Του Νίκου Τσούλια
ΟΜΠΡΕΛΑ, τ.88, 2010
Αφήστε μας μόνους χωρίς βιβλία
και αμέσως θα μπερδευτούμε, θα χαθούμε –
δε θα ξέρουμε που ν’ ακουμπήσουμε,
που να στηριχτούμε.
Ντοστογιέφσκι
Το παλαιοβιβλιοπωλείο δημιουργούσε ατμοσφαιρικό περιβάλλον και το βλέμμα ήταν ανήσυχο στην αναζήτηση του ‘παλιού’ που υποδύεται τη μορφή του ‘καινούργιου’, μέχρις ότου η ματιά καρφώνεται: «Οι ανακαλύψεις του Παστέρ». Απομακρύνομαι ένοχα. Αυτό το ξεχωριστό για εμένα βιβλίο, το είχα χάσει χωρίς ποτέ να καταλάβω πώς έγινε. «Είναι πράγματι αυτό»;
Ένα βιβλίο διασχίζει δεκαετίες και με καθηλώνει στην Α΄ Γυμνασίου. Μου είχε δοθεί ως δώρο – βραβείο, γιατί είχα πρωτεύσει, αλλά είχε παύσει να μου θυμίζει την παρουσία του εδώ και πολλά χρόνια. Είχε χαθεί τότε σε εκείνη την ηλικία που δε δίνεις σημασία στο παρελθόν, τότε που χρόνος είναι μόνο το μέλλον. Ένα βίαιο, ορμητικό ποτάμι σπάζει το φράγμα της λήθης και χίλιες δυο αναμνήσεις αναβρύζουν και πλημμυρίζουν κάθε γωνιά της σκέψης μου. Μια έκρηξη συνειρμών, μου ξεσκεπάζει θαμμένους θησαυρούς, μου αποκαλύπτει χαμένα κομμάτια της ζωής μου, μου μουδιάζει την κατακτημένη ωριμότητα.
Ο χρόνος, χωρίς προσανατολισμό, ένα πέλαγος ανοιχτό όπου ταξιδεύουν παρόν και παρελθόν αγκαλιά, σαν μην ήταν ποτέ χωριστά. Και εγώ πιασμένος από τη σχεδία της μνήμης βλέπω τη στεριά τόσο κοντά. Νοιώθω σα χαμένος, τώρα που βρίσκω μια γη για να πατήσω στο πλημμυρισμένο τοπίο της λήθης. Η ύπαρξη με την ανυπαρξία, μου χαμογελούν ταυτόχρονα διασκεδάζοντας με την απορία μου που είναι τόσο κοντινές.
Ήταν τότε που στο γυμνάσιο πήγαιναν μόνο οι καλοί μαθητές, αυτοί που «έπαιρναν τα γράμματα», ήταν τότε που ο δάσκαλος έλεγε στον πατέρα αν το παιδί του μπορεί να συνεχίσει ή όχι στο γυμνάσιο, ήταν τότε που το χωριό σου ήταν ο κόσμος όλος, ενώ τώρα όλος ο κόσμος είναι ένα χωριό, ήταν τότε που δίσταζες ακόμα και να ονειρευτείς, γιατί όλα φαίνονταν βουνά σαν τον Ερύμανθο εκεί μακριά στον ορίζοντα, ήταν τότε που προσπαθούσες να τελειώσεις γρήγορα τις δουλειές για να προλάβεις, πριν από τα άλλα αδέλφια σου, να κάτσεις δίπλα στο τζάκι κοντά στο λυχνάρι, που ήταν καρφωμένο στον τοίχο, για να μπορείς να βλέπεις από το λιγοστό φως, για να διαβάσεις, ήταν τότε που… Να τι είναι ένα βιβλίο.
Δεν το διάβασα αμέσως. Άφησα να θεριέψει η επιθυμία, να γίνει πόθος βασανιστικός. Όπως κάνουμε και όταν ερωτευόμαστε. Για να κάνουμε την κατάκτηση θρίαμβο, για να νοιώθουμε τον εαυτό μας μοναδικό δημιουργό του προσωπικού μας κόσμου. Να τι είναι ένα βιβλίο.
Συντρίβει το χρόνο που μεσολάβησε, και που σου φορτώνει χρόνια, τον ταπεινώνει έστω στιγμιαία. Σου ανοίγει ένα παράθυρο για να ξαναδείς την παιδική σου ψυχή. Για λίγο; Δεν έχει σημασία. Εσένα σου μένει αυτό το παράθυρο ολάνοιχτο. Ξανασυναντάς τα παλιά δειλά σχέδιά σου, από την ‘πίσω πλευρά’ του χρόνου. Τώρα τα παιδικά όνειρα είναι γεγονότα και κάνεις όνειρα τα παλιά γεγονότα! Να τι είναι ένα βιβλίο.
Αφορμή για να κάνεις παιχνίδι τη ζωή σου, το χρόνο, τα όνειρα, την πραγματικότητα. Όλα ένα κουβάρι. Και εσύ διαλέγεις πού θα κόψεις την κλωστή, ποια θα είναι η άκρη της για να στοχασθείς: στο πώς περνάνε οι καιροί, τι είναι αυτό που αλλάζει τα πράγματα, τι είναι η ζωή, για να αφηγηθείς το παραμυθένιο ταξίδι σου στον εαυτό σου. Να τι είναι ένα βιβλίο…