Αρχαία Ελληνικά Α´ Λυκείου: Θουκυδίδου “Ιστορίαι” 3.74 (Παράγωγα-ομόρριζα)
| ΛΕΞΕΙΣ | ΠΑΡΑΓΩΓΑ-ΟΜΟΡΡΙΖΑ |
| διαλιπούσης | διάλειμμα, ελλιπής, λειψός, λείψανο, λειψός |
| γίγνεται | γένος, γυναίκα, γονέας, προγενέστερος |
| νικᾷ | νίκη, νικητής |
| προύχων | σχέση, σχήμα, αποχή, ευεξία, σχολή, ανακωχή |
| ξυνεπελάβοντο | λαβή, λήψη, λήπτης, ασύλληπτος, εργολαβία |
| βάλλουσαι | βέλος, βόλος, βλήμα, βολίδα, αναβλητικός |
| ὑπομένουσαι | μονή, μόνος, μόνιμος |
| γενομένης | γένος, γυναίκα, γονέας, προγενέστερος |
| δείσαντες | δέος, δεινός, δειλός, δεινότητα |
| κρατήσειεν | κράτηση, κρατήτηριο, επικράτηση |
| ἐπελθών | έλευση, ελευθερία, συνέλευση |
| διεφθείρειεν | φθορά, άφθαρτος, φθαρτός |
| ἐμπιπρᾶσι | εμπρησμός, εμπρηστής |
| κρατήσαντες | κράτηση, κρατήτηριο, επικράτηση |
| κεκρατηκότος | κράτηση, κρατήτηριο, επικράτηση |
| ᾖ | ουσία, ετυμηγορία |
| φειδόμενοι | φειδώ, φειδωλός, Φειδίας |
| κατεκαύθη | καυστικός, κάυση, έγκαυμα, καύσωνας |
| ἐκινδύνευσε | κίνδυνος, κινδύνευμα |
| διαφθαρῆναι | φθορά, άφθαρτος, φθαρτός |
| ἐπεγένετο | γένος, γυναίκα, γονέας, προγενέστερος |
| παυσάμενοι | παύση, παύλα, κατάπαυση |
| ἡσυχάσαντες | ησυχία, ησυχαστήριο, εφησυχασμός |
| ἦσαν | ουσία, ετυμηγορία |
| ὑπεξανήγετο | άγημα, σύναξη, λοχαγός, αγωγός, αγέλη |
| λαθόντες | λαθραίος, αλήθεια ,λήθη, λήθαργος, λάθος |
| διεκομίσθησαν | κόμιστρο, αποκομιδή, συγκομιδή |
Κατεβάστε το αρχείο:Θουκυδίδου “Ιστορίαι” 3.74 (Παράγωγα-ομόρριζα)






