Του Νίκου Τσούλια
Μόνο στην Ελλάδα συμβαίνει η πιο παράξενη και ανορθολογική στάση των πολιτών της απέναντι σε ένα εθνικό πρόβλημα. Η χώρα έχει εισέλθει εδώ και έξι χρόνια στη μεγαλύτερη κρίση της μεταπολεμικής περιόδου και όμως δεν έχει γίνει καμιά οργανωμένη συζήτηση ούτε στο πώς προκλήθηκε η κρίση ούτε στο πώς θα γίνει η έξοδος απ’ αυτή! Ούτε τα κόμματα και οι κοινωνικοί θεσμοί ούτε τα κοινωνικά κινήματα και οι πολίτες άνοιξαν ποτέ τη συζήτηση ως προς τα αίτια της κρίσης.
Όλοι αρκεστήκαμε σε μια χοντροκομμένη ανάλυση που οριοθετήθηκε κυρίως στην ευθύνη του τότε κυβερνητικού κόμματος της κεντροαριστεράς, στην αδηφαγία του καπιταλιστικού συστήματος και στη στυγνή στάση της Γερμανίας και της Μέρκελ (πρωτίστως) και των αγορών και των δανειστών (δευτερευόντως). Προφανώς και αυτοί οι συντελεστές έχουν παίξει ρόλο στην όλη υπόθεση, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αρκούν να προσδιορίσουν το μέγα πρόβλημα της κρίσης. Πρόκειται για μια σλαβικού τύπου «άσπρου – μαύρου» ανάλυση, που δεν έχει καμιά διεισδυτικότητα, που δεν ξύνει την επιφάνεια και δεν αναζητεί το βαθύτερο υπόστρωμα που επώασε την όλη κρίση.
Μόνο στην Ελλάδα συμβαίνει και η κυβερνητική πολιτική, που ήταν στην πρώτη γραμμή των παραγόντων γέννησης της κρίσης, να μην τίθεται ούτε καν σε μια στοιχειώδη κριτική! Γιατί οι οικονομικοί δείκτες της Ελλάδας οδηγούνταν νομοτελειακά στην κρίση κατά την περίοδο 2004 – 2009, σύμφωνα με όλα τα στοιχεία που αναφέρθηκαν τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και από τους διεθνείς οικονομικούς οργανισμούς (Ο.Ο.Σ.Α.) και από τους διεθνείς Οίκους Αξιολόγησης. Και δεν μπήκαμε στον κόπο ούτε καν να κάνουμε μια απλή ανάγνωση των στοιχείων που έδειχναν το δρόμο προς την κρίση! Ούτε στη Βουλή των Ελλήνων τα κόμματα άνοιξαν μια επί τούτουσυζήτηση για το μέγα πρόβλημα της χώρας, προκειμένου να ενημερωθούν συγκροτημένα και συστηματικά οι πολίτες για τις αιτίες της κρίσης και κυρίως στις επιλογές ενός εθνικού σχεδίου για την υπέρβασή της.
Μόνο στην Ελλάδα συμβαίνει και ο πρωθυπουργός που προηγήθηκε της κρίσης για πέντε χρόνια όχι μόνο δεν συνάντησε την κριτική αλλά και βγαίνει και αποτιμητής της όλης ιστορίας (sic). Πρόκειται για τον πρωθυπουργό που “έβλεπε” την κατάρρευση της οικονομίας και οδήγησε τη χώρα άρον – άρον σε εκλογές με απόλυτη δική του πρωτοβουλία για να «μη σκάσει η βόμβα» στα χέρια του. Διαρρέει δε την άποψή του μέσω των προσωπικών κύκλων του σαν να είναι ο μέγας σοφός αυτής της χώρας για το δέον γενέσθαι. Συμβούλεψε εισέτι και τον τωρινό πρωθυπουργό της απόλυτης δημαγωγίας στο τι πρέπει να κάνει για να μη βγει η Ελλάδα από την ευρωζώνη! Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι η πρώτη γραμμή της πολιτικής σκηνής μας δεν είναι μια μεγάλη παιδική χαρά;
Μόνο στην Ελλάδα συμβαίνει και ο λαός της στην πιο κρίσιμη φάση της σύγχρονης ιστορίας του αντί να στοχαστεί και να συζητήσει στο τι συνέβη και εισήλθε στη χοάνη της «μαύρης αβύσσου» και στο πώς θα βγει στην «επιφάνεια του φωτός», επιδόθηκε με περισσή επιμέλεια στο λαϊκισμό. Ψήφισε δύο φορές πρωθυπουργούς και αντίστοιχες κυβερνήσεις για να καταργήσουν το 1ο Μνημόνιο και αυτοί έφεραν το 2ο και το 3ο Μνημόνιο που ήταν ακόμα πιο επώδυνα, χωρίς ποτέ να αναλογιστεί ο λαός στο πώς στις δύσκολες καταστάσεις μπορεί να προσφεύγει στα παραμύθια που δεν είναι πιστευτά ούτε σε μικρά παιδιά. Και τώρα δηλώνει αυτός ο λαός απογοητευμένος, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Γιατί άραγε, γιατί δεν υπάρχει άλλο κόμμα φτιαγμένο με υλικά δημαγωγίας ή γιατί τελείωσαν όλα τα καλά παραμύθια;
Νιώθω την ανάγκη να δώσω ένα πιο προσωπικό χρώμα στον επίλογο του άρθρου. Να δηλώσω την ευθύνη μου για τη σημερινή κατάσταση, σε μια χώρα στην οποία δεν έχει κανένας δηλώσει ότι ίσως να φταίει!!! Θεωρώ ότι ως εκπαιδευτικός έχω ευθύνη (ίσως και ενοχή…) επί του όλου ζητήματος. Εκτιμώ ότι τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα αυτή την περίοδο αποκαλύπτουν και μια σοβαρή αποτυχία του εκπαιδευτικού μας συστήματος και του έργου των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων. Για τον εξής πολύ απλό και άκρως σοβαρό λόγο. Δεν μάθαμε το λαό αυτής της χώρας να σκέπτεται ορθολογικά, ενώ αντίθετα επιδίδεται σε λαϊκίστικες χίμαιρες και σε φαντασιώσεις που του υπονομεύουν ευθέως τη ζωή του και το μέλλον του.
Η ερώτηση της αυτοκριτικής μου είναι απλή: Αν το σχολείο, που μαθαίνει τόσα και τόσα γράμματα στους νέους αυτού του τόπου, δεν προάγει την ορθοκρισία και τη δυνατότητα του «σκέπτεσθαι» και του «λογικώς στοχάζεσθαι» – που είναι και η βασική αποστολή του – γιατί ακριβώς υπάρχει και λειτουργεί;