cf80ceb1ceb9ceb4-cebaceb1cebacebfcf80cebfceafceb7cf83ceb7Οι «καλοί» άνθρωποι και η αποπλάνηση ανηλίκων είναι ένα θέμα εξαιρετικά σοβαρό  στο οποίο έχουμε χρέος ως υπεύθυνοι ενήλικες να σταθούμε και με αφορμή τη σημερινή ημέρα. 19 Νοεμβρίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα ενάντια στην Κακοποίηση των Παιδιών. Υπενθυμίζουμε ότι ο Συμβουλευτικός Σταθμός Νέων Ηρακλείου,  έχει υλοποιήσει δύο κύκλους σεμιναρίων (Α΄κύκλος και Β΄κύκλος) για την «Κακοποίηση του Παιδιού και το ρόλο του Εκπαιδευτικού» σε συνεργασία με το Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, επιμορφώσεις που έγιναν για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Επίσης, την τρέχουσα περίοδο, πραγματοποιείται μια ακόμα καινοτόμα επιμόρφωση διευθυντών σχολικών μονάδων με θέμα «Η Κακοποίηση του Παιδιού και ο ρόλος του/της Διευθυντή/τριας».

Την επόμενη φορά λοιπόν που θα δείτε στις ειδήσεις μια ιστορία για ένα άτομο που συνελήφθη για σεξουαλική κακοποίηση παιδιού ή για κατηγορίες που αφορούν παιδική πορνογραφία, ακούστε προσεκτικά τι λένε οι γείτονες και οι συνάδελφοί του, όταν τους ρωτούν οι εφημερίδες ή τα κανάλια. Πολύ συχνά θα ακούσετε φράσεις όπως:«Είμαστε σοκαρισμένοι. Ήταν τόσο καλό άτομο». «Τον/την συμπαθούσαν όλα τα παιδιά», «Μας είναι δύσκολο να το πιστέψουμε. Δεν έχει δώσει ποτέ αφορμή για το παραμικρό» .

Πρέπει να ξεφορτωθούμε την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι που κακοποιούν σεξουαλικά παιδιά δείχνουν ή ενεργούν διαφορετικά από τον οποιονδήποτε. Τα άτομα αυτά μπορεί να είναι πολύ ικανά κοινωνικά, έως και γοητευτικά και στις περισσότερες περιπτώσεις θεωρούνται από τον περίγυρο πιστοί φίλοι, καλοί εργαζόμενοι και υπεύθυνα μέλη της κοινωνίας. Είναι όμως σημαντικό να θυμόμαστε ότι το πώς εμφανίζεται κάποιος δημοσίως, δεν αντανακλά πάντα την ιδιωτική του συμπεριφορά.

Είναι διεθνώς αναγνωρισμένο ότι σε πολλές περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης ή κακοποίησης παιδιών οι δράστες χρησιμοποιούν μια διακριτική και βαθμιαία διαδικασία που ονομάζεται «grooming» (κυριολεκτικά μεταφράζεται σαν: «περιποίηση», «προετοιμασία» και αποδίδεται στα ελληνικά σαν «αποπλάνηση»), με σκοπό να χαλαρώσουν και να καθησυχάσουν τα παιδιά και τις οικογένειες τους, ώστε σιγά σιγά να χειραγωγηθούν προς την κακοποίηση και να ξεπεράσουν τις αντιστάσεις τους. Επιφανειακά οι συμπεριφορές αποπλάνησης μπορεί να δείχνουν αθώες, ακόμη και να δώσουν την αίσθηση ότι το άτομο που τις κάνει είναι ιδιαίτερα καλό και ικανό με τα παιδιά. Με το να γίνονται φιλικοί και αρεστοί, οι άνθρωποι αυτοί μπαίνουν ύπουλα στη ζωή των παιδιών, συχνά μέσα από τις οικογένειες, τα σχολεία, τους χώρους θρησκευτικής λατρείας, τα σπορ και τα χόμπυ των παιδιών.

Η διαδικασία της αποπλάνησης: 

Οι άνθρωποι που κακοποιούν σεξουαλικά παιδιά είναι «ειδικοί» στο να κερδίζουν την εμπιστοσύνη των παιδιών, αλλά και των γονιών τους. Αναζητούν καταστάσεις όπου μπορούν να έχουν εύκολη πρόσβαση στα παιδιά, επιλέγοντας ακόμη και δουλειές που θα τους παρέχουν κάλυψη (όπως σε σχολεία, σε ομάδες νέων, σε αθλητικές ομάδες αλλά και σε μέρη όπου παιδιά ζουν, κινούνται, παίζουν και μαθαίνουν). Η αποπλάνηση τυπικά παίρνει εβδομάδες, μήνες ή και χρόνια και περιλαμβάνει πολλές φάσεις. Τα μικρότερα παιδιά ή τα παιδιά με νοητικές δυσκολίες διατρέχουν ιδιαίτερο κίνδυνο, αφού δεν έχουν τις λεκτικές ικανότητες ή τη γνώση για να καταλάβουν ή να πουν στους άλλους τι συμβαίνει. Επίσης, παιδιά που βασίζονται στον κακοποιητή για φροντίδα, αγάπη και άλλα πράγματα, κινδυνεύουν επίσης από τις απαιτήσεις του δράστη. Το ίδιο ισχύει και για τα παιδιά που έχουν μειωμένη επίβλεψη από τους γονείς τους.

Οι παράγοντες: θέση (π.χ. προπονητής, ιερέας, γονιός), προσωπική γοητεία (καλές λεκτικές ικανότητες, καλές ικανότητες ακρόασης, θερμό συναίσθημα, εκδήλωση ενδιαφέροντος, ο «καλός άνθρωπος», ο «ωραίος τύπος»), εξουσία (φιγούρα εξουσίας, γονιός, όργανο της τάξης, πολιτικός, φιλάνθρωπο άτομο) και διασημότητα (διάσημο άτομο), έχει φανεί ότι παίζουν ιδιαίτερο ρόλο στη διαδικασία της αποπλάνησης.

Η ένταση και η διάρκεια των φάσεων της αποπλάνησης διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση, αλλά τα βήματα αυτά παρατηρούνται σχεδόν σε κάθε περίπτωση σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού και περιλαμβάνουν:

  • Το δεσμό που ο δράστης επιδιώκει και εγκαθιστά με το παιδί-στόχo,
  • Την εξάρτηση-εμπιστοσύνη που κάνει το θύμα να βασίζεται στο δράστη.
  • Την εξασθένηση της αντίστασης του παιδιού στις ακατάλληλες συμπεριφορές του δράστη (απευαισθητοποίηση)
  • Την παγίδευση του παιδιού, ώστε να παραμείνει στο ρόλο του θύματος όσο περισσότερο είναι δυνατό (συντήρηση).
  • Τη προστασία και την αφοσίωση που απαιτεί ο δράστης από το παιδί. Αυτό συχνά διευκολύνεται από το γεγονός ότι πρόκειται για κάποιον που το παιδί αγαπά, αν και δεν του αρέσει η συγκεκριμένη συμπεριφορά. Θέλει να σταματήσει η κακοποίηση, αλλά δε θέλει απαραίτητα το δράστη έξω από τη ζωή του. Αυτό μπορεί να προκαλέσει βαθιά σύγχυση και μεγάλη ψυχολογική φθορά στο παιδί.

***Η εγγύτητα (η εύκολη πρόσβαση εξαιτίας κάποιου είδους σχέσης) αλλά και η ευαλωτότητα είναι τα δύο βασικά κριτήρια με τα οποία οι δράστες επιλέγουν τα παιδιά που θα αποπλανήσουν. Οι άνθρωποι που αποπλανούν μπορούν να διακρίνουν πόσο ευάλωτο είναι ένα παιδί με την ακρίβεια που ένα σκυλί μυρίζει το φόβο. Έχουν μια «έκτη αίσθηση»  για τον αποχωρισμό ή την απομόνωση του παιδιού από ουσιαστικές σχέσεις με άλλους ενηλίκους.

Δράστες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών έχουν πει ότι επέλεξαν τα θύματά τους παρατηρώντας  πώς αλληλεπιδρούν με τους γονείς τους. Συνήθως αναζητούν παιδιά που οι γονείς τους τα αγνοούν, τα παραμελούν, δεν τα επιβλέπουν ή δεν τα υποστηρίζουν συναισθηματικά.

Η «αποπλάνηση» του περιβάλλοντος.

Συχνά, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της αποπλάνησης,  εκείνοι που κακοποιούν σεξουαλικά παιδιά αφιερώνουν πολύ κόπο και προσπάθεια, ώστε να εμφανιστούν αξιόπιστοι και ευγενείς, όχι μόνο προς τα παιδιά που έχουν βάλει στόχο και τελικά θυματοποιούν, αλλά επίσης και προς του γονείς και τους άλλους ενηλίκους γύρω τους. Μερικές φορές προσπαθούν εντατικά να εγκαταστήσουν πρώτα σχέσεις με τους ενήλικες, ώστε τελικά να μπορούν να βρίσκονται εύκολα κοντά στα παιδιά.

Η «αποπλάνηση» μιας οικογένειας επιτρέπει στον κακοποιητή να οικοδομήσει βαθμιαία εμπιστοσύνη και να αποκτήσει πρόσβαση στο στόχο του, ενώ συγχρόνως εμφανίζεται υπεράνω υποψίας.  Ωστόσο, συχνά η πρόσβαση από μόνη της δε φτάνει. Οι δράστες χειρίζονται τα πράγματα, ώστε να υπάρξει ενδιαφέρον ή επιθυμία από το περιβάλλον του παιδιού να περνά χρόνο μαζί τους. Μπορεί, για παράδειγμα, ένας προπονητής ή ένας δάσκαλος να καλλιεργήσει τη φήμη ότι είναι εξαιρετικά αποτελεσματικός και ότι τα παιδιά που προπονεί ή διδάσκει πετυχαίνουν υψηλές επιδόσεις.

Η μείωση της πιθανότητας να τους αναφέρει κάποιος ή να τους αποκαλύψει το θύμα είναι κεντρικός σκοπός στη διαδικασία της αποπλάνησης. Εξασφαλίζοντας λογικές εξηγήσεις για τις επαφές τους με τα παιδιά, οι δράστες εξασφαλίζουν άλλοθι αλλά και κάλυψη, ώστε να έχουν περισσότερες ευκαιρίες για επαφές χωρίς επίβλεψη και χωρίς ερωτήσεις. Αυτό αφενός μειώνει την πιθανότητα της αποκάλυψης από το παιδί τυχόν περίεργων ή άβολων συμπεριφορών, αφετέρου αυξάνει την πιθανότητα το περιβάλλον να πιστέψει αυτές τις λογικές εξηγήσεις, και όχι το παιδί, αν αυτό μιλήσει. Τα παιδιά δεν είναι κουτά και εύκολα αντιλαμβάνονται  την εκτίμηση που τρέφει το περιβάλλον προς κάποιον, ο οποίος έχει φροντίσει να χειριστεί επιδέξια τους οικείους του. Σε κάποιες περιπτώσεις το άλλοθι εξασφαλίζεται όταν το περιβάλλον είναι πρόθυμο να αγνοήσει ή να δικαιολογήσει συμπεριφορές, από το φόβο των συνεπειών που μπορεί να υπάρξουν, αν κάποιος τις κάνει θέμα (π.χ. το παιδί θα εκδιωχθεί από την ομάδα).

Οι συμπεριφορές της αποπλάνησης:

Είναι σημαντικό να έχουμε κατά νου ότι οι συμπεριφορές που περιγράφονται παρακάτω δε συνιστούν απαραίτητα προγνωστικό σημάδι για σεξουαλική κακοποίηση. Ωστόσο, σύμφωνα με τη γνώση που μας προσφέρει η εντατική έρευνα που γίνεται τόσο σε θύματα, όσο και σε δράστες σεξουαλικής κακοποίησης, αυτά που περιγράφονται μπορούν να χρησιμεύσουν σαν προειδοποιητικά σημάδια ή σαν ενδείξεις για μεγαλύτερη εγρήγορση και προσοχή.   

Κατά τη διαδικασία της αποπλάνησης (grooming), αυτοί που κακοποιούν σεξουαλικά παιδιά :

  • Δείχνουν να μην έχουν ένα φυσιολογικό αριθμό ενήλικων φίλων και προτιμούν να περνούν τον ελεύθερο χρόνο τους αλληλεπιδρώντας με παιδιά και εφήβους (των οποίων δεν είναι γονείς ή κηδεμόνες).
  • Βρίσκουν τρόπους να μένουν μόνοι με ένα παιδί ή έφηβο, σε καταστάσεις όπου δεν είναι πιθανό ότι άλλοι ενήλικες θα τους διακόψουν π.χ. παίρνουν το παιδί βόλτες με το αυτοκίνητο, κανονίζουν ιδιαίτερες εκδρομές, προσφέρονται πολύ συχνά ή και επιμένουν να το κρατήσουν ή να το κοιμίσουν στο σπίτι τους.
  • Γίνονται βαθμιαία φίλοι με το παιδί και την οικογένειά του και απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης τους. Έχουν εύκολη πρόσβαση στην επαφή με το παιδί, για την οποία συχνά υπάρχει μια λογική ή γνωστή εξήγηση.
  • Αγνοούν τα λεκτικά και σωματικά σήματα που δείχνει το παιδί, όταν δε θέλει να το αγκαλιάσουν, να το φιλήσουν, να το γαργαλήσουν κ.λπ.
  • Απευαισθητοποιούν το παιδί μέσα από μη σεξουαλικά αγγίγματα  ή με «τυχαία» αγγίγματα των απόκρυφων σημείων του σώματός του. Παίζουν παιχνίδια σωματικής επαφής με τα παιδιά –γαργαλητά, τρίψιμο της πλάτης, πάλη.
  • Δε σέβονται την ιδιωτικότητα του παιδιού ή του εφήβου στο μπάνιο ή στο υπνοδωμάτιο. Μπαίνουν χωρίς ειδοποίηση στο μπάνιο όταν το παιδί βρίσκεται εκεί ή στο δωμάτιό του ενώ ντύνεται.
  • Προωθούν την ιδέα ότι η σχέση τους με ένα παιδί είναι ιδιαίτερη. Από καιρό σε καιρό φαίνεται να έχουν έναν διαφορετικό, ιδιαίτερο φιλικό δεσμό με κάποιο παιδί ή έφηβο συγκεκριμένης ηλικίας ή εμφάνισης
  • Επικοινωνούν υπερβολικά με το παιδί ή τον έφηβο. Του στέλνουν μηνύματα, email, παίρνουν τηλέφωνα.
  • Ενθαρρύνουν το παιδί να κρατά  ακίνδυνα μυστικά με αυτούς, βάζοντας τη βάση για μελλοντικά σεξουαλικά μυστικά.
  • Βιντεοσκοπούν ή φωτογραφίζουν το παιδί.
  • Δίνουν στο παιδί ή στον έφηβο χρήματα ή δώρα χωρίς να υπάρχει κάποια ειδική περίσταση (πχ γιορτή, γενέθλια).
  • Φέρονται στο παιδί σαν ενήλικα. Του κάνουν ειδικές χάρες, του δείχνουν ιδιαίτερη εύνοια, του δίνουν ιδιαίτερα προνόμια.
  • Συζητούν ή ζητούν από το παιδί ή τον έφηβο να μιλήσει για σεξουαλικές εμπειρίες ή αισθήματα.
  • Δοκιμάζουν τα όρια του παιδιού χρησιμοποιώντας ακατάλληλη γλώσσα ή λέγοντάς του βρώμικα αστεία.
  • Διαθέτουν αλκοόλ ή ναρκωτικά στο παιδί ή στον έφηβο. Του επιτρέπουν την παράνομη συμπεριφορά (οδήγηση χωρίς δίπλωμα, πρόσβαση σε πορνογραφία, ουσίες, αλκοόλ)
  • Φέρνουν σε επαφή το παιδί με πορνογραφία (για να πυροδοτήσουν το σεξουαλικό του ενδιαφέρον ή για να κάνουν αυτή τη συμπεριφορά να φανεί «φυσιολογική»).
  • Απομονώνουν το παιδί ή τον έφηβο από άλλους ενηλίκους (πχ από τους γονείς ή άλλα σημαντικά άτομα). Υπονομεύουν, αντί να υποστηρίζουν τις ουσιαστικές σχέσεις των παιδιών με τους σημαντικούς άλλους.
  • Βλέπουν οι ίδιοι παιδικό πορνογραφικό υλικό από βίντεο, υπολογιστή, περιοδικά ή στο διαδίκτυο (εκτός του ότι πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό σημείο στη συμπεριφορά, η παρακολούθηση, η κατοχή ή η διακίνηση παιδικής πορνογραφίας είναι ποινικό αδίκημα και πρέπει να καταγγέλλεται).

ΠΡΟΣΟΧΗ στις ταμπέλες που βάζουμε στους ανθρώπους.

Εξαιτίας των  μεγάλων ικανοτήτων που μπορεί να έχουν οι άνθρωποι για χειρισμό και εξαπάτηση, δεν υπάρχει μια αλάνθαστη «λίστα» με συμπεριφορές που διακρίνουν έναν εν δυνάμει δράστη σεξουαλικής κακοποίησης, ούτε ένα μοναδικό προφίλ που ταιριάζει σε όλους όσοι κακοποιούν, αντίθετα με τη διαδεδομένη άποψη. Αυτό κάνει πολύ δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς εύκολα αυτούς τους ανθρώπους, ανάμεσα σε όσους αλληλεπιδρούν με παιδιά.

Κάποιοι από τους παράγοντες που περιγράφονται σαν πιθανές ενδείξεις της αποπλάνησης του περιβάλλοντος ενός παιδιού, είναι ακριβώς εκείνα τα χαρακτηριστικά που θα θέλαμε να έχουν οι άνθρωποι που έχουν γνήσια επιθυμία να βοηθήσουν τα παιδιά. Θέλουμε ανθρώπους που είναι ευχάριστοι, που διαθέτουν δύναμη και προσόντα, που έχουν την ικανότητα και την επιθυμία να αφιερώσουν τις ζωές τους στα παιδιά και που αποδεικνύουν όλα αυτά με συνεχιζόμενη συμπεριφορά προς τα παιδιά.Δε θέλουμε να γεννηθούν υποψίες σε βάρος αθώων, καλοπροαίρετων και φροντιστικών ανθρώπων. Όπως δε θέλουμε να διωχθεί κάποιος άνθρωπος ακίνδυνος, που απλά έχει αδέξια κοινωνική συμπεριφορά.

Πώς μπορούμε λοιπόν να ξεχωρίσουμε ανάμεσα σε έναν άνθρωπο που ενδιαφέρεται πραγματικά για τα παιδιά ή που είναι απλά «περίεργος», και σε εκείνους που η πρόθεσή τους είναι να αποπλανήσουν και να κακοποιήσουν παιδιά; Τρεις παράγοντες αναφέρεται στη βιβλιογραφία ότι βοηθούν σε αυτή τη διαφοροποίηση: η παραβίαση των προσωπικών ορίων, η μυστικότητα και η απομόνωση.

  • Η κύρια ένδειξη ότι μια φαινομενικά κατάλληλη κοινωνική συμπεριφορά είναι στην πραγματικότητα μέρος της διαδικασίας αποπλάνησης, είναι η παραβίαση ορίων. Όριο είναι μια «γραμμή» την οποία όταν κανείς περάσει, προκαλεί δυσφορία ή άγχος στο άτομο, του οποίου το όριο παραβιάστηκε. Με πολύ απλά λόγια: οι άνθρωποι που ενδιαφέρονται πραγματικά για τα παιδιά, δεν παραβιάζουν ΠΟΤΕ τα όρια των παιδιών. Τέτοιες συμπεριφορές συνήθως θα προκαλούσαν και την αντίδραση του περιβάλλοντος του παιδιού, εάν γίνονταν αντιληπτές. Παραδείγματα είναι η με οποιονδήποτε τρόπο έκθεση του παιδιού σε ακατάλληλο σεξουαλικό υλικό, η συζήτηση ακατάλληλων σεξουαλικών θεμάτων με τα παιδιά, τα αγγίγματα συγκεκριμένων σημείων του σώματος (π.χ γεννητικά όργανα) ή η έκθεση αυτών των σημείων του σώματος του παιδιού ή του δράστη.
  • Μια δεύτερη ένδειξη που συνδέεται με την πιθανότητα για αποπλάνηση, είναι το επίπεδο της μυστικότητας. Αυτή δεν αφορά μόνο τη μυστικότητα που διατηρείται ανάμεσα σε έναν ενήλικο και ένα παιδί, αλλά και το βαθμό της γνώσης που έχει το περιβάλλον σχετικά με τις επαφές του παιδιού.Γνωρίζουν οι γονείς τις επαφές του παιδιού με συγκεκριμένο άτομο; Γνωρίζουν άλλοι άνθρωποι στη ζωή του παιδιού αυτές τις επαφές; Ποιος γνωρίζει το σκοπό αυτών των επαφών, τον τρόπο και τη συχνότητά τους; Συγκεκριμένες προσπάθειες ενός ενηλίκου να κρύψει τις επαφές με το παιδί από το περιβάλλον του παιδιού, θα πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν ανησυχητική ένδειξη.
  • Ο τρίτος ενδεικτικός παράγοντας είναι το επίπεδο της απομόνωσης του παιδιού από το περιβάλλον, ενώ απασχολείται με κάποιον ενήλικα. Άσχετα αν αυτή η επαφή του παιδιού είναι γνωστή, η  προσπάθεια κάποιου να απομακρύνει από τη «δημόσια θέα» τις δραστηριότητές του με ένα παιδί ή να απομονώσει το παιδί από άλλα παιδιά ή ενήλικες και να του παρέχει ειδικό χρόνο και προσοχή, είναι ένα στοιχείο που πρέπει να προβληματίσει σοβαρά.

Οι παραπάνω ενδεικτικοί παράγοντες αναφέρονται σαν σημεία που οφείλουν να μας κινητοποιήσουν να επανεξετάσουμε την άποψη που έχουμε για τα κίνητρα ενός ενηλίκου. Η ενημέρωση και η γνώση των τρόπων με τους οποίους οι κακοποιητές σκέφτονται, και των στρατηγικών που χρησιμοποιούν, βοηθά γονείς και φροντιστές παιδιών να είναι σε μεγαλύτερη εγρήγορση και να προστατεύουν τα παιδιά τους, αλλά λειτουργεί και ενάντια στον άδικο χαρακτηρισμό ανθρώπων ως υπόπτων.

Χρήσιμα δεδομένα από την έρευνα:

  • Οι άνθρωποι που κακοποιούν σεξουαλικά παιδιά προέρχονται από όλα τα κοινωνικά, μορφωτικά και οικονομικά στρώματα.
  • Θύματα μπορούν να πέσουν παιδιά κάθε ηλικίας –ακόμα και βρέφη.
  • Τόσο άνδρες, όσο και γυναίκες κακοποιούν σεξουαλικά, αν και η έρευνα δείχνει ότι οι άνδρες είναι περισσότεροι.
  • Πάνω από το 90% των δραστών ήταν γνωστοί στα παιδιά και τις οικογένειές τους και είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη τους.
  • Οι ανήλικοι δράστες σεξουαλικής κακοποίησης ευθύνονται για περίπου τοένα τρίτο των σεξουαλικών επιθέσεων σε παιδιά. Η μέση ηλικία έναρξης της νεανικής σεξουαλικής επιθετικότητας είναι τα 12 με 14 χρόνια.

Τι μπορούμε να κάνουμε για να προστατεύσουμε την ασφάλεια των παιδιών:

  • Δίνουμε μεγάλη προσοχή και δεν βιαζόμαστε, όταν επιλέγουμε τους ανθρώπους που θα επιτρέψουμε να μπουν στο κύκλο των έμπιστων προσώπων της οικογένειάς μας. Eίμαστε πάντα σε ετοιμότητα, ώστε να αποκλείσουμε άμεσα κάποιον που μας έδωσε ενδείξεις ότι δεν είναι ασφαλής.
  • Η πλειοψηφία των συμβάντων σεξουαλικής κακοποίησης (αλλά όχι όλα) συμβαίνουν όταν ενήλικες και παιδιά βρίσκονται σε καταστάσεις ένας προς έναν. Αυτός ο κίνδυνος μπορεί να μειωθεί, μειώνοντας αυτές τις ευκαιρίες. Σκεφτόμαστε προσεκτικά οποιαδήποτε κατάσταση απαιτεί να βρίσκεται ένα παιδί μόνο με έναν ενήλικα, σε συνθήκες χωρίς επίβλεψη. Υποστηρίζουμε δραστηριότητες που συμβαίνουν σε ομάδα, όπου υπάρχουν και άλλοι ενήλικες παρόντες ή σε χώρους όπου μπορεί κανείς να παρατηρεί ή να ακούει τον ενήλικο και το παιδί. Αν το παιδί μας πρέπει να μείνει μόνο με έναν ενήλικα, όταν εμείς δεν είμαστε παρόντες, ζητούμε από κάποιον τρίτο να εμφανίζεται κάπου κάπου απροειδοποίητα και να ελέγχει τα πράγματα.

Ενημερώνοντας τους ανθρώπους ότι δεν θεωρούμε δεδομένη την ασφάλεια του παιδιού μας, δίνουμε σε κάποιον πιθανό κακοποιητή το μήνυμα ότι το παιδί μας δεν είναι εύκολος στόχος.   

  • Επιβλέπουμε τις παρέες που περιλαμβάνουν παιδιά διαφόρων ηλικιών, ειδικά όταν συγκεντρώνονται ή διανυκτερεύουν μαζί σε κάποιο χώρο. Η κακοποίηση συχνά συμβαίνει ενώ οι ενήλικες κάνουν κοινωνικές σχέσεις και τα παιδιά παίζουν χωρίς επίβλεψη, σε διαφορετικούς χώρους και περιοχές.
  • Τα μυστικά παίζουν συχνά σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της αποπλάνησης. Για το λόγο αυτό μαθαίνουμε από νωρίς στα παιδιά ότι δεν υπάρχουν πράγματα που πρέπει να κρατούν μυστικά από τους γονείς τους, ακόμη κι όταν δείχνουν αθώα.
  • Οι άνθρωποι που κακοποιούν σεξουαλικά παιδιά, τα κάνουν με τον τρόπο τους να αισθάνονται συνυπεύθυνα για την κακοποίησή τους. Συχνά κατηγορούν τα ίδια για την κακοποίησή τους, τους προκαλούν βαθιά αισθήματα ντροπής ή ενοχής, ώστε να φοβούνται την αποκάλυψη ή τα πείθουν ότι κάνεις δε θα τα πιστέψει, αν μιλήσουν. Όχι σπάνια, απειλούν ευθέως τα παιδιά με αντίποινα σε περίπτωση που μιλήσουν. Συνεπώς, εξηγούμε στα παιδιά ότι η ασφάλειά τους είναι το σημαντικότερο πράγμα και ότι ποτέ δε θα τα μαλώσουμε και δε θα τα κατηγορήσουμε για κάτι περίεργο, άβολο ή άσχημο που συνέβη, ώστε να αισθάνονται πάντα την άνεση να μας το εμπιστευθούν.
  • Τέλος, η καλή επικοινωνία, οι σχέσεις οικειότητας και στοργής, η σωστή επίβλεψη και η συναισθηματική υποστήριξη των παιδιών από τους γονείς τους είναι το τεράστιο ζητούμενο και συγχρόνως η βάση της προστασίας των παιδιών από την σεξουαλική κακοποίηση και την εκμετάλλευση. Όπως ήδη ειπώθηκε, τα απομονωμένα παιδιά, εκείνα που δεν έχουν ουσιαστικούς δεσμούς με έμπιστους και φροντιστικούς ενηλίκους στη ζωή τους, τα παραμελημένα και αγνοημένα από τους γονείς τους παιδιά, είναι ο ευκολότερος στόχος για τους δράστες της σεξουαλικής κακοποίηση ή εκμετάλλευσης.

Το κείμενο,που είναι της ψυχιάτρου παιδιών & εφήβων Σπυριδούλας Κώτση, περιέχει πληροφορίες από τα παρακάτω:

-Elliott Μ, Browne Κ, Kilcoyne J. (1995) Child sexual abuse prevention: What offenders tell us. Child Abuse & NeglectVolume 19, Issue 5579-594.

-Gilbert, R., Kemp, A. et al (2008b) Recognising and responding to child maltreatment. The Lancet. Available at: www.thelancet.com.

-Radford, L. et al (2011) Child abuse and neglect in the UK today. London: NSPCC. Available at: www.nspcc.org.uk.

-International Society for Prevention of Child Abuse and Neglect (ISPCAN) (2007). ICAST manual. Available at: www.ispcan.org

-Jennifer Mitchell and Rosemary Webb. Grooming Behaviors: How Offenders Build Familiarity & Trust, Child Lures Prevention/Teen Lures Prevention, 2013. Available at:www.teenluresprevention.com

-Tanner J, Brake S, Exploring Sex Offender Grooming, 2013. Available at:www.bksolutions.com

http://www.kemh.health.wa.gov.au/services/sarc/documents/abuse.pdf

http://en.wikipedia.org/wiki/Child_grooming

symvstathmos.wordpress.com

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.