Του Νίκου Τσούλια
Η ιστορικογενετική εξέλιξη του Λόγου του ανθρώπου μπορεί να υπαχθεί σε μια βασική περιοδολόγηση με διακριτό σε κάθε φάση έναν χαρακτήρα του Λόγου. Έτσι, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι «εν αρχή ην» η Αφήγηση και η Ποίηση μέσω των οποίων άνθρωποι και λαοί συναρθρώνουν το πολιτισμικό νήμα της συνέχειάς των και του ταξιδιού τους στο χρόνο και στο χώρο…
Στη συνέχεια αρχίζει η προσπάθεια του ανθρώπου της ερμηνείας του Κόσμου και του Εαυτού του. Πρόκειται για τη χαραυγή του ορθού λόγου. Το θαυμάζειν, το απορείν, το ερωτάν είναι διαρκώς στη σκέψη του. Τώρα τίθενται τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα και αναδύεται η θέληση του ανθρώπου να εγκαταλείψει τη μεταφυσική και τη θρησκευτική θεώρηση των πραγμάτων και να ερμηνεύσει την πραγματικότητα με αιτιακές σχέσεις. Εδώ σ’ αυτή τη φάση μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι η Φιλοσοφία που είναι η κρατούσα αντίληψη του πρωτοποριακού τμήματος των κοινωνιών. Η Φιλοσοφία συνενώνει όλο το πεδίο της γνώσης και αποτελεί τη βάση του. Και εδώ η συμβολή των Ελλήνων είναι καθοριστική για το Δυτικό πολιτισμό και όχι μόνο. «Η ανακάλυψη του δραστήριου ερευνητικού πνεύματος είναι δική τους προσφορά. Βάση αυτού του πνεύματος αποτελεί μια καινούρια αντίληψη του ανθρώπου για τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτή τη διαδικασία, την ανακάλυψη του πνεύματος, θα έχουμε υπόψη μας στην εξέταση της ελληνικής ποίησης και φιλοσοφίας από τον Όμηρο και μετά. Οι σταθμοί της πορείας αυτής είναι το έπος, η λυρική ποίηση, το δράμα, οι προσπάθειες για ορθολογική σύλληψη της φύσης και της ανθρώπινης ύπαρξης»[i].
Από τη στιγμή που η ανθρώπινη σκέψη άρχισε να εκλογικεύει και να απομαγεύει τον Κόσμο δίνοντας ορθολογικές ερμηνείες πρωτίστως στις λειτουργίες της Φύσης και λιγότερο στον ψυχισμό του ανθρώπου, η παραγωγή διαρκώς όλο και πιο νέας γνώσης είναι στο προσκήνιο της Ιστορίας. Η εξειδίκευση και ο επιμερισμός της γνώσης οδηγεί νομοτελειακά στη συγκρότηση της Επιστήμης, της χώρας των επιστημών. Τώρα η γνώση δεν είναι απλά και μόνο θεωρητική αλλά εντάσσεται στην ιστορία ως κύριο πεδίο μετασχηματισμού της φύσης. Τώρα η κοινωνία συνδιαλέγεται με τη φύση μέσα από νέους «προνομιακούς όρους». Τώρα η κοινωνία επιδρά περισσότερο επί της Φύσης, από ό,τι το αντίστροφο όπως συνέβαινε μέχρι τώρα. Και σ’ αυτή την αναστροφή παίζει καθοριστικό ρόλο η Επιστήμη που παίρνει τον πρώτο λόγο στη διαμόρφωση του Λόγου.
Μπορούμε λοιπόν να ισχυριστούμε ότι η έννοια της επιστήμης έχει ως γενέθλιο τόπο τη φιλοσοφία και έκτοτε πορεύονται από κοινού αλλά εν των μεταξύ οι σχέσεις των περνάνε από διάφορα εξελικτικά στάδια. Μπορούμε να δούμε την πορεία των εν λόγω σχέσεων μέσα από κάποια «παραδείγματα» της Γνώσης συνδυάζοντάς τα με σχετικά ιστορικά πρόσωπα. Στο ζευγάρι Φιλοσοφίας / Φυσικής έχουμε τις περιπτώσεις του Αριστοτέλη και του Νεύτωνα. Ο Αριστοτέλης δεσπόζουσα προσωπικότητα στην ιστορία της ανθρωπότητας είναι η εμβληματική μορφή της κυρίαρχης φιλοσοφικής και γενικής σκέψης, ενώ ο Νεύτωνας θα δώσει το έναυσμα στην πρωτοπορία της Επιστήμης και της εξειδικευμένης γνώσης που με οδηγό το μαθηματικό λογισμό και το πείραμα θα αλλάξει το «παράδειγμα» της σκέψης του ανθρώπου. Τώρα οι ισορροπίες αλλάζουν και «η σύγχρονη επιστήμη υποκαθιστά τις αριστοτελικές ουσίες με τις λειτουργικές σχέσεις, τις δομές, και η λογική του χειρισμού των συμβόλων είναι αυτή πλέον που καθοδηγεί το χέρι του φυσικού προς τα υποχρεωτικά συμπεράσματα»[ii].
Οι σχέσεις φιλοσοφίας και επιστήμης συχνά εμφανίζονται αντιπαραθετικές και η καθεμιά διαμορφώνει ένα κλειστό σύστημα αναφοράς μέσα από το οποίο επιχειρεί να αυτοεπιβεβαιώνεται. Ταυτόχρονα η καθεμιά επιχειρεί την κοινωνική νομιμοποίησή της μέσα από την προσφερόμενη ωφελιμότητα. Εδώ η επιστήμη με τη συνέργεια και του γεννήματός της, της Τεχνολογίας, εμφανίζεται να αποκομίζει πιο εύκολα τις κοινωνικές δάφνες. Ο λόγος είναι απλός και εύκολα προσλήψιμος, αφού τα αποτελέσματα της ωφελιμότητας της επιστήμης είναι πάντα ορατά στην κοινωνία, στην οικονομία, στον πολιτισμό, στην καθημερινή ζωή.
Ωστόσο αυτή η θεώρηση έχει σχετική αξία. Γιατί ο ρόλος της Φιλοσοφίας μπορεί να είναι λιγότερο ορατός στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα και στην αιχμή των εξελίξεων, αλλά η πραγματική εικόνα είναι διαφορετική. Αρκούν δύο παραδείγματα για να καταδειχτεί ο καθοριστικός ρόλος της φιλοσοφίας. α) Στο ερώτημα «τι είναι ζωή», η επιστήμη δίνει μια πολύ σαφή απάντηση μέσα από το «λεξιλόγιο» της Βιολογίας – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η απάντηση είναι ικανοποιητική -, ενώ η φιλοσοφία εμφανίζεται πιο γενικόλογη και πιο στοχαστική και θέτει ένα ευρύτερο και πιο ουσιώδες πλαίσιο για το ερώτημα που ικανοποιεί καλύτερα τον όλο προβληματισμό μας. β) Στο οικονομικό πρόβλημα της σύγχρονης ανθρωπότητας, η επιστήμη παρουσιάζεται πιο ωφελιμιστική αφού προσφέρει περισσότερες λύσεις. Αλλά η φιλοσοφία μπορεί να διαμορφώσει μια άλλη κουλτούρα και έναν άλλο τρόπο ζωής, που αμφισβητεί τον καταναλωτισμό και προκρίνει την εγκράτεια και την ολιγάρκεια ως κρατούσες αξίες και με αυτό τον τρόπο δημιουργεί καλύτερα οικονομικά αποτελέσματα και κυρίως μια σαφώς βιώσιμη ανάπτυξη.
Είναι επίπλαστη λοιπόν και φαινομενική η υπεροχή της επιστήμης έναντι της φιλοσοφίας απέναντι στην κοινωνία και μόνο μια κοντόθωρη αντίληψη μπορεί να παραμείνει στα επιφαινόμενα…
Θα συνεχίσουμε με το δεύτερο μέρος.
[i] Bruno Snell (1997), Η ανακάλυψη του πνεύματος, Αθήνα: Μ.Ι.Ε.Τ., σ. 10
[ii] Bourdieu P. (2007), Επιστήμη της επιστήμης και αναστοχασμός, Αθήνα: Πατάκης, σ. 116