Του Νίκου Τσούλια
Τα δύο μεγάλα κοινωνικά και πολιτιστικά ρεύματα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό και την ιστορικότητα αυτής της περιόδου, θεωρώ ότι είναι οκαταναλωτισμός και ο λαϊκισμός. Πρόκειται για δύο στοιχεία υποκουλτούρας, τα οποία υπερβαίνουν τόσο τα πολιτικά κόμματα και τις ιδεολογίες τους όσο και κάθε άλλο πολιτισμικό στοιχείο (ορθολογικό, μεταφυσικό, θρησκευτικό κ.λπ.).
Στη χώρα μας ταυτίσαμε την έννοια της «προόδου» με τον καταναλωτισμό, με τη συνεχή και με κάθε τρόπο απόκτηση υλικών αγαθών. Το δε χρήμα έγινε η εν τοις πράγμασι υπέρτατη αξία, η μόνιμη φαντασίωσή μας, το όνειρο των ονείρων μας. Αξιολογούμε και κατηγοριοποιούμε τους ανθρώπους πρωτίστως αν όχι και μοναδικώς με την οικονομική τους επιφάνεια. Επιτυχημένος άνθρωπος είναι αυτός που έχει καταφέρει – δεν έχει σημασία το πώς – να βγάζει χρήματα και να εξουσιάζει πάνω σ’ άλλους ανθρώπους. Ο χρηστός και ενάρετος άνθρωπος και ο ενεργός και συνειδητοποιημένος πολίτης περνάνε απαρατήρητοι ή προσομοιάζουν σε γραφικές φιγούρες. Αγωνιζόμαστε και αγωνιούμε όχι για να μορφωθούμε, αλλά για να σπουδάσουμε εκείνες τις επιστήμες που θα μας οδηγήσουν σ’ ένα επιτυχημένο οικονομικά επάγγελμα, ένα επάγγελμα προσοδοφόρο.
Ο λαϊκισμός συνδέεται με τον καταναλωτισμό, γιατί αλληλοτροφοδοτούνται και συνάπτονται με απόλυτο τρόπο στην ικανοποίηση κάθε υλικής επιθυμίας των ανθρώπων. Την εύκολη λύση υπόσχονται και οι δύο κοσμοθεωρίες. Είδωλό τους είναι το εύκολο χρήμα. Απαξιώνουν την πνευματική καλλιέργεια. Δεν θεωρούν την εργασία ως πεδίο αυτοπραγμάτωσης του ανθρώπου, παρά μόνο ως αναγκαστικό στοιχείο πλουτισμού. Υπάρχει όμως μια διδαχή της ιστορίας, την οποία δεν λαμβάνουμε καθόλου υπόψη μας. Όποια κοινωνία κινήθηκε υπό την υψηλή καθοδήγηση του καταναλωτισμού και του λαϊκισμού ήταν τελικά κοινωνία παρακμής και οδηγήθηκε σε απόλυτη ήττα. Και δεν χρειάζεται να πάμε μακριά. Η σημερινή κρίση της χώρας μας οφείλεται ουσιαστικά στην καθολική επικράτηση αυτών των δύο (αντι)πολιτισμικών συλλογικών θεωρήσεων.
Ο λαϊκισμός και ο καταναλωτισμός προέκυψαν από την μαζοποίηση των κοινωνιών, από την απομείωση της αυτοτέλειας του ατόμου, από τη διάβρωση της εικόνας του πολίτη και από την υπονόμευση των κοινωνικών του λειτουργιών. Η συλλογικότητα οδηγήθηκε στη μαζοποίηση και εκεί ηττήθηκε. «Η δράση των μαζών είναι η μοναδική δύναμη που τίποτα δεν την απειλεί, και της οποίας το κύρος αυξάνεται διαρκώς. Ο αιώνας στον οποίο μπαίνουμε θα είναι στα αλήθεια η Εποχή των Μαζών»[i]. Εδώ είναι το μεγάλο χωνευτήρι ανθρώπων και λαών. Ήταν ο προπομπός της παγκοσμιοποίησης, που ομογενοποιεί πλέον και τα ευρύτερα εθνικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά κρατών και χωρών. «Μέσα στη συλλογική ψυχή τα πνευματικά χαρίσματα των ανθρώπων, και συνεπώς η ατομικότητά τους, παραμερίζονται. Το ετερογενές πνίγεται μέσα στο ομογενές, και οι ασυνείδητες ιδιότητες κυριαρχούν… Οι μάζες συσσωρεύουν όχι το πνεύμα αλλά τη μετριότητα»[ii].
Οι μάζες χειραγωγούνται εύκολα. Είναι ασκημένες στο «χάιδεμα των αυτιών», στην προαγωγή των ενστίκτων και του ακαλλιέργητου συναισθήματος, στη σχεδόν συνειδητή επιλογή και αποδοχή του ψέματος. Είναι γνωστή η κυνικότητα αυτής της αντίληψης από το κλασικό βιβλίο του Α. Καίσλερ, Το μηδέν και το άπειρο, όπου ο ήρωάς του ισχυρίζεται ότι «η Ιστορία μας έχει διδάξει ότι συχνά τα ψέματα υπηρετούν καλύτερα τους σκοπούς της απ’ ό,τι η αλήθεια». Οι μάζες εύκολα ρέπουν προς το φανατισμό και τον ανορθολογισμό, στη μεσσιανικές αντιλήψεις και στους «χαρισματικούς» ηγέτες. Αναδεικνύουν τον ηγέτη σε απελευθερωτή, το λατρεύουν με θρησκευτικά χαρακτηριστικά. Δεν βλέπουν ποτέ την επόμενη ημέρα. Έχουν μετασχηματίσει τον παραδοσιακό τριμερισμό του χρόνου σ’ ένα απέραντο παρόν.
Τι ήταν τελικά ο υπερδανεισμός της χώρας και ο οικογενειακός υπερδανεισμός πέραν των πραγματικών μας δυνατοτήτων; Οι αιμοσταγείς τοκογλύφοι ποια εθνική και ποια κοινωνική μας ανάγκη υπηρέτησαν; Πώς μπήκαν στη χώρα μας, παραβίασαν κάποιες εθνικές κυριαρχίες ή τους καλέσαμε εμείς; Τι ήταν η επιλογή εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που κάθε φορά υπόσχονταν «λαγούς και πετραχήλια» ακόμα και όταν βλέπαμε την ερημικότητα του τοπίου μας; Όλα αυτά τα «σημεία» δεν ήταν σύμμειξη λαϊκισμού και καταναλωτισμού σε ένα σκηνικό μαζοποίησης; Δεν ήταν ανατροπή των πραγματικών αναγκών μας και υπηρέτηση των πλασματικών και φενακισμένων αναγκών μας; Δεν ήταν η απόλυτη συντριβή της κριτικής σκέψης και της ελευθερίας του πνεύματός μας;
Η σημερινή κρίση δεν είναι μόνο παρενθετική δοκιμασία, για να επανέλθουμε σε ό,τι τη δημιούργησε. Η κρίση ή θα αποτελέσει πεδίο αυτοκριτικής και αυτοπροσδιορισμού των μεγάλων προτεραιοτήτων μας και των κοινωνικών και ανθρωπιστικών αξιών μας ή θα μας οδηγήσει σε περισσότερο σκοτάδι. Αν και τώρα σ’ αυτούς τους σκληρούς καιρούς ευδοκιμούν τα αγκάθια του λαϊκισμού – του καταναλωτισμού αναγκαστικά δεν μπορεί να γίνει -, αν δεν επικρατήσει η ορθοκρισία και η στοχαστική αντίληψη αλλά και η αγωνιστική διάθεση με τις όποιες δύσκολες επιλογές, καμιά υπέρβαση της κρίσης δεν πρόκειται να γεννηθεί…
[i] Λε Μπον, Γκ. (2010), Ψυχολογία των μαζών, Αθήνα: Δ.Ο.Λ., σ. 26
[ii] Ο.π., σ. 37