Ο χαρακτήρας της αρχαιοελληνικής κοινωνίας ήταν σε μεγάλο βαθμό ανδροκρατικός και δουλοκρατικός. Στην αρχαία Αθήνα οι γυναίκες των πολιτών δεν είχαν περισσότερα πολιτικά και δικαστικά δικαιώματα από τους δούλους. Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο Flaceliere (1970, σ. 75), είχαν χάσει το σπουδαίο ρόλο που έπαιζαν στη μινωική Κρήτη και που εν μέρει είχαν διατηρήσει και στην ομηρική εποχή. Οι γυναίκες στην Αθήνα ήταν εξαρτημένες και υποταγμένες στους άνδρες, δεν μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα και να συναναστρέφονται νέους. Ήταν περιορισμένες στον γυναικωνίτη και μάλιστα έπρεπε να ζουν μακριά από τα βλέμματα των ανδρών, ακόμα και της ίδιας τους της οικογένειας. Η θέση της γυναίκας θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτυπώνεται σε μεγάλο βαθμό στον Επιτάφιο του Περικλή, όπου εκεί στον λόγο του ο Περικλής αναφέρει ότι δόξα για τη γυναίκα είναι να ακουστεί το όνομά της λιγότερο, είτε επαινετικά είτε εγκωμιαστικά, από τους άνδρες («τῆς τε γὰρ ὑπαρχούσης φύσεως μὴ χείροσι γενέσθαι ὑμῖν μεγάλη ἡ δόξα καὶ ἧς ἂν ἐπ’ ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ.» 2.45.2. 3-5)
Ο ανδροκρατικός και δουλοκρατικός αυτός χαρακτήρας της αρχαιοελληνικής κοινωνίας είχε ως αποτέλεσμα τα συμπόσια να λαμβάνουν χώρα πάντοτε στον ἀνδρῶνα, χώρος που προορίζονταν αποκλειστικά για άνδρες, ενώ οι γυναίκες του σπιτιού, όπως επισημαίνει και ο Σπυρόπουλος (2004, σ. 11-12), έμεναν στη γυναικωνίτιδα. Το συμπόσιο (σύν + πίνω= κοινή οινοποσία) σε σπίτια ιδιωτών είναι ένα από τα πιο γνωστά χαρακτηριστικά της ανδρικής κοινωνικής κουλτούρας της Ελλάδας την αρχαϊκή και κλασική περίοδο, σύμφωνα με τον Hunter (2004, σ. 10-11). Γυναίκες δεν έπαιρναν μέρος στα συμπόσια με εξαίρεση τις γυναίκες εκείνες που συνέβαλαν στη διασκέδαση των ανδρών και ήταν συνήθως διασκεδαστικές αυλιτρίδες, καλλιτέχνιδες ελαφρών κυρίως ηθών, που με τη μουσική και την όρχησή τους διασκέδαζαν τους συμπότες. Οι γυναίκες αυτές, επομένως, δεν είχαν ισότιμο ρόλο με τους άνδρες στα συμπόσια. Ειδικότερα τώρα στο Συμπόσιο του Πλάτωνα ανατρέπεται κατά κάποιο τρόπο αυτό το κατεστημένο που χαρακτήριζε τα συμπόσια στην αρχαία Ελλάδα και ειδικότερα στην Αθήνα. Οι συνδαιτημόνες, βέβαια, και εδώ είναι κατ᾽ αποκλειστικότητα άνδρες (Φαίδρος, Παυσανίας, Ερυξίμαχος, Αριστοφάνης, Αγάθωνας, Σωκράτης, Αλκιβιάδης), αλλά με ένα περίτεχνο τρόπο κάνει την εμφάνισή της και μια γυναίκα, η Διοτίμα. Αυτή δεν παρευρίσκεται για να «διασκεδάσει» τους συνδαιτημόνες αλλά για να προβάλλει τις απόψεις της μέσω ερωταποκρίσεων και να οδηγήσει στην κατανόηση των πραγματικών μυστηρίων του έρωτα. Η παρουσία της δεν είναι φυσική. Απλώς ο Σωκράτης μεταφέρει τη συνάντηση και τη συζήτηση που είχε μαζί της στους παρευρισκόμενους στο συμπόσιο.
Στον λόγο του Σωκράτη (201d-212c) από το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, ο Σωκράτης προσπαθεί να μετατρέψει τον λόγο του σε «διαλεκτική», δηλαδή γνήσια σκέψη βάζοντάς τον στα χείλη της Διοτίμας, όπως ήδη προαναφέραμε. Η συγκεκριμένη ήταν ιέρεια και μάντισσα από την Μαντίνεια και τη χρησιμοποιεί ο Σωκράτης για να περιγράψει τη διαδικασία των ερωταποκρίσεων με την οποία εκείνη τον οδηγήσε στην κατανόηση των πραγματικών μυστηρίων του έρωτα. Η παρουσία της Διοτίμας δεν φαίνεται, σύμφωνα με τον Taylor (2003, σ. 267), να αποτελεί επινόηση του Πλάτωνα. Άλλωστε, η χρησιμοποίηση και κατονομασία καθαρά φανταστικών προσώπων δεν αποτελούσε συνηθισμένη τακτική του φιλοσόφου. Επίσης, όπως τονίζει ο Taylor (2003, σ. 267), αν ο Πλάτωνας είχε επινοήσει τη Διοτίμα δεν θα έβαζε τον Σωκράτη να δηλώνει κατηγορηματικά ότι η Διοτίμα καθυστέρησε μια δεκαετία την επιδημία των αρχών του Αρχιδάμειου πολέμου «προσφέροντας θυσίες» στην Αθήνα («πρὸ τοῦ λοιμοῦ δέκα ἔτη ἀναβολὴν ἐποίησε τῆς νόσου» 202 d). Η παρουσία της Διοτίμας στην Αθήνα γύρω στο 440 π.Χ. έχει στόχο όχι μόνο να εξηγήσει τη γνωριμία της με τον Σωκράτη αλλά και να τονίσει ότι η μυστικιστική διδασκαλία που πρόκειται τώρα να εκτεθεί, για τη στοχαστική άνοδο της ψυχής, απασχολούσε τη σκέψη του φιλοσόφου από το τριακοστό έτος της ηλικίας του. Όπως αναφέρει ξανά ο Taylor (2003, σ. 267), στον «Μένωνα» μαθαίνουμε ότι ο Σωκράτης έβρισκε πράγματι ενδείξεις για τη σωστή πορεία της σκέψης του στις παραδόσεις «ιερέων και ιερειών» που μπήκαν στον κόπο να κατανοήσουν τα καθήκοντα που ασκούν. Τέλος, ο λόγος της Διοτίμας, όπως επισημαίνει χαρακτηριστικά ο Taylor (2003, σ. 268), μπορεί να θεωρηθεί λόγος του Σωκράτη. Χρησιμοποιεί θρησκευτική φρασεολογία για να εξιστορήσει το προσκύνημα μιας ψυχής που οδεύει προς τη λύτρωση, από την πρώτη στιγμή που αισθάνεται την ανάγκη της μέχρι την τελική της ολοκλήρωση. Άλλωστε η Διοτίμα, ως γυναίκα μάγισσα που είναι, δίνει στα λεγόμενα κάποιο μυστηριακό και προφητικό τόνο προκαλώντας έτσι, αναμφίβολα, το ενδιαφέρον του κοινού.
Μάλιστα η Διοτίμα, σύμφωνα με τον Συκουτρή (2012, σ. 158), αποτελεί την ενσάρκωση του ακαθόριστου υπερλογικού στοιχείου που εντοπίζουμε περισσότερο στη ζωή παρά στη σκέψη του «δαιμόνιου» Σωκράτη. Συχνά χρησιμοποιούσε αυτό το διαμόνιο, μια θεότητα που κατοικούσε μέσα του και τον συμβούλευε, για να κρύψει το βαθύτερο μυστικό της ψυχής και της ζωής του. Το δαιμόνιο αυτό ήταν και ένας από τους λόγους που τον οδήγησαν τελικά στην θανατική καταδίκη. Ουσιαστικά ο διάλογος του με τη Διοτίμα δεν είναι τίποτα άλλο από ένα διάλογο με τον ίδιο του τον εαυτό, σύμφωνα με τον Συκουτρή (2012, σ. 159).
Θα πρέπει να τoνιστεί ότι στα έργα του ο Πλάτωνας χρησιμοποιούσε κατά βάση τη διαλεκτική μέθοδο. Ήταν η μόνη μέθοδος, όπως πίστευε ο φιλόσοφος, που μπορούσε να οδηγήσει στην επιστημονική απόδειξη και στην βαθύτερη αλήθεια των πραγμάτων. Βέβαια, όπως επισημαίνει ο Συκουτρής (2012, σ. 154-155), σε κάποιες περιπτώσεις είναι απαραίτητος ο μονόλογος. Συγκεκριμένα, όταν διερευνώνται σημαντικά προβλήματα που δεν άπτονται της επιστήμης αλλά απαιτείται η πίστις, τότε επιβάλλεται να γίνει χρήση μονολόγου. Παράλληλα, ο Πλάτωνας δεν πίστευε ότι τα όρια της αλήθειας συμπίπτουν με τα όρια της λογικής απόδειξης. Θεωρούσε, ωστόσο, ότι οι μεγάλες αλήθειες δεν προκύπτουν πάντα μέσω της απόδειξης και της αιτιολόγησης που εξασφαλίζει η επιστημονική έρευνα, αλλά μέσω της διείσδυσης στο εσωτερικό του ψυχικού κόσμου, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Συκουτρής (2012, σ. 155). Σε τέτοιες, επομένως, περιστάσεις ο καταλληλότερος τρόπος έκφρασης είναι ο ιερατικός και χρησμολογικός λόγος της Διοτίμας. Ο λόγος της, σύμφωνα με τον Συκουτρή (2012, σ. 154-155), με τις εικόνες των αναβαθμών, του φωτός, της προοδευτικής μύησης, ο δογματικός και ενθουσιαστικός λόγος της Διοτίμας που απευθύνεται στη φαντασία, την πίστη και την ηθική και όχι στη λογική προέρχεται από τα μυστήρια, χώρος οικείος της Διοτίμας.
Αξίζει, ακόμα, να επισημάνουμε ότι τις απόψεις του Σωκράτη για τον έρωτα που ουσιαστικά αντικατοπτρίζουν τη θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνα, δεν θα μπορούσε να τις διατυπώσει ο ίδιος ο Σωκράτης. Μια τέτοια παρουσία του Σωκράτη θα ήταν αδιανόητη και θα ερχόταν σε σύγκρουση με την μέχρι τώρα στάση ζωής του. Όπως γνωρίζουμε ο Σωκράτης προσποιούνταν άγνοια και δεν προέβαινε στη διακήρυξη μιας αλήθειας που δεν ήταν προϊόν κοινής αναζήτησης. Επιπλέον, ο Σωκράτης, όπως άλλωστε και ο Πλάτωνας, θεωρούσε τη διαλεκτική ως τη μοναδική φιλοσοφική μέθοδο ικανή να οδηγήσει στην αλήθεια. Παράλληλα, απέφευγε να χρησιμοπεί μακροσκελείς λόγους και όποτε το έκανε τους απέδιδε σε άλλα πρόσωπα (π.χ. την Ασπασία), όπως επισημαίνει και ο Συκουτρής (2012, σ. 156).
Ο λόγος της Διοτίμας είναι, αναμφίβολα, ο πιο σημαντικός στο Συμπόσιο του Πλάτωνα. Μέχρι τώρα όλοι οι ομιλητές ήταν άνδρες, πράγμα που εκ πρώτης όψεως είναι λογικό, γιατί οι συμμετέχοντες των συμποσίων ήταν άνδρες. Ο Πλάτωνας, λοιπόν, χρησιμοποιώντας μια γυναίκα πετυχαίνει αυτόματα μια μεγάλη ανατροπή για τα δεδομένα της εποχής. Με την παρουσία και τον λόγο της, που είναι ο πιο σημαντικός και εύστοχος απ᾽ όσους προηγήθηκαν και οι οποίοι εκφωνήθηκαν από τους άνδρες συνδαιτυμόνες του συμποσίου, ο φιλόσοφος καταφέρνει να τον κάνει να ξεχωρίσει, έστω και αν αυτός μεταφέρεται από το στόμα του Σωκράτη. Ο λόγος, μάλιστα, αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα και κύρος από τη στιγμή που ο τόνος της Διοτίμας είναι προφητικός, καθώς ήταν μάντισσα. Επιπλέον, δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι η θεά της αγάπης και του έρωτα, η Αφροδίτη, στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ήταν γυναίκα, άρα τον ρόλο σε μια τέτοια συζήτηση, όπου το θέμα είναι ο έρωτας, οφείλει να τον υποδυθεί ένα γυναικείο πρόσωπο, αυτό της Διοτίμας.
Χρειάζεται, ακόμα, ν᾽ αναφέρουμε ότι μόνο η γυναίκα, όπως παρατηρεί και ο Συκουτρής (2012, σ. 157), η οποία είναι ξένη προς την αισθησιακή πλευρά του παιδικού έρωτα, θα μπορούσε με μεγαλύτερη ευκολία να μιλήσει για τις ιδανικές του μορφές. Το βασικό, όμως, είναι ότι μόνο μια γυναίκα θα μπορούσε να μιλήσει για ένα φαινόμενο το οποίο ουσιαστικά είναι «κυοφορία». Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο Hunter (2004, σ. 97), στον Θεαίτητο του Πλάτωνα βρίσκουμε ένα μοντέλο κυοφορίας. Εκεί, ο ίδιος ο Σωκράτης παρομοιάζει τον εαυτό του με μαία («Τῇ δέ γ’ ἐμῇ τέχνῃ τῆς μαιεύσεως τὰ μὲν ἄλλα ὑπάρχει ὅσα ἐκείναις» 150.b.5). Επιπροσθέτως, μόνο μια γυναίκα θα μπορούσε να εκφράσει απόψεις οι οποίες δεν θα θεωρούνταν δημιούργημα της λογικής της αλλά θα τους απέδιδαν θεία προέλευση, καθώς στην ανδροκρατική κοινωνία της εποχής η γυναίκα θεωρούνταν χαμηλού πνευματικού επιπέδου. Η γυναίκα, άλλωστε, όπως επισημαίνει στον Φίληβο 16c («κρείττονες ἡμῶν καὶ ἐγγυτέρω θεῶν οἰκοῦντες») ο Πλάτωνας, βρίσκεται πιο κοντά στη φύση, άρα έχει αναπτυγμένες περισσότερο τις προλογικές δυνάμεις της ψυχής, τη διαίσθηση, την προαίσθηση, την ευαισθησία και τη συναισθηματική διάγνωση καταστάσεων και σχέσεων. Οι δυνάμεις αυτές για την πρωτόγονη ανθρώπινη κρίση αποδίδονταν σε θεϊκή προέλευση. Επομένως, έτσι εξηγείται, όπως αναφέρει ο Συκουτρής (2012, σ. 157-158), ότι στη γυναίκα απέδιδαν τη θεία έμπνευση και ότι στο σώμα της κατοικούσαν υπερφυσικές δυνάμεις. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι στις Μούσες, γυναικείες θεότητες, αποδίδονταν η επική ποιητική δημιουργία. Από από το γυναικείο φύλο επιλέγονταν τα όργανα της θεόπνευστης μαντικής. Γι᾽αυτό ο Πλάτωνας στο Συμπόσιο του χρησιμοποιεί τη Διοτίμα, γιατί είναι γυναίκα. Μάλιστα όπως ομολογεί ο Σωκράτης τη θαυμάζει για τη σοφία της («ἐθαύμαζον ἐπὶ σοφίᾳ καῖ ἐφοίτων παρὰ σὲ αὐτὰ ταῦτα μαθησόμενος» 206 b). Ο θαυμασμός αυτός του Σωκράτη δεν πρέπει να είναι άσχετος και με τη γενικότερη πεποίθησή του ότι ανάμεσα στην αρετή ενός άνδρα και την αρετή μιας γυναίκας δεν υπάρχει διαφορά, όπως επισημαίνει και η Loraux (2006, σ. 138).
Μπορεί, εξάλλου, στο Συμπόσιο του Πλάτωνα να διερευνάται το φαινόμενο ἔρως και η λειτουργία του στην ανθρώπινη ζωή («περὶ τῶν ἐρωτικῶν λόγων» 172b), ωστόσο ο σκοπός της συγγραφής του διαλόγου δεν ήταν μόνο αυτός. Πρόθεση του Πλάτωνα ήταν και η παράλληλη φιλοτέχνηση του πορτρέτου του Σωκράτη και της υπεροχής των απόψεών του έναντι των άλλων συνομιλητών του, τακτική που ακολουθεί ο Πλάτωνας και σε άλλα πρώιμα έργα του (π.χ. η συζήτηση περί δικαιοσύνης στην Πολιτεία). Όπως επισημαίνει ο Σπυρόπουλος (2004, σ. 35) ήταν πολύ δύσκολο να πείσει τον αναγνώστη για την αντικειμενικότητα και την αλήθεια των λεγομένων του, αν απροκάλυπτα προέβαινε σε ένα σωκρατικό έπαινο. Έτσι, έπρεπε να βρει το κατάλληλο πρόσχημα, το κατάλληλο θέμα μέσω του οποίου θα πετύχαινε αυτό το εγκώμιο του Σωκράτη με έμμεσο τρόπο («οὐ γὰρ ἄν ποτε οὕτω κομψῶς κύκλῳ περιβαλλόμενος ἀφανίσαι ἐνεχείρεις οὗ ἕνεκα ταῦτα πάντα εἴρηκας» 222.c.5). Το θέμα αυτό που χρησιμοποιεί ο Πλάτωνας είναι ο έρωτας. Άλλωστε, υπάρχουν ομοιότητες ανάμεσα στον δαίμονα Έρωτα και τον δαιμόνιο Σωκράτη. Συγκεκριμένα, υπάρχει ταύτιση ανάμεσα στον επίμονο κυνηγό της ομορφιάς και της γνώσης του θείο δαίμονα με τον κυνηγό της ομορφιάς και της γνώσης (κατεξοχήν φιλόσοφο) Σωκράτη, όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Σπυρόπουλος (2004, σ. 35). Η επιλογή της Διοτίμας μέσω της οποίας ο Σωκράτης διατυπώνει την περὶ ἔρωτος θεωρία του γίνεται ίσως γιατί μόνο μια γυναίκα μπορεί να προσδώσει στο φιλόσοφο τη θηλυκότητα που τόσο πολύ χρειάζεται για να στοχαστεί, όπως αναφέρει η Loraux (2006, σ. 141). Η Διοτίμα αποτελεί κατά κάποιον τρόπο ένα είδος «θηλυκού Σωκράτη», όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί η Loraux (2006, σ. 141). Παράλληλα, δίνεται η δυνατότητα μέσω αυτής στον Πλάτωνα να εκθειάσει τον Σωκράτη, καθώς οι απόψεις περὶ ἔρωτος της Διοτίμας είναι τελικά αυτές που ξεχωρίζουν και υπερτερούν έναντι όσων διατυπώθηκαν μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Διαπιστώνουμε, τελικά, ότι η παρουσία της Διοτίμας στο Συμπόσιο και η επιλογή του Πλάτωνα να «αναθέσει» σε μια γυναίκα το δύσκολο αλλά και σημαντικό ρόλο να εκθέσει την περίφημη «θεωρία των Ιδεών» του, δεν αποσκοπεί στο να αποκαταστήσει τη θέση της γυναίκας στην ανδροκρατική κοινωνία της εποχής, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο Συκουτρής (2012, σ. 156-157). Η παρουσία της είναι σκόπιμη και απαραίτητη, γιατί εξυπηρετεί καλύτερα τις ανάγκες της συζήτησης και είναι η πλέον κατάλληλη για να υποδυθεί τον συγκεκριμένο ρόλο. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία άλλωστε, σύμφωνα και με τον Συκουτρή (2012, σ. 154), ότι οι απόψεις που διατυπώνει η Διοτίμα, αποτελούν διδάγματα του πραγματικού Σωκράτη.
_____
Βιβλιογραφία
Flaceliere, R. 1970. Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Ελλήνων, Αθήνα
Hunter, R. 2004. Το Συμπόσιον του Πλάτωνα, Θεσσαλονίκη
Loraux, Ν. (επιμ.). 2006. Αρχαία Ελλάδα γένους θηλυκού, Αθήνα
Taylor, A. 2003. Πλάτων-Ο άνθρωπος και το έργο του, Αθήνα
Σπυρόπουλος, Η. 2004. Συμπόσιον Πλάτωνος, Θεσσαλονίκη
Συκουτρής, Ι. 2012. Συμπόσιον Πλάτωνος, Αθήνα