Την αξία των διονυσιακών εορτών για την ψυχική υγεία την γνώριζαν πολύ καλά ακόμη και οι διώκτες του ελληνικού πνεύματος
«Βίος ἀνεόρταστος μακρή ὁδός ἀπανδόκευτος»
(Δημόκριτος, 460-370, Fragment 230)
(= η ζωή χωρίς γιορτές μοιάζει με μακρινό δρόμο, όπου δεν υπάρχει ένα πανδοχείο να ξεκουραστείς, να πάρεις ανάσα)
«Ἀνοήμονες βιοῦσιν οὐ τερπόμενοι βιοτῇ»
(= Δημόκριτος 460-370, Fragment 200)
(= οι άμυαλοι ζουν χωρίς να απολαμβάνουν τις χαρές της ζωής)
«Ἥδιστα τοῖς ἀνθρώποις ἑορταί καί εἰλαπιναί»
(Πλούταρχος, 45-120, “Περί δεισιδαιμονίας” 169d)
(= πολύ διασκεδάζουν τους ανθρώπους οι γιορτές και τα συμπόσια)
«Καί μήν καί τῶν πόνων πλείστας ἀναπαύλας τῇ γνώμῃ ἐπορισάμεθα, ἀγῶσι μέν τε καί θυσίαις διετησίοις νομίζοντες»
(= Θουκυδίδης, 460-395, Επιτάφιος βιβλ. Β’, 38)
(= και για το πνεύμα μας όμως φροντίσαμε να εξασφαλίσουμε πάρα πολλούς τρόπους ανάπαυσης από τους κόπους με τη διοργάνωση αγώνων και την τέλεση θυσιών σ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου)
«Θεοί δέ οἰκτείραντες τό τῶν ἀνθρώπων ἐπίπονον πεφυκός γένος, ἀναπαύλας τε αὐτοῖς τῶν πόνωνἐτάξαντο τάς τῶν ἑορτῶν ἀμοιβάς τοῖς θεοῖς, καί Μούσας Ἀπόλλωνά τε μουσηγέτην καί Διόνυσον συνεορταστάς ἔδοσαν ἵν᾽ ἐπανορθοῦται τάς τε τροφάς γενομένας ἐν ταῖς ἑορταῖς μετά θεῶν»
(= Πλάτων, 427-347, “ΝΟΜΟΙ” βιβλ. Β’, 653)
(= και επειδή οι θεοί λυπήθηκαν το γένος των ανθρώπων, που είναι καταδικασμένοι από τη φύση τους να κοπιάζουν πολύ, όρισαν ως ξεκούραση/αναψυχή από τους κόπους, τις γιορτές που εκτελούν προς τιμή των θεών, και έδωσαν ως συνεορταστές τις Μούσες και τον ηγέτη των Μουσών Απόλλωνα και τον Διόνυσο, για να τους δίνουν την ευκαιρία, με τη δική τους συντροφιά να βελτιώνονται και να ηρεμούν.
σχόλιο: Ο Κύριος της Δόξης είχε προειδοποιήσει τους πρωτόπλαστους πως «με κόπο και ιδρώτα του προσώπου σας θα βγάζετε το ψωμί σας» (Γένεσις 3.19). Και όλα αυτά γιατί προτίμησαν τον επιούσιον από τον επουράνιον άρτον. Εκδιώχθηκαν από τον κήπο της Εδέμ, τον φυσικό παράδεισο και εγκαταστάθηκαν στον τεχνητό παράδεισο ή στη γήινη “κόλαση”. Σήμερα οι άνθρωποι, “οι υστερόπλαστοι” ,δεν κοπιάζουν ούτε ιδρώνουν καθόλου, γιατί πατούν μόνο κουμπιά. Αυτό δεν το πρόβλεψε ο Θεός της Δόξης;
Οὐδὲ γὰρ οὐδὲ Δρύαντος υἱὸς κρατερὸς Λυκόοργος
δὴν ἦν, ὅς ῥα θεοῖσιν ἐπουρανίοισιν ἔριζεν·
ὅς ποτε μαινομένοιο Διωνύσοιο τιθήνας
σεῦε κατ᾽ ἠγάθεον Νυσήϊον· αἳ δ᾽ ἅμα πᾶσαι
θύσθλα χαμαὶ κατέχευαν ὑπ᾽ ἀνδροφόνοιο Λυκούργου θεινόμεναι βουπλῆγι· Διώνυσος δὲ φοβηθεὶς
δύσεθ᾽ ἁλὸς κατὰ κῦμα, Θέτις δ᾽ ὑπεδέξατο κόλπῳ
δειδιότα· κρατερὸς γὰρ ἔχε τρόμος ἀνδρὸς ὁμοκλῇ.
Τῷ μὲν ἔπειτ᾽ ὀδύσαντο θεοὶ ῥεῖα ζώοντες,
καί μιν τυφλὸν ἔθηκε Κρόνου πάϊς· οὐδ᾽ ἄρ᾽ ἔτι δὴν
ἦν, ἐπεὶ ἀθανάτοισιν ἀπήχθετο πᾶσι θεοῖσιν·
(Όμηρος, Ιλιάδα Ζ’, στιχ. 130-140)
(γιατί ούτε και ο γιος του Δρύαντα, ο δυνατός Λυκούργος, που μάλωνε με τους θεούς, έζησε πολύ. Αυτός κάποτε κυνήγησε πάνω στο ιερό Νυσήιο τίς παραμάνες του Διόνυσου, που είναι γεμάτος από θεία μανία. Εκείνες πέταξαν όλες μαζί χάμω τους θύρσους τους, καθώς τις χτυπούσε με το βούκεντρο ο αντροφόνος Λυκούργος. Ο Διόνυσος πάλι φοβήθηκε και χώθηκε μέσα στης θάλασσας το κύμα, και η Θέτιδα τον δέχτηκε στην αγκαλιά της φοβισμένο· γιατί τον κρατούσε δυνατή τρεμούλα από τις φοβέρες εκείνου. Μ’ αυτόν όμως αγανάχτησαν οι θεοί που ζουν άκοπα, και ο γιος του Κρόνου τον τύφλωσε· ούτε και που έζησε πολύ, γιατί τον μίσησαν όλοι οι αθάνατοι θεοί.
σχόλιο: Η πρώτη και αρχαιότατη παράδοση για τον Διόνυσο τη συναντάμε στον Όμηρο, όπου προβάλλεται η Θρακική καταγωγή του, στην παιδική του ηλικία. Ο Λυκούργος < λῦκος = φῶς + εἵργνυμι =εμποδίζω το φως, υιός του Δρύαντος (= δρυμός, δάσος) είναι ο ήλιος που φυλακίζει με τα νέφη του, ο βαρύς χειμώνας.
«πολύ πρότερον δέ νόμος βιωτικός ἐστιν οὗτος τό ἀκόλουθον τῇ φύσει πράττειν»
(Επίκτητος 55-130, Διατριβαί από τον Αρριανό, βιβλ. 1, κεφ. 25, §2)
(= πολύ πρωτύτερα νόμος αναγκαίος για τη ζωή είναι ο άνθρωπος να κάνει ό,τι η φύσει ορίζει)
Οι αρχαίοι πρόγονοί μας γνώριζαν πολύ καλά τη σημασία και αξία που έχει να ζει ο άνθρωπος σύμφωνα με τις επιταγές της φύσης. Ας μην ξεχνάμε το πρόσταγμα των Στωικών «ὁμολογουμένως τῇ φύσει ζῆν»ήτοι να ζούμε σύμφωνα με τη φύση, που ταυτιζόταν με το «κατ’ ἀρετήν ζῆν».
Κι αυτό είναι η μία αιτία που τα ψυχιατρεία ήταν άγνωστα στην αρχαία Ελλάδα.
Πέρα από την εκτόνωση της ψυχής σημαντικό ρόλο στην ψυχική ισορροπία παίζει η ένταξή μας στο κοινωνικό σύνολο και η αποδοχή της ένταξης των υπολοίπων με τις ατομικές ιδιομορφίες του καθενός. Δηλαδή να λειτουργήσουμε με το κοινωνικό εγώ μας.
Τώρα που απομακρυνθήκαμε / αποκοπήκαμε από τη φύση, το φυσικό μας περιβάλλον, όλες οι επαφές μας είναι πλέον “τεχνητές” μεσολαβεί κάποιος “μεσάζων” αρκούμαστε και ικανοποιούμαστε με “υποκατάστατα” παντός είδους.
Σήμερα δεν αποδεχόμαστε την ένταξη του καθενός με τις ιδιομορφίες του, γιατί πρώτα απ’ όλα είμαστε απροσάρμοστοι εμείς. Κάποιοι δεν θέλουν να λειτουργούμε με το κοινωνικό εγώ μας / πρόσωπο, με τη δύναμη της ομάδας, για να είμαστε εύκολα θύματα και θηράματα στα εξουσιαστικά σχέδιά τους.
Αν βέβαια είναι δυνατόν να ενταχθούμε και να λειτουργήσουμε με το κοινωνικό εγώ μας και με ισορροπημένη ψυχή, μέσα στην αφύσικη κοινωνία που μας έχουν εξαναγκάσει να διαβιούμε.
Ο Μέγας Φυσικός Φιλόσοφος, Ηράκλειτος (535-475) διακήρυττε: «εἰ μή γάρ Διονύσῳ πομπήνἐποιοῦντο καί ὕμνεον ἆσμα αἰδοίοισιν, ἀναιδέστατα εἴργαστ᾽ἄν» (Fragment 15). Ήτοι (= όσοι δεν συμμετείχαν στις πομπές προς τιμήν του Διονύσου και δεν εξυμνούσαν με τραγούδια τα γεννητικά μόρια, ήταν ικανοί να πράξουν τα πιο αναιδή / αδιάντροπα.
Αυτό συμβαίνει γιατί ένα άτομο με καταπιεσμένη ψυχή, που δεν την εκτονώνει, οδηγείται σ’ ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Οι Αρχαίοι πρόγονοί μας θέλοντας να προλάβουν την εκδήλωσή τους, που εκτός από την ατομική υγεία έβλαπταν το κοινωνικό σύνολο, πλάι στις γιορτές εκτόνωσης είχαν θεσπίσει και εορτές “σωφρονισμού” όπως τα Αγριάνια (Αργος), τα Αγρ(ι)ώνια (Βοιωτία). Επίσης ο Τραγικός Ποιητής Ευριπίδηςστην τελευταία του τραγωδία “Βάκχαι”, μας εξιστορεί πού οδηγούσε η μη τέλεση των διονυσιακών εορτών. Το άσχημο τέλος του βασιλιά της Θήβας Πενθέα, που τόλμησε να μην τελεί τις βακχικές τελετές προς τιμήν του Διονύσου, κατακρεουργήθηκε από την ίδια του τη μάνα Αγαύη, που τον πέρασε για λιοντάρι.
Την αξία των διονυσιακών εορτών για την ψυχική υγεία την γνώριζαν πολύ καλά ακόμη και οι διώκτες του ελληνικού πνεύματος. Γνώριζαν λοιπόν πολύ καλά την αξία των διονυσιακών εκδηλώσεων, αλλά θέλησαν να “δολοφονήσουν” τον Διόνυσο. Γιατί ήξεραν εξίσου καλά ότι μια υγιής ψυχή ανήκει σ’ ελεύθερο άνθρωπο. Γι’ αυτό δεν μας θέλουν ελεύθερους· θέλουν να γεννιόμαστε δούλοι «γεννάται ο δούλος του Θεού» και να πεθαίνουμε δούλοι «ανάπαυσον τον δούλον σου, Κύριε».
Οι Έλληνες και κυρίως οι Αθηναίοι ήταν πάρα πολύ φιλέορτοι. Να φανταστείτε ότι είχαν περίπου 80 εορτές ετησίως, επί τρεις ημέρες η καθεμιά κατά μέσο όρο. Εόρταζαν 240 ημέρες το χρόνο. Κι απ’ αυτές οι 60 ήταν αποκλειστικά αφιερωμένες στις γυναίκες, κι ας λένε οι ημιμαθείς ότι η γυναίκα ήταν κλεισμένη στο “γυναικωνίτη”, που ήταν βυζαντινό δημιούργημα και δεν υπήρχε στην αρχαιότητα.
σχόλιο: αυτοί είναι αναχρονισμοί αισχίστου είδους
Οι Αρχέγονες, Αρχέτυπες Ρίζες / καταβολές του καρναβαλιού (απόκρεω) “χάνονται” στα βάθη των αιώνων, αλλά εντοπίζονται και ανάγονται στα διονυσιακά αγροτικά δρώμενα. Η πιο κεφάτη εορτή του χειμώνα που σκοπό έχει να μας βγάζει από την καθημερινότητα, την πεζότητα, την ανία / πλήξη και να μας χαρίζει ξεγνοιασιά, ανεμελιά και ξεφάντωμα που τόσο πολύ έχουμε όλοι ανάγκη. Να ανα-στηλώσουμε την ψυχολογική μας κατάσταση που η πολιτική ηγεσία φροντίζει επιμελώς και ακαταπαύστως να μας κλονίσει / υπονομεύσει απομυζώντας / ξεζουμίζοντας και την τελευταία ικμάδα μας. Μας θυμίζει τα Ανθεστήρια, την τριήμερη εορτή (Πιθοίγια – Χόες – Χύτροι) προς τιμήν του Διονύσου που γινόταν κατά τον 8ο αττικό μήνα Ανθεστηριώνα (άνθος+τηρ+ιών), μέσα Φεβρουαρίου μέσα Μαρτίου. Αγροτική εορτή και ποιμενική που αποσκοπούσε να συνδράμει στην Ευφορία της Γης και στη Γονιμότητα των ανθρώπων και των ζώων, ενώ συγχρόνως βοηθούσε και στην Κάθαρση της πόλης.
Η πιο διαδεδομένη λατρεία από τους αρχαίους θεούς ήταν αυτή του Διονύσου. Τη διάδοση της λατρείας του μαρτυρεί το πλήθος των μύθων και των εορτών του.
Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης δέχεται (3) Διόνυσους. Ο Κικέρων (5) και άλλοι (7). Το πλήθος των προσωνυμιών του ανέρχεται σε 140 περίπου. Το πλήθος των ιερών και βωμών του ανυπολόγιστο. Στην Αθήνα μόνο είχε 14 βωμούς σε ανάμνηση ότι 14 ήταν τα τεμάχια που διαμελίστηκε από τους 7 Τιτάνες και τις 7 Τιτανίδες ή 14 οι διαμελήσαντες αυτόν.
* Παν-ισμός: από τον Πάνα θεό, αρκαδικό τραγοπόδαρο, των δρυμών και των ποιμένων. Το όνομά του παράγωγο από το ρήμα πάω = βόσκω ή επειδή χάρηκαν πάντες οι ολύμπιοι θεοί με τη θέα του παράδοξου βρέφους, όταν ο Ερμής τούς τον έφερε στον Όλυμπο.
Συνεχίζουμε τα των απόκρεω στο επόμενο
Πέτρος Ιωαννίδης
Καθηγητής φιλόλογος 2ου ΓΕΛ Βούλας