυτός ο ανοικτά πολιτικός χαρακτήρας και το επιτακτικό κάλεσμα σε δράση είναι ίσως και το πιο ασφαλές κριτήριο για τη διάκριση της πρωτοπορίας από το μοντερνισμό.
Στη νεοελληνική λογοτεχνία δείγματα πρωτοποριακών κινημάτων δεν παρατηρούνται, ωστόσο, η εποχή της μοντέρνας ή νεοτερικής ποίησης ξεκινά με μια σχετική καθυστέρηση στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ενώ πρόδρομοι του νεοτερικού ποιητικού λόγου μπορούν να θεωρηθούν ποιητές όπως ο Καβάφης, ο Καρυωτάκης και ο Παπατσώνης. Η οριστική επικράτηση και καθιέρωση της μοντέρνας ποιητικής γραφής στη χώρα μας έρχεται με τη λεγόμενη «Γενιά του ‘30» και σημαντικούς της ποιητές όπως ο Ελύτης, ο Ρίτσος, ο Σεφέρης, ο Βρεττάκος, καθώς και υπερρεαλιστές όπως ο Εγγονόπουλος και ο Εμπειρίκος.