Επιθυμία των ψυχών τους, που έγιναν φυσαλίδες κάτω από το νερό, ήταν να φύγουν από την αδηφαγία των άπληστων, από το κακό που βρήκε τους τόπους τους, να δώσουν ό, τι έχουν και δεν έχουν στους μαύρους βαρκάρηδες με τα σάπια πλεούμενα, να φτάσουν στην Λαμπεντούζα κι από εκεί αν είχαν τύχη να περάσουν στην Σικελία, στην Ιταλία και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Πολλών τα κουφάρια τα ξέβραζε η θάλασσα στις βόρειες ακτές της Αφρικής, εκεί από όπου είχαν ξεκινήσει το ταξίδι. Ορμούσαν τα όρνια επάνω τους και με το γαμψό τους ράμφος τούς ξέσκιζαν τις σάρκες.
Όσων τα κουφάρια δεν έφταναν ποτέ στην ακτή, τους έτρωγαν τα ψάρια. Επέπλεαν τα μουσκεμένα τους ρούχα μέχρι να τα ξεβράσει η θάλασσα.
Ο καλλιτέχνης Αλ Αχροάμ που κατέβαινε κάθε πρωί για να βρει θαλάσσια ξύλα, να τα δουλέψει με τα εργαλεία του και να τους δώσει μορφή, είδε ένα σμήνος γλάρων εκείνο το πρωί να φτεροκοπάει γύρω από ένα μικρό κουφάρι. Τα χούγιαξε με το ξύλο που είχε βρει προηγουμένως, ενώ δυο τρία πτηνά δεν έφευγαν καθώς ήταν απορροφημένα με το τσίμπημα των ματιών του πνιγμένου νηπίου. Φρικίασε. Έφερε με δύναμη το ξύλο γύρω γύρω ώσπου πέταξαν, με τα μάτια του παιδιού να κρέμονται από τα φοβερά τους ράμφη. Άδειασαν οι κόγχες από τα μάτια του παιδιού πριν καν βγει από της άγνοιας το προστατευτικό κουκούλι.
Ο Αλ Αχροάμ από εκείνη την ημέρα έχασε κάθε διάθεση για δημιουργία, αψήφησε την απαγόρευση των αρχών και τιμωρία σε όποιον μεριμνήσει για την ταφή των πνιγμένων, καθώς τούς θεωρούσαν λιποτάκτες και προδότες, πήρε φτυάρι και τσαπί κι έσκαβε λάκκους και τους έθαβε.
Πολλοί από όσους περνούσαν τα σαράντα κύματα κι έβλεπαν από κοντά την Λαμπεντούζα, πνίγονταν στα δικά της νερά. Όλους αυτούς τους φυγάδες τους έθαβαν ομαδικά οι καθολικοί επειδή ήταν μουσουλμάνοι.
Οι ψυχές όλων των πνιγμένων στις ακτές της Βόρειας Αφρικής και της Λαμπεντούζας αποφάσισαν τότε να ενώσουν τις είκοσι μία φυσαλίδες τους κάτω από το νερό κι έκαναν μια τεράστια γιρλάντα από τις ακτές της Τυνησίας ως την Λαμπεντούζα. Είδαν το απρεπές της Λαμπεντούζας και με πικρό παράπονο είπαν, στον Ιερέα Ρομάριο, τον πιο καλό παπά του νησιού, μια νύχτα που είχε ανήσυχο ύπνο και προσευχόταν με το ροζάριο στα χέρια, κάθε χάντρα και προσευχή. Σκυλιά στη ζωή, σκυλιά και στο θάνατο; Αυτός ένιωσε τη δόνηση των ψυχών και παραβίασε τον κανόνα των εκκλησιαστικών αρχών. Έθαβε πια έναν έναν ξεχωριστά τους δυστυχείς αδελφούς μουσουλμάνους με το τελετουργικό που ακολουθούσε στους δικούς του πιστούς. Ύστερα οι ψυχές ησύχασαν κάπως και ειδοποίησαν Αλ Αχροάμ και Ρομάριο ότι είναι αδέρφια και τους ευγνωμονούσαν για την προσφορά τους, και τους ζήτησαν να κρατάνε καλά τις άκρες της γιρλάντας με τις ψυχές των πνιγμένων από την Τυνησία μέχρι την Λαμπεντούζα κι ακόμα πιο πέρα, ως τη Σικελία.
Ο καλλιτέχνης Αλ Αχροάμ έγραψε γράμμα φιλίας στον ιερέα Ρομάριο κι ο Ρομάριο έστειλε γράμμα φιλίας στον Αλ Αχροάμ την ίδια μέρα και ώρα. Ο καθένας πήρε το γράμμα του άλλου την ίδια μέρα και ώρα με το ίδιο περιεχόμενο. Αδελφέ Ρομάριο σ’ ευχαριστώ που σώζεις το πρόσωπο του ανθρώπου… Αδελφέ Αλ Αχροάμ σ’ ευχαριστώ που σώζεις το πρόσωπο του ανθρώπου… Σείστηκε η γιρλάντα κι οι ψυχές των πνιγμένων κάπως παρηγορήθηκαν.
6/12/2015 Γιώργος Ν. Σιώμος