Τη νύχτα που γεννήθηκε ο Αλφέζ, ο πατέρας του θυσίασε ένα αρνί. Με το αίμα του έλουσαν το κεφάλι του μωρού για να γίνει θαρραλέος άντρας όταν μεγαλώσει. Έδεσαν τον αφαλό του με τρίχες από την ουρά μιας καμήλας. Αυτή η καμήλα θα ήταν από δω και πέρα ιδιοκτησία του Αλφέζ. Ο πατέρας του για να μην μολυνθεί από το μίασμα που κουβαλούσε η μάνα του, πήγαινε και κοιμόταν σαράντα μέρες σε σπίτια φίλων.
Μεγάλωνε ο Αλφέζ στη Σομαλία με την καμήλα του, με τα πνεύματα τα καλά και τα κακά που όριζαν την κάθε κίνησή του. Μάθαινε τη γλώσσα της φυλής του, αραβικά και αγγλικά. Μεγάλωνε κι έβλεπε τους τρανούς να τσακώνονται για τη μοιρασιά της άγονης γης, του λιγοστού νερού, της φτώχειας. Αγρίευαν τα πράγματα από μέρα σε μέρα. Πολλοί πέθαιναν απ’ την πείνα. Όταν έγινε δεκαοχτώ χρονών ο Αλφέζ, ήρθαν μια νύχτα στο σπίτι οι πιο κακοί, κι έσφαξαν τον πατέρα, τη μάνα, και τις δυο αδερφές του. Βίασαν τον Αλφέζ, τον άφησαν αναίσθητο κι έφυγαν.
Μάζεψε τα κουρέλια του ο Αλφέζ και μαζί με άλλους Σομαλούς έφτασε στην Ελλάδα με προορισμό τη Γερμανία, την Ολλανδία, τη Σουηδία… Νοίκιασαν στην Αθήνα, μια αποθήκη σε υπόγειο. Δώδεκα φυγάδες σε δέκα τετραγωνικά. Την άλλη μέρα, τους είπαν οι παλιότεροι δικοί τους που ήξεραν ελληνικά, ότι τα μαύρα γράμματα που έβλεπαν στο ντουβάρι, τους προειδοποιούσαν: Αραπάδες να φύγετε. Θα σας κάψουμε ζωντανούς.
Την τρίτη μέρα, στην οδό Ζήνωνος, καμιά σαρανταριά νομάτοι τούς επιτέθηκαν με βρισιές, κλωτσιές, ρόπαλα και σιδερογροθιές. Εκεί τον βρήκε αιμόφυρτο η Μάιρα και τον συμμάζεψε. Τρεις μέρες τον κράτησε στο σπίτι ώσπου να γειάνουν οι πληγές. Από τότε τον έβαλε στον κύκλο της και τον καλεί σε εκδρομές, ταξίδια, συναυλίες, γάμους και χαρές.
«Μάμα, μάμα», λέει ο Αλφέζ την εξηντάρα Μάιρα και λιώνει. Βρήκε τη μάνα που δεν είχε. Η Μάιρα είναι ψηλή γυναίκα, δυναμική και κουλτουριάρα. Με ένα τσιγάρο πάντοτε στα χείλη, παρότι ακολουθεί θεραπείες κατά του καπνίσματος. Φοράει χίπικα μπιχλιμπίδια και θέλει να φαίνεται πιο νέα απ’ ό,τι είναι. Κάνει γιόγκα και τρέχει σε αγώνες μεγάλων αποστάσεων. Δείχνει να μην έχει ανάγκη από τίποτα. Τα καλοκαίρια βαράει χταπόδια με το ψαροντούφεκο στη Σύρο από όπου και κατάγεται. Είναι χωρισμένη κι έχει μια κόρη που βοηθάει τη Μάιρα στην περίθαλψη των ξένων μελαμψών, ιδίως των μαύρων Αφρικανών και των κατατρεγμένων.
(Όταν η κόρη ήταν τριών χρόνων ήρθε ο πατέρας της από τη Σουηδία — όπου παντρεύτηκε μια πατριώτισσά του — να δει το παιδί του.
— Μόργκενσεν, του είπε η Μάιρα, εγώ θέλω ακόμα ένα παιδί. Θέλεις να το κάνουμε μαζί για να έχει και η κόρη μας κανονικό αδερφάκι; Ή να το κάνω με κανέναν άλλο;
Λογικό το βρήκε ο Σουηδός και γέννησαν ένα αγόρι).
Σε γάμο, που πήγε η Μάιρα με την παρέα της και τον θετό της γιο στην Αίγινα, ζήτησαν απ’ τον Αλφέζ, που δεν ξέρει γρι ελληνικά, να πει κι αυτός ένα τραγούδι στη γλώσσα της πατρίδας του. «Μάμα», είπε, και κοίταξε τη Μάιρα στα μάτια. «Πες το», κατένευσε αυτή. Πήρε το μικρόφωνο και τραγούδησε:
Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
στα τρελά τους όνειρα δοσμένοι
πάντα γελαστοί και γελασμένοι…
σε καθαρά ελληνικά με όλο τον αραβικό νταλγκά στο χρώμα της φωνής του.
11/7/2014
Γιώργος Ν. Σιώμος