Για δεκαετίες η δημόσια συζήτηση για τον τρόπο εισαγωγής των αποφοίτων του Λυκείου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας είναι ιδιαίτερα έντονη. Οι λόγοι που η συζήτηση αυτή είναι δυσανάλογα διογκωμένη και πολωμένη σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες εδράζονται σε κοινωνικούς παράγοντες, με κυρίαρχο την αγωνιώδη προσπάθεια των οικογενειών των μη προνομιούχων τάξεων, ώστε τα παιδιά τους -μέσω της εισόδου στο Πανεπιστήμιο και της ενδεχόμενης κατάκτησης μιας ικανοποιητικής θέσης στην αγορά εργασίας- να καταξιωθούν κοινωνικά και να υπερβούν τις έντονες ανισότητες. Η κοινωνική αυτή αναγκαιότητα οδήγησε στο χτίσιμο ενός στρεβλού συστήματος, που υποβαθμίζει και αλλοιώνει τον παιδαγωγικό χαρακτήρα της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, προωθεί τον εξετασιοκεντρικό χαρακτήρα του Λυκείου και διευρύνει την παθογένεια της παραπαιδείας.
Οι πρόσφατες παρεμβάσεις Αρβανιτόπουλου- Λοβέρδου στον τρόπο πρόσβασης των αποφοίτων του Λυκείου στην τριτοβάθμια εκπαίδευση επέτειναν περαιτέρω τις στρεβλώσεις του συστήματος. Πιο συγκεκριμένα:
α) Η προσμέτρηση των βαθμολογιών όλων των τάξεων του Λυκείου για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση δημιούργησε έναν άνευ προηγουμένου εξεταστικό μαραθώνιο, εξαντλητικό τόσο για τους μαθητές όσο και για τα οικονομικά των νοικοκυριών που θα έπρεπε να πολλαπλασιάσουν τη φροντιστηριακή υποστήριξη των παιδιών.
β) Ο περιορισμός των επιλογών των μαθητών και η αύξηση της ύλης είχε απολύτως ταξικό χαρακτήρα με τους μαθητές των μη προνομιούχων στρωμάτων να αποκλείονται εκ των πραγμάτων από τις «περιζήτητες» σχολές.
Επομένως, ο συγκεκριμένος νόμος αποτελούσε απλώς μια σαφή πολιτική επιλογή που αποδεχόταν –τελικά- τη διόγκωση των εκπαιδευτικών και κοινωνικών ανισοτήτων μέσα σε ένα ήδη πάσχον εκπαιδευτικό σύστημα.
Δεν είναι τυχαίο ότι κόντρα στις θέσεις όλων σχεδόν των επιστημονικών ενώσεων και των συλλογικοτήτων στο χώρο της εκπαίδευσης οι μόνοι που «πανηγύρισαν» για το συγκεκριμένο νόμο ήταν η Ένωση Φροντιστών (που ομολόγησε την εντυπωσιακή αύξηση εγγραφών μαθητών) και ορισμένοι ιδιοκτήτες ιδιωτικών σχολείων που σχεδίαζαν τη σταδιακή μετατροπή των σχολείων τους σε φροντιστήρια.
Η νέα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας βρίσκεται πλέον στη δύσκολη θέση να διαχειριστεί τις παθογένειες ενός στρεβλού, αντιεπιστημονικού, αντιπαιδαγωγικού και βαθιά ταξικού συστήματος εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Στο πλαίσιο αυτό οι πρόσφατες εξαγγελίες του Υπουργείου Παιδείας για τις αλλαγές στη διαδικασία πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και συγκεκριμένα:
α) η κατάργηση της προσμέτρησης της βαθμολογίας των τάξεων του Λυκείου,
β) η μείωση της ύλης,
γ) και η αύξηση του αριθμού των επιλογών των υποψήφιων για τμήματα μεταξύ διαφορετικών επιστημονικών πεδίων, προκειμένου να μην οδηγηθεί σημαντικός αριθμός τους (και με καλές επιδόσεις) εκτός τριτοβάθμιας εκπαίδευσης,
κρίνονται ως ιδιαίτερα θετικές, αφού συμβάλλουν στην απομείωση υπαρκτών εκπαιδευτικών, κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων.
Οι παρεμβάσεις αυτές αφαιρούν ένα μεγάλο βάρος από τις πλάτες των παιδιών και ανακουφίζουν οικονομικά τις οικογένειες τους, αφού περιορίζεται η ανάγκη για φροντιστηριακή υποστήριξη.
Ωστόσο, η ποιοτική αναβάθμιση των προγραμμάτων σπουδών και η διασφάλιση της ποιότητας των υπηρεσιών και της πιστοποίησης των χορηγούμενων τίτλων, θα πρέπει να αποτελέσει το βασικό αντικείμενο του κοινωνικού διαλόγου για την εκ βάθρων αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος.