Του Νίκου Τσούλια
Οι μεγάλες κοινωνικές κινητοποιήσεις αυτής της περιόδου καταδεικνύουν για μια ακόμα φορά αφενός τη θέληση του ελληνικού λαού να μην δεχτεί μια περαιτέρω συρρίκνωση των δικαιωμάτων του και αφετέρου το αδιέξοδο της κυβερνητικής πολιτικής του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και της πρακτικής των δανειστών. Δυστυχώς παρακολουθούμε μια πολιτική «επαναλαμβανόμενων κυμάτων» μείωσης του εισοδήματος των Ελλήνων και όξυνσης της οικονομικής ύφεσης της χώρας.
Δεν έχει παρουσιαστεί μέχρι τώρα μια οικονομική πολιτική, η οποία θα οδηγεί στο ξεπέρασμα της κρίσης και όχι στη διαρκή αναπαραγωγή της. Το εν λόγω αδιέξοδο οφείλεται κυρίως στις υπερβολικές απαιτήσεις των δανειστών αλλά και στην αδυναμία των αλλεπάλληλων διαδοχικών κυβερνήσεών μας να εφαρμόσουν μια πολιτική πρόταση υπέρβασης της κρίσης. Σ’ αυτά τα δύο στοιχεία πρέπει να προστεθεί και η προσχώρηση του λαού σε δημαγωγικές αντιλήψεις και η αδυναμία των κοινωνικών δυνάμενων να ενοποιήσουν τον αγώνα τους μέσα από ένα πραγματικό συνεκτικό πλαίσιο δράσης με σαφές πολιτικό περιεχόμενο.
Δυστυχώς το πολιτικό μας σύστημα φάνηκε πολύ κατώτερο των περιστάσεων. Δεν κατάφερε ούτε μια στιγμή να βρει κάποια σημεία εθνικής συνεννόησης και να διαμορφώσει μια πρόταση «ευρείας ανοχής», η οποία θα είχε και καλύτερη τύχη απέναντι στην επιθετικότητα των δανειστών. Κάθε φορά τα κόμματα της αντιπολίτευσης έφτιαχναν μέτωπα σκληρής αλλά ανύπαρκτης επί της ουσίας αντιπαράθεσης με μοναδικό στόχο να ρίξουν την κυβέρνηση και να έλθουν αυτά για να εφαρμόσουν την ίδια ακριβώς πολιτική!
Κατά τη γνώμη μου τρία ήταν τα στοιχεία μιας εθνικής συνεννόησης και μιας αποτελεσματικής διακυβέρνησης. Πρώτον, προφανώς κάποιας μορφής Μνημόνιο ήταν αναπόφευκτο. Όλα τα άλλα που έχουν ειπωθεί περί δήθεν «λυτρωτικών λύσεων» και περί «απελευθέρωσης» προορίζονται για αφελείς και για ανόητους. Η μετριοπάθεια στις κρίσεις είναι πολιτική δύναμη, ενώ ο βερμπαλισμός είναι στοιχείο ήττας. «Τα δέντρα που λυγίζουν δεν τα σπάζει ο άνεμος»!
Δεύτερον, τα κόμματα που πίστευαν και πιστεύουν στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας θα έπρεπε (και θα πρέπει) να διαμορφώσουν ένα κυβερνητικό σχήμα μεγάλης κοινοβουλευτικής και κοινωνικής πλειοψηφίας με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή δυναμική στις διαπραγματεύσεις της χώρας με τους δανειστές. Τα κόμματα που θα μπορούσαν να συμβάλουν σ’ αυτή την κατεύθυνση είναι όσα περιλαμβάνονται στο πολιτικό φάσμα από την Κεντροαριστερά μέχρι τη Δεξιά παράταξη. Αλλά δυστυχώς τα κόμματα το μόνο για το οποίο ενδιαφέρθηκαν ήταν η αύξηση της έστω και πρόσκαιρης κομματικής επιρροής τους στηριζόμενα στο λαϊκισμό και μόνο. Παράλληλη μ’ αυτή την κομματική και εθνοκτόνα πολιτική συμβάδισαν και οι πολιτικοί ηγέτες. Ήταν και είναι οπαδοί των οπαδών τους και μάλιστα των «πυροβολημένων» οπαδών τους και όχι ηγέτες που θα διαπαιδαγωγούσαν, θα καθοδηγούσαν και θα κυβερνούσαν. Έφτιαξαν την εικόνα τους με την εύκολη αλλά και σαθρή ύλη της δημαγωγίας, με πρώτο και καλύτερο, τον Α. Τσίπρα, το μεγαλύτερο λαϊκιστή της μεταπολίτευσης.
Τρίτον, τα κοινωνικά κινήματα έπρεπε εκτός του προφανούς αντιμνημονιακού προσανατολισμού τους να διαμορφώσουν και μια πολιτική κατεύθυνση με ιδεολογικό περιεχόμενο και να μην αθροίζεται κάθε «καρυδιάς καρύδι», όπου τα στοιχεία που αναδεικνύονταν ήταν η αγανάκτηση και οι εκδηλώσεις κάθε μορφής βίας. Επέδειξαν μια φοβερή τάση ανωριμότητας και αυτό διευκόλυνε τελικά και το κομματικό μας σύστημα να διαμορφώνει φράχτες στα όρια του κάθε κόμματος αλλά και τους δανειστές που, βλέποντας ότι το όλο σκηνικό του αντιμνημονιακού στρατοπέδου περιελάμβανε δυνάμεις από την «Χρυσή Αυγή» μέχρι τους αναρχικούς και την εξωκοινοβουλευτική αριστερά με συνεκτικό ιστό την χωρίς πολιτικό περιεχόμενο αντίδραση σε κάθε μέτρο Συμφωνίας, ήξεραν πολύ καλά ότι δεν υπήρχε συγκεκριμένη πολιτική προοπτική.
Είναι ανεξήγητο το πώς ένας λαός και ένα πολιτικό σύστημα σε ιστορικές στιγμές βαθιάς κρίσης δεν κατάφεραν να συνενώσουν στοιχειωδώς τις δυνάμεις τους σε μια προοπτική διεξόδου από την κρίση και μάλιστα με (περίπου) δεδομένες τις πολιτικές επιλογές επί του πεδίου διακυβέρνησης, γιατί δεν υπάρχει κανένα εναλλακτικό σχέδιο. Αλλά όταν δεν έχουμε ορθολογισμό στον τρόπο σκέψης μας και οι αποφάσεις μας καθορίζονται μόνο από την επιθυμία μας χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους την αντικειμενική πραγματικότητα, όταν τα κόμματά μας είναι «παιδικές χαρές» και οι ηγέτες τους με μικρό, πολύ μικρό ανάστημα, όλα όσα συνέβησαν και θα συμβούν είναι απόλυτη φυσική συνέπειά τους! Καταδείχτηκε με τον πιο εμφαντικό τρόπο ότι ηγεσία και πολίτες είμαστε καθρέφτες ο ένας για τον άλλο, χωρίς να βλέπουμε την απλή πραγματικότητα, χωρίς να μπορούμε να διαμορφώσουμε το μέλλον μας.
Και τώρα τι κάνουμε; Η ταπεινή μου γνώμη είναι απλή: αυτά που έπρεπε να έχουμε κάνει και που ήδη περιέγραψα. Είναι στοιχεία που η απλή αλλά και φοβερή δύναμη του ορθολογισμού αναδεικνύει με απόλυτο σχεδόν τρόπο!