Του Νίκου Τσούλια
Όταν στη δεκαετία του 1990 κάναμε συζητήσεις στην ΟΛΜΕ γύρω από το ζήτημα της μεγάλης ηλικίας για μερικές περιπτώσεις των εκπαιδευτικών και είχαμε πείσει την πολιτεία για την αντιμετώπιση του προβλήματος και είχε γίνει απόλυτα σωστή νομοθετική ρύθμιση, ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα ερχόταν στιγμή που θα έχουμε γενίκευση των μεγάλων ηλικιών στην εκπαίδευση.
Γιατί το ελληνικό κράτος ποτέ δεν γνώριζε την αξία της «μεσότητας», ποτέ δεν λειτούργησε με την έννοια του «μέτρου». Κινείται από τη μια άκρη των πραγμάτων στην άλλη, χωρίς να ισορροπεί σε μια κεντρική δηλαδή ορθολογική «περιοχή». Από τις συντεχνιακές και άκρως παρακμιακές προκλήσεις των πρόωρων συντάξεων και των εθελουσίων εξόδων εκατοντάδων χιλιάδων δημόσιων υπαλλήλων και κυρίως των υπαλλήλων των Δ.Ε.Κ.Ο. με τις παχυλές αποζημιώσεις, φτάσαμε στην κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος και στη συνέχεια στην επιβολή ενός μέτρου που φέρνει του εργαζόμενους σε κατάσταση απελπισίας. Μπορεί να θεωρηθούμε ως σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα ή ως στοιχειώδης ευνομούμενη πολιτεία όταν το κράτος για την ίδια ιστορική περίοδο συνταξιοδοτεί κάποιες κατηγορίες εργαζομένων του δημοσίου σε ηλικία 50 ετών ή και 45 ετών και άλλες κατηγορίες σε ηλικία 67 και 70 ετών;
Το φοβερό είναι ότι και η σημερινή κυβέρνηση δεν αισθάνεται καμιά ευθύνη για την πλήρη ανατροπή των εργασιακών σχέσεων όλων των εργαζομένων και φυσικά και των εκπαιδευτικών. Ισχυρίζεται ότι «αντιστάθηκε», ότι «πάλεψε» και άλλα τέτοια βαρύγδουπα ευφυολογήματα. Αντίθετα, δεν έκανε απολύτως τίποτα. Επί πέντε μήνες θεωρητικολογούσε στις Συνόδους των ευρωπαϊκών θεσμών καθησυχάζοντας το λαό ότι «σε μια – δύο ημέρες κλείνουμε συμφωνία» μέχρι που τελείωσε το Πρόγραμμα και γευθήκαμε πλήρως την απραξία και την ανευθυνότητα της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση του θεωρητικού τίτλου «πρώτη φορά αριστερά» θα μείνει στην ιστορία των κοινωνικών κινημάτων αλλά και στην ιστορία της χώρας ως υπεύθυνη για την τελική και πλήρη κατεδάφιση των εργασιακών σχέσεων των εργαζόμενων.
Αλλά τι σημαίνει να έχουμε εκπαιδευτικούς σε ηλικία 67 ετών; Μπορεί ένας εκπαιδευτικός σε αυτή την ηλικία να διαπαιδαγωγήσει παιδιά και εφήβους από τις μικρές ηλικίες μέχρι τις ηλικίες των 18 ετών; Μπορεί να κατανοήσει τα «σημεία» των δικών τους καιρών, να ενστερνιστεί την κουλτούρα της αμφισβήτησής τους ή έστω απλά και μόνο να εξηγήσει τα «στοιχεία» αναφοράς τους, τον κόσμο των φιλοδοξιών τους και των ονείρων τους; Μπορεί να ανταποκριθεί στα προβλήματά τους και στους προβληματισμούς τους ή να συνεργήσει στον προσανατολισμό, επαγγελματικό και κοινωνικό, επιστημονικό και συναισθηματικό, της ζωής τους;
Αλλά για να πάμε και στα πιο πεζά σημεία της σχολικής πραγματικότητας, πώς μπορεί να «σταθεί» μέσα στη σχολική αίθουσα ο ηλικιωμένος εκπαιδευτικός αφού δεν θα έχει καθόλου περίσσευμα υπομονής ή (και) συμπάθειας εκ μέρους των εκπαιδευόμενων και θα επιχειρεί να αντικαταστήσει την ελλειμματική παιδαγωγική του κουλτούρα με την επιβολή και την εφαρμογή σιδηράς πειθαρχίας; Θα συμβεί δε και τούτο. Θα υπάρχουν σχολεία κυρίως στα αστικά κέντρα – όπου παραδοσιακά συναθροίζονται εκπαιδευτικοί μεγάλης ηλικίας – στα οποία μπορούν να μην υπάρχουν και καθόλου νέοι εκπαιδευτικοί!
Ποιος μπορεί να φανταστεί ένα τέτοιο σχολείο; Από τη μια πλευρά παιδιά των ηλικιών 12 έως 18 (για τα γυμνάσια και για τα λύκεια) και από την άλλη πλευρά εκπαιδευτικοί των ηλικιών πάνω από 60 χρονών. Θα πρόκειται για δύο απομακρυσμένες γενιές και εποχές, για δύο διαφορετικούς κόσμους που δεν θα μπορούν να συναφθούν! Ή μήπως θα μπορούν να «συναντηθούν» στη σχολική αίθουσα επειδή θα ανοίγουν τα ίδια βιβλία και θα ασχολούνται με την ίδια ύλη στις εξετάσεις; Γνωρίζουν οι πολιτικοί ιθύνοντες πόσο χαίρονται τα παιδιά όταν υπάρχουν νέοι και νέες εκπαιδευτικοί στο σχολείο τους και πόσο διαφορετικά τους πλησιάζουν για να αναπτύξουν μια ουσιαστική σχέση και για να εμβαθύνουν την παιδαγωγική λειτουργία;
Το σχολείο θα υποστεί – κατά τη γνώμη μου – βαθύ μετασχηματισμό όσον αφορά τα ουσιαστικά παιδαγωγικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά του. Αλλά και πέραν του παιδαγωγικού στερεώματος, θα μπορούν εκπαιδευτικοί μεγάλης ηλικίας να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των μαθημάτων των Κατευθύνσεων για τις εισαγωγικές εξετάσεις στη τριτοβάθμια εκπαίδευση; Ακόμα και στα λεγόμενα δευτερεύοντα στοιχεία του σχολείου θα υπάρχει έντονο πρόβλημα. Ποιοι και ποιες εκπαιδευτικοί θα αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για τη μουσική ή για την καλλιτεχνική παιδεία και για την τέχνη γενικότερα; Ποιοι και ποιες θα μπορούν να φέρουν εις πέρας μια τετραήμερη σχολική εκδρομή;
Εκτιμώ ότι από μια τέτοια γκρίζα εξέλιξη, εκείνοι που θα βιώνουν περισσότερο το παιδαγωγικό έλλειμμα θα είναι οι μαθητές / μαθήτριες και οι γονείς τους. Γιατί το σχολείο έχει καταστατική πράξη τη μόρφωση της νεολαίας, την προετοιμασία της κοινωνίας για τους αυριανούς καιρούς. Σε κάθε περίπτωση, η αντιεκπαιδευτική πολιτική της κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ. θα πρέπει να αντικρουστεί και από το εκπαιδευτικό κίνημα και από τις κοινωνικές δυνάμεις γιατί πλήττει ευθέως την ορθολογική λειτουργία των σχολείων και υπονομεύει τη μορφωτική προσπάθεια των νέων.