Ενώ η κριτική στο σχολείο της αποστήθισης είναι ορθή, η μονόπλευρη έμφαση στη φαντασία και η αντιπαράθεσή της με τη γνώση δεν μας βοηθάει να καταλάβουμε τον τρόπο που γεννιέται μία νέα, ευφάνταστη και δημιουργική ιδέα. Η αντιπαράθεση όμως αυτή δεν είναι τυχαία. Προκύπτει από ένα συγκεκριμένο μοντέλο οργάνωσης και ανάπτυξης της οικονομίας. Εδώ, θα προσπαθήσουμε να δούμε αυτή τη σύνδεση.
Τα τελευταία χρόνια ο δημόσιος λόγος τόσο στην οικονομία και την πολιτική όσο και στην εκπαίδευση επαναλαμβάνει ακατάπαυστα το ίδιο μοτίβο: «Οδεύουμε προς τη δημιουργία ενός νέου οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου που βασίζεται πάνω σε ένα δημιουργικό πνεύμα. Η επιχειρηματικότητα και η καινοτομία αποτελούν τα δύο βασικά συστατικά που οδηγούν στην οικονομική πρόοδο, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και τελικά σε τη βιώσιμη οικονομία, που θα ελκύει ντόπιες και ξένες επενδύσεις. Ως χώρα οφείλουμε να ενθαρρύνουμε την πρωτοβουλία, την επιχειρηματική καινοτομία, την εφαρμογή πρωτότυπων ιδεών και λύσεων».
Στο συγκεκριμένο μοτίβο η φαντασία, η δημιουργικότητα, η καινοτομία έρχονται διαρκώς στο επίκεντρο. Αποτελούν συστατικά στοιχεία ενός καινούριου λόγου, ο οποίος εμφανίζεται ως κοινή και αυταπόδεικτη αλήθεια. Οι κυριακάτικες εφημερίδες είναι γεμάτες ιστορίες καινοτομίας για Έλληνες που διαπρέπουν, για νέους που ανοίγουν ορίζοντες εφαρμόζοντας πρωτότυπες ιδέες, για επίδοξους St. Jobs που παράγουν νέες εφαρμογές για smartphones. Τα παραδείγματα δεν εξαντλούνται στο πεδίο της οικονομίας. Σε αυτές τις ιστορίες μπορείς να συναντήσεις εκπαιδευτικούς, βιβλιοθηκάριους ή και μάγειρες. Το πνεύμα του πολυμήχανου Οδυσσέα επιστρέφει έτσι με μία νέα μορφή αναδεικνύοντας την καινοτομία, τη φαντασία και τη δημιουργικότητας στο «αντίδοτο» της κρίσης.
Σε αυτήν την αφήγηση απηχεί ένα πραγματικό γεγονός∙ τον μετασχηματισμό των εργοστασιακών χώρων. Δεν αποτελεί πλέον πρότυπο οργάνωσης της εργασίας το φορντικό εργοστάσιο, στο οποίο η παραγωγική διαδικασία τεμαχίζεται σε μικρές, μηχανικά επαναλαμβάνομενες κινήσεις. Ως πρότυπο εκλαμβάνεται η μικρή και ευέλικτη ομάδα, η οποία συνεργάζεται, ανταλλάσσει ιδέες, δίνει πρωτότυπες λύσεις σε προβλήματα, αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας ένα ολοκληρωμένο έργο (project). Στο πρότυπο αυτό απαιτείται η συναισθηματική και διανοητική συμμετοχή των εργαζομένων. Απαιτείται η κινητοποίηση όλου του γνωστικού δυναμικού, όλου του μορφωτικού κεφαλαίου που κουβαλάει ο εργαζόμενος.
Στο νέο πρότυπο οργάνωσης της εργασίας οι φάσεις της παραγωγικής διαδικασίας (σύλληψη, εκτέλεση, αξιολόγηση) εμφανίζονται επανενωμένες. Η φαντασία, η έμπνευση, η δημιουργικότητα δεν είναι πλέον χαρακτηριστικά του παιδικού παιχνιδιού ή της δουλειάς ενός σπουδαίου καλλιτέχνη, αλλά είναι μέρος της δουλειάς «κάθε εργαζόμενου», ο οποίος πρέπει να συνδυάσει ευρήματα, υλικά, ενδείξεις και πρώτες ύλες με έναν καινούριο τρόπο.
Ωστόσο, ο παραπάνω λόγος παραμένει ιδεολογικός, γιατί φωτίζοντας υπερβολικά μόνο τους πιο δυναμικούς τομείς της οικονομίας ρίχνει στη σκιά την υπόλοιπη πλευρά της αγοράς εργασίας που είναι αυτή που βιώνει η πλειοψηφία του πληθυσμού. Ακόμα και στις πιο αναπτυγμένες οικονομίες η creative class (οι δουλειές που αφήνουν ελεύθερη τη φαντασία και τη δημιουργικότητα ) είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό των θέσεων εργασίας. Το υπόλοιπο είναι θέσεις service class (εργασίες κακοπληρωμένες – ανασφάλιστες – προσωρινές), οι οποίες απλά ζητούν την εκτέλεση μιας τυποποιημένης εργασίας με όσο το δυνατόν μικρότερο κόστος. Όσοι φαντάζονται ότι το τοπίο εργασίας είναι μια ατέλειωτη silicon valley, όπου πρωτοπόροι σχεδιαστές δημιουργούν νέα προϊόντα και υπηρεσίες, ας αναλογιστούν πως τα καινοτόμα εμπορεύματα που εμπνεύστηκε και σχεδίασε ο St. Jobs παράγονται στα εργοστασιακά κάτεργα της Fox Com.
Η εκπαίδευση δεν θα μπορούσε να μείνει έξω από αυτήν την ιδεολογική αφήγηση. Από τα νέα ΔΕΠΠΣ (2006), το πρόγραμμα Ανοιχτό Σχολείο (2009), την σύμπραξη ιδιωτικών και δημόσιων οργανισμών γύρω από το Δίκτυο Σχολικής Καινοτομίας, έως τις τελετές βράβευσης της αριστείας εκπαιδευτικών παρατηρούμε την μετατόπιση του επίσημου εκπαιδευτικού λόγου προς ένα νέο παράδειγμα λειτουργίας του σχολείου, του μαθητή και του εκπαιδευτικού. Ως πρότυπο δεν παρουσιάζεται πλέον ο εκπαιδευτικός που συστηματοποιεί τη διδασκαλία του τεμαχίζοντας τη διδακτέα ύλη σε μικρά κομμάτια, κωδικοποιεί τις πληροφορίες, δίνει φωτοτυπίες εξάσκησης, ελέγχει την εκμάθηση.
Αντίθετα, ο πρότυπος εκπαιδευτικός είναι εκείνος που δημιουργεί τους όρους, ώστε να ξεδιπλωθούν τα ενδιαφέροντα και οι ικανότητες του μαθητή. Η ύλη είναι απλώς το μέσο και όχι ο σκοπός. Ο στόχος είναι να «μάθουν πως να μαθαίνουν». Ο εκπαιδευτικός οφείλει να διατάξει τη διδασκαλία γύρω από ένα πρόβλημα. Οι μαθητές καλούνται να το επιλύσουν με οτι ήδη γνωρίζουν, να διαμορφώσουν υποθέσεις, να τις ελέγξουν, να παράγουν ερμηνείες για αυτό που παρατηρούν κτλ. Δεν αποστηθίζουν νεκρές γνώσεις ούτε παίρνουν μέρος σε τυποποιημένες παιδευτικές διαδικασίες, αλλά δημιουργούν τα δικά τους μονοπάτια προς τη γνώση ανοίγοντας τα φτερά της φαντασίας και της δημιουργικότητας. Ο Ken Ronbinson έχει εκφράσει ίσως με τον καλύτερο τρόπο την νέα αυτή αφήγηση για την εκπαίδευση στην ομιλία του στο TedX (βλέπε εδώ)).
Η έννοια της φαντασίας δεν εμφανίζεται βεβαίως για πρώτη φορά στις εκπαιδευτικές συζητήσεις. Όσοι έχουν μελετήσει την κριτική παιδαγωγική του ’70 (P. Goodman) ή έχουν δει την ταινία The Wall διαπιστώνουν πως η φαντασία ήταν κεντρική έννοια της κριτικής στο σχολείο της βιομηχανικής εποχής. Η φαντασία γινόταν το έδαφος, στο οποίο μπορούσε να διασωθεί η υποκειμενικότητα του παιδιού, να αναπτυχθεί η εναντίωση στην ομοιομορφία, να φυτρώσει η δυνατότητα ενός διαφορετικού τρόπου ζωής. Η φαντασία εξέφραζε τη διεκδίκηση μίας ζωντανής εκπαίδευσης, στην οποία θα εμπλέκεται το σύνολο της προσωπικότητας του μαθητή. Εκείνο το στοιχείο που το σχολείο πέταγε έξω γινόταν σύμβολο για μία διαφορετική, βιωματική, ζωντανή εκπαίδευση.
Ωστόσο, η κριτική αυτή ενσωματώθηκε σταδιακά στο υπαρκτό σχολείο. Η φαντασία και η δημιουργικότητα από σύμβολα του βασιλείου της ελευθερίας μετατράπηκαν σε ορισμένες δεξιότητες ανάμεσα σε άλλες. Η φαντασία είναι πλέον η δεξιότητα που εκτιμάται ιδιαίτερα στο εργασιακό πεδίο, διότι μπορεί να κάνει τη διαφορά. Έτσι, το σχολείο οφείλει να καλλιεργήσει αυτή τη δεξιότητα αξιοποιώντας το παιχνίδι των παιδιών, αλλά και χρησιμοποιώντας μία σειρά από τεχνικές (π.χ. Γραμματική της φαντασίας του Ροντάρι, ή με ερωτήσεις του τύπου «τι πιστεύεται οτι θα συνέβαινε μετά;», «τι τέλος θα δίνατε στην ιστορία;», «τι θα συνέβαινε στην ιστορία αν…»). Το σύγχρονο σχολείο της αριστείας, της καινοτομίας και των projects – που διατηρεί ταυτόχρονα εξετάσεις σκληρού ανταγωνισμού – απεικονίζει με τον καλύτερο τρόπο αυτήν την ενσωμάτωση.
Η αντίληψη της φαντασίας ως δεξιότητα, που καλλιεργείται βάσει ορισμένων τεχνικών, δεν κάνει τίποτα άλλο από το να τονίζει μονόπλευρα τη διαδικασία της μάθησης εις βάρος του περιεχομένου της. Εδώ όμως και 100 χρόνια το εκπαιδευτικό εκκρεμές κινείται συνεχώς από την έμφαση στο περιεχόμενο στην έμφαση στις γενικές ικανότητες και ξανά πίσω στα βασικά. Και στις δύο περιπτώσεις η σχέση της φαντασίας με τη γνώση αγνοείται. Η γνώση μένει στείρα και η φαντασία υποβιβάζεται σε δεξιότητα.
Επιπλέον, παραβλέποντας τη σχέση της φαντασίας με τη γνώση εγκλωβιζόμαστε σε ένα δίπολο αναφορικά με τη φύση της φαντασίας. Είναι η φαντασία ένα φυσικό χάρισμα, μία σπίθα που χαρακτηρίζει τους εξαιρετικούς ανθρώπους ή είναι μία τεχνική δεξιότητα που με τα κατάλληλα μέσα μπορεί να καλλιεργηθεί στον καθένα;
Για να χτίσουμε ένα διαφορετικό σχολείο είναι αναγκαίο να ενσωματώσουμε τη φαντασία και τη δημιουργικότητα σε μία διαφορετική αφήγηση για το σχολείο. Οφείλουμε να μετατοπίσουμε τη συζήτηση από τη φαντασία ως απαραίτητη δεξιότητα για την παραγωγή νέων προϊόντων και επιχειρήσεων στη φαντασία ως συστατικό στοιχείο της λειτουργίας της σκέψης τόσο στην καθημερινότητα όσο και στα πεδία της επιστήμης και της τέχνης.
Για την καλλιέργεια της φαντασίας χρειαζόμαστε μάλλον μία διαφορετική θεωρία για την οικοδόμηση της γνώσης. Σε αντίθεση με τις γνωστικιστικές προσεγγίσεις, οι οποίες αναλύουν τι γίνεται μέσα στο «κεφάλι» του παιδιού, χρειάζεται να στραφούμε στις καθημερινές πρακτικές του σχολείου και των παιδιών, ώστε να κατανοήσουμε πως και γιατί αναπτύσσεται η φαντασία σε ορισμένα άτομα. Επιπλέον είναι αναγκαίο να καταστήσουμε ζωντανή τη γνώση στη σκέψη των παιδιών. Σε αυτήν την προσπάθεια είναι χρήσιμη η ανακατασκευή των διαδικασιών γέννησης της γνώσης στην ιστορία του ανθρώπινου γένους. Αντί δηλαδή να παρουσιάζονται έτοιμα τα «προϊόντα» των διαφόρων επιστημών, θα ήταν πιο γόνιμο να δούμε πως γεννήθηκαν οι ιδέες σε κάθε εποχή, πως έγινε το δημιουργικό βήμα της φαντασίας, αλλά και ποια ήταν τα γνωστικά όρια αυτού του βήματος.
Το κεντρικό λοιπόν ερώτημα μίας κριτικής αφήγησης για το σχολείο που ενδιαφέρεται για την καλλιέργεια της φαντασίας αφορά τη σχέση της με τη γνώση: Γιατί η σχολική γνώση δεν είναι γόνιμη στο κεφάλι του μαθητή; Γιατί ακόμα και οι πιο καλοί μαθητές τις αφομοιώνουν αποστηθίζοντάς τες αποκλειστικά για εξετάσεις; Πως οι γνώσεις θα γεννήσουν νέες, δημιουργικές και ευφάνταστες σκέψεις;
Πηγή: Δίκτυο κριτικής στην εκπαίδευση