Του Νίκου Τσούλια
Όχι δεν είναι θέμα αυταρέσκειας ούτε εγωισμού αυτή η διαπίστωσή μου. Αντίθετα, είναι θέμα βαθύ προσωπικό αλλά και μιας κάποιας μορφής ταπεινότητας. Και απολογούμαι.
Νιώθω μια μεγάλη ψυχική ανάγκη για το γράψιμο. Έχω μεγάλη επιθυμία να γράφω κάθε ημέρα. Δύσκολα θα θυμηθώ να υπάρχει ημέρα που δεν έχω γράψει. Θεωρώ ότι κάθε ημέρα πρέπει να αφήνω κάποιο πνευματικό ίχνος, κάποιο σημάδι για την παρουσία μου. Για μένα, κάθε ημέρα είναι διαφορετική και ξεχωριστή, γιατί έχει το ιδιαίτερο σημείωμα της γραφής μου. Ημέρα χωρίς γραφή τη θεωρώ ημέρα που δεν υπήρξε ή μάλλον ημέρα που δεν την έζησα.
Μ’ αρέσει πολύ να διαβάζονται από τα κείμενά μου, να έχω αναγνώστες. Πάντα μου άρεσε, από τότε που συνεργαζόμουνα επαγγελματικά με τις εφημερίδες στις δόξες τους. Αυτή η νοοτροπία μπορώ να ισχυριστώ ότι εμπεριείχε και αυταρέσκεια και εγωισμό. Ενώ σήμερα αυτή η νοοτροπία έχει πολύ υποχωρήσει, γιατί χαίρομαι το γράψιμο κάθ’ εαυτό. Τις στιγμές που γράφω αισθάνομαι μια απόλυτα προσωπική πληρότητα, μια αυθεντική γεύση του εαυτού μου, μια πνευματική διέγερση.
Είμαι ταυτόχρονα «συγγραφέας» και αναγνώστης των απόψεών μου. Και επινοώ μια τεχνική για να μπορούν να διαφοροποιούνται οι δύο ιδιότητές μου, η αυθεντική (αναγνώστης) και η κίβδηλη (συγγραφέας). Γράφω και δημοσιεύω τα κείμενά μου – ως επί το πλείστον – σε διαφορετικούς χρόνους. Και με τη δημοσίευση ξαναγίνομαι και εγώ αναγνώστης των παλιότερα γραμμένων κειμένων μου. Έτσι, για το «Ανθολόγιο» που είναι η κύρια κοίτη της σημερινής γραφής μου, προηγείται η γραφή μου περίπου δύο χρόνια από τη δημοσίευση των κειμένων! Έτσι, τα άρθρα που γράφω σήμερα έχουν πάρει ήδη σειρά για να δημοσιευτούν τον Ιούνιο του 2017… Φυσικά εξαιρούνται τα άρθρα – κυρίως πολιτικά και εκπαιδευτικά, αν και όχι πάντα – που έχουν άρωμα επικαιρότητας.
Εκτός από την πνευματική ανάταση – και μερικές φορές και έκσταση… – που αισθάνομαι υπάρχουν και άλλες όψεις στην πράξη του γραψίματος. Πρώτον, η αίσθηση της δημιουργικότητας είναι πολύ ισχυρή. Θεωρώ ότι από την καθημερινή γραφή κάτι ξεπηδάει που είναι απόλυτα δικό μου δημιούργημα. Είναι βέβαιο ότι οι περισσότερες σκέψεις μου δεν μπορεί να είναι πρωτόγνωρες, αλλά πάντα ελπίζω και προσδοκώ ότι μέσα από αυτό το νέφος των εννοιών κάτι απόλυτα δικό μου γεννιέται. Και αυτό το πνευματικό δημιούργημα – μικρό και ταπεινό δεν έχει καμιά σημασία – είναι συνεχής τροφοδότης και καλλιεργητής του στοχασμού μου.
Δεύτερον, αναζητώ αφορμές για γράψιμο, σημάδια που θα τους δώσω τη δική μου διάσταση. Ένα απλό καθημερινό γεγονός του σχολείου, του δρόμου, των αναγνωσμάτων μου θα μου δώσει κάποιο σημάδι για γραφή. Και είναι από κάθε άποψη συναισθηματικά όμορφο να αναλύω ένα ασήμαντο γεγονός ή πράγμα, να ξύνω την επιφάνεια του «φαίνεσθαι», να διεισδύω στο βαθμό που μπορώ στον πυρήνα των φαινομένων, να ξετυλίγω την τυπική μονομέρεια ενός ζητήματος και να του προσδίδω μια μορφή βεντάλιας, όπου κάθε όψη βεντάλιας δίνει μια άλλη και πάει λέγοντας.
Τρίτον, παίζω ένα ιδιότυπο παιχνίδι με αυτά τα μικρά δημιουργήματά μου, που μπορεί να είναι μια εικόνα εννοιών, μια ιδέα, μια παράσταση λέξεων, ένα γεγονός, μια επινόηση, μια μυθοπλασία, μια φαντασίωση κλπ. Γυρίζω κατά καιρούς πίσω και τα συναντώ και θεωρώ ότι φιλοτεχνώ μια εικόνα νοσταλγίας για ασήμαντα μεν πράγματα, αλλά επειδή εγώ τα έχω ανάγει σε προσωπικές μαρτυρίες, σε βαδισμένα από μένα μονοπάτια με πέτρες ριγμένες στην άκρη τους ασκούν πάνω μου μια περίεργη ευχαρίστηση. Ξανασυναντάω παλιούς καιρούς και στοχάζομαι επί των σκέψεών μου εκείνης της εποχής. Παίζω με τον χρόνο; Παίζω με τον εαυτό μου; Δεν ξέρω, πάντως είναι ένα όμορφο παιχνίδι. Και συχνά η παλιά γραφή, με κάποιο ξεχωριστό εύρημά της γίνεται αφορμή για ένα καινούργιο γράψιμο τεμνόμενης θεματολογίας με την παλιότερη.
Τέταρτον, σ’ όλη αυτή την ιστορία ενυπάρχει και μια μορφή ματαιοδοξίας και κρυφής ελπίδας. Και επειδή η γραφή είναι και μια μορφή εξομολόγησης, αφού πάντα έχει στοιχεία προσωπικής αφήγησης – επινοημένης ή μη δεν έχει σημασία -, οφείλω να πω και τούτο. Γράφοντας ελπίζω ότι κάπου / κάποτε θα βρω μια μορφή «δικαίωσης». Όχι, δεν εννοώ ότι τα άρθρα μου θα έχουν κάποια αξία. Εννοώ ότι κάποιος μακρινός απόγονός μου, που θα έχει το «ίδιο ψώνιο» με εμένα, ενδεχομένως να αξιολογήσει ως ιδιαίτερα σημαντικά κάποια κείμενά μου. Και ο συλλογισμός μου είναι απλά επαγωγικός. Γιατί, αν εγώ έβρισκα κείμενα και σκέψεις του παππού μου που είχε πάει στη Μικρά Ασία ή του προπάππου μου που ζούσε στο μεταίχμιο του 19ου και του 20ου αιώνα θα τα θεωρούσα ως πολύτιμο θησαυρό, θα τα είχα κρυφό καμάρι, θα τα διάβαζα και θα τα ξαναδιάβαζα ως ιερό φυλαχτό.
Και σκέπτομαι και αναρωτιέμαι; Τι μπορεί να σημαίνει ένα τέτοιο ταξίδι της σκέψης μου στο βάθος του χρόνου; Μήπως είναι μια μορφή «μικρής αθανασίας»; Μήπως θα ξαναγεννιέμαι κάθε φορά που κάποιος θα με διαβάζει; Μπορεί όλα αυτά να είναι αυταπάτη ή φαντασίωση. Αλλά υπάρχει άνθρωπος που δεν ζει με αυταπάτες και με φαντασιώσεις;
Κορυφαίο κείμενο!