Του Νίκου Τσούλια
Πολλά είναι τα στοιχεία που τεκμηριώνουν τη βασιμότητα του τίτλου του άρθρου. Άλλωστε οι σχετικές δημοσκοπήσεις καταδεικνύουν μια ισχυρή απαισιοδοξία των Ελλήνων όσον αφορά το μέλλον, και ίσως αυτή η θεώρηση να είναι αρκετή. Ωστόσο, έχει νόημα και αξία να επιχειρηθεί μια ανάλυση, γιατί πάντα η σκέψη του ανθρώπου θέλει να προσδιορίζει το μέλλον διαμορφώνοντάς το. Μπορεί όμως να συμβεί αυτό αν δεν κατανοούμε σε σημαντικό βαθμό το σήμερα και τις βαθιές διεργασίες που δρουν σ’ όλα τα πεδία της πολιτικής και της κοινωνίας, της οικονομίας και της κουλτούρας;
Και μόνο η διατήρηση μιας κατάστασης κρίσης σημαίνει βάθεμα και όξυνσή της. Γιατί η ίδια η κρίση αναπαράγει τις αιτίες γέννησής της, ενώ πολίτες και κοινωνικές δυνάμεις αφομοιώνονται όλο και πιο πολύ από τα συμπτώματά της και τις πολλαπλές επιδράσεις της. Η σημερινή κρίση της χώρας μας δεν είναι ένα «συμβάν» που θα το απορροφήσει η ίδια η ροή της ιστορίας. Είναι ένα «συνεχές» που δρούσε, δρα και θα δρα. Είναι κρίση του πνεύματος, της σκέψης και του ορθολογισμού. Και τεκμηριώνεται απλά αυτή η άποψη.
Γιατί δεν μπορέσαμε ως κοινωνία και ως λαός να προσδιορίσουμε ένα μόλις βήμα πριν από την κρίση την τόσο δραματική πορεία της χώρας μας; Γιατί ποτέ δεν κατορθώσαμε ακόμα και τώρα – πέντε χρόνια μέσα στη δοκιμασία της κρίσης – να ανιχνεύσουμε τις αιτίες που προκάλεσαν την κρίση; Γιατί επινοήσαμε και κατασκευάσαμε έναν ένοχο (έναν πολιτικό φορέα) θεωρώντας μάλιστα ότι τιμωρώντας τον θα εξορκίσουμε την κρίση; Γιατί εξακολουθούμε να είμαστε τόσο αφελείς και να συρόμαστε ως άβουλη μάζα πίσω από τους δημαγωγούς; Γιατί επιδοθήκαμε με δήθεν ιερή αγανάκτηση και με ρομφαίες ηθικολογίας απέναντι στους φαντασιακούς υπαίτιους με τη μορφή αγανακτισμένων γιουρουσιών χωρίς να κατανοούμε την πραγματικότητα και χωρίς κανένα σαφές πολιτικό περιεχόμενο; Γιατί εξακολουθούμε να αναδεικνύουμε μια φασιστική / ναζιστική οργάνωση ως τρίτο «κοινοβουλευτικό κόμμα»;
Όλα αυτά τα αναπάντητα ερωτήματα εκδικούνται. Η ζωή και η πραγματικότητα δεν αντιστοιχούν στο φαντασιακό και κίβδηλο πεδίο της ανορθολογικής αναφοράς μας. Δηλωτικό στοιχείο της όλης αδυναμίας μας είναι και η σημερινή στάση μας. Περιμένουμε ως θεατές ενός έργου – που παίζεται επί σκηνής – να δοθεί λύση στο πρόβλημα από κάποιους άλλους. Αν αναρωτηθούμε το πώς θα υπάρξει υπέρβαση της κρίσης, θα διαπιστώσουμε ότι δεν έχουμε καμιά σχετική πειστική απάντηση. Οι περισσότεροι προσδοκούν από κάποιους δημαγωγούς να βρουν εκείνοι τη μαγική λύση, γι’ αυτό και πήγαν από πίσω τους σαν πρόβατα που ακολουθούν τον τσοπάνη. Κάποιοι άλλοι θεωρούσαν και θεωρούν ακόμα ότι θα υποχωρήσει η «άλλη πλευρά» και μια ημέρα ξαφνικά θα βρεθούμε στο ξέφωτο. Λίγοι εκτιμούν ότι η όποια πορεία υπέρβασης της κρίσης θα είναι επίπονη και μακρόχρονη και ότι θα είναι απόρροια μιας ευρείας εθνικής συναίνεσης και μιας συλλογικής (πολιτικής και κοινωνικής) προσπάθειας.
Και έτσι διαμορφώνοντας ένα τεμαχισμένο και κυρίως ένα κίβδηλο εθνικό και λαϊκό σκηνικό «περιμένουμε τον Γκοντό». Εκ παραλλήλου όμως η πολιτική ατζέντα εξακολουθεί να οριοθετείται στο πώς κάθε φορά θα παίρνουμε τη δόση από τους δανειστές και ποια προαπαιτούμενα θα τίθενται, ενώ η πραγματική οικονομία βουλιάζει στην ύφεση και στην απραξία. Κανένα σχέδιο και κανένας προγραμματισμός για ανάπτυξη δεν υπάρχει ούτε καν στα χαρτιά. Γίνεται μάλιστα και η εξής φοβερή εικόνα. Οι λαοπρόβλητοι υπουργοί μας κάθε φορά μας αναφέρουν τα «μπράβο» των δανειστών για το πόσο καλά πηγαίνουμε – δηλαδή πως πηγαίνει η δημαγωγική κυβέρνησή μας επί του αριστερού φαντασιακού πεδίου της. Αν αναφερόταν κάποια ανάλογη έστω και υποψία «μπράβο» από υπουργό των προηγούμενων κυβερνήσεων, τότε θα γινόταν λαϊκός ξεσηκωμός γιατί θα «καταδεικνυόταν ο ρόλος των γερμανοτσολιάδων και το ξεπούλημα της χώρας μας»…
Μπορεί ένας λαός να “παιδιαρίζει”; Μπορεί να αναφέρεται σ’ ένα πεδίο που το μεγάλο του μέρος είναι εκτός πραγματικότητας και εκτός ιστορικής πορείας; Από ό,τι φαίνεται σήμερα, είναι δυνατό να έχει μια φαντασιακή σχέση με την πολιτική και με την ιστορία. Δυστυχώς δεν μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά αυτοκριτικής ούτε στα πέντε χρόνια της κρίσης για να δούμε με τι δημαγωγίες και με τι αυταπάτες τρεφόμαστε κάθε φορά. Φτάσαμε ακόμα να πιστεύουμε ότι υπήρχε σχέδιο Β από τους λαϊκιστές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και ότι θα λυτρωνόμαστε με έναν μαγικό τρόπο με τη δημιουργία μιας «οικονομίας δραχμής». Τώρα οι εμπνευστές του σχεδίου Β – αφού ξεσήκωσαν τους αφελείς κατά της πολιτικής του σχεδίου Α – εφαρμόζουν το σχέδιο Α και συμπεριφέρονται σαν να μη συμβαίνει τίποτα και οι κακοί δανειστές και το κακό διεθνές κεφάλαιο και ο βάρβαρος καπιταλισμός είναι συνεργάτες! Όσο για το λαό κανένας δεν ξέρει που ακριβώς “βρίσκεται”…