Του Νίκου Τσούλια
Δεν πρόκειται να απαντήσω θετικά ή αρνητικά στο ερώτημα που έχω θέσει και δεν ξέρω αν μπορεί να απαντηθεί με έναν μονοσήμαντο και απόλυτο τρόπο. Στο παρόν άρθρο απλώς θα κατατεθεί ένας σχετικός προβληματισμός αναλύοντας κάποιες πλευρές του ερωτήματος. Πώς μπορεί όμως να απαντηθεί αν η Ελλάδα είναι πλούσια, όταν η απάντηση συναρτάται από πολλούς φυσικογενείς και κυρίως ανθρωπογενείς παράγοντες, που είναι μερικοί μεν σταθεροί οι περισσότεροι δε είναι μεταβλητοί και υπό διαρκή μετασχηματισμό ανάλογα με τις ιστορικές / πολιτισμικές δυνατότητες του λαού και του πολιτικού συστήματος;
Θα πρέπει αρχικά να διευκρινιστεί έστω σε γενικές γραμμές, το ποιο είναι το περιεχόμενο για να χαρακτηριστεί μια χώρα πλούσια. Σε αυτό το πλαίσιο θεωρώ ότι μπορούν να συνυπολογιστούν οι κρατούσες αντιλήψεις ως προς αυτό το θέμα. Το καλό επίπεδο διαβίωσης και η ποιότητα της ζωής των κατοίκων, η σχετική αφθονία των βασικών φυσικών πόρων, το ικανοποιητικό εμπορικό ισοζύγιο, το ελεγχόμενο κρατικό χρέος και ο μικρός εθνικός δανεισμός, το υψηλό Α.Ε.Π. είναι συστατικά στοιχεία μιας σχετικής θεώρησης. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι μια χώρα είναι πλούσια αν έχει μια τόσο ισχυρή οικονομία, η οποία της προσδίδει μια καλή θέση στο λεγόμενο διεθνή καταμερισμό εργασίας και της επιτρέπει να ασκεί μια ανεξάρτητη εθνική πολιτική χωρίς μεγάλες δεσμεύσεις.
Κάθε επιμέρους στοιχείο από όσα προαναφέρθηκαν έχει σχετικότητα στη θεώρησή του. Για παράδειγμα, μια χώρα μπορεί να έχει άφθονους φυσικούς πόρους αλλά να μην έχει την τεχνογνωσία να τους αξιοποιήσει και η όποια ξένη προς τούτο συνέργεια να είναι ετεροβαρής ή και αποικιακού χαρακτήρα. Πέραν τούτου, μια χώρα μπορεί σε έναν τομέα να έχει μια σχετική επάρκεια, αλλά αυτό από μόνο του να μην αρκεί. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η Ελλάδα. Η χώρα μας μπορεί δυνητικά να παράγει τα περισσότερα γεωργικά και κτηνοτροφικά προϊόντα που ίδια χρειάζεται και ακόμα να έχει επ’ αυτών εξαγωγικές δυνατότητες. Ωστόσο, το σκηνικό είναι πολύ πιο σύνθετο. Στη σημερινή διεθνή οικονομία υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των χωρών, στην ποιότητα και στο κόστος των προϊόντων. Και αν δεν κερδίσεις τη μάχη επ’ αυτού, τότε θα αγοράζεις τα προϊόντα που μπορείς να παράγεις από άλλες χώρες με επιβάρυνση στο εμπορικό ισοζύγιο με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Δεν μπορείς σήμερα σε καμιά περίπτωση να ασκήσεις προστατευτική πολιτική, γιατί αμέσως θα συναντήσεις ανάλογη πολιτική από πιο ισχυρές χώρες και τότε η όλη προσπάθεια θα γίνει μπούμπερανγκ.
Όλο αυτό το πεδίο αποτελεί ένα μέρος της συνολικής αναφοράς μας. Υπάρχει η κουλτούρα και ο πολιτισμός, η παιδεία και η μόρφωση των πολιτών που συνιστούν κρίσιμα στοιχεία για να χαρακτηριστεί μια χώρα πλούσια. Και εδώ το όλο σκηνικό είναι πιο σύνθετο. Και πριν απ’ όλα, πώς μπορεί να συναρτάται η κουλτούρα των πολιτών με το εν λόγω ζήτημά μας; Θεωρώ ότι αν ένας λαός χαρακτηρίζεται από μια τάση έκδηλου και ισχυρού καταναλωτισμού, τότε ο προσδιορισμός της χώρας του ως πλούσιας αλλάζει περιεχόμενο και γίνεται πολύ αβέβαια με την κλασική συνταγή. Αντίθετα, αν ένας λαός διακρίνεται από πνεύμα εγκράτειας, αποταμίευσης και επενδυτικότητας, τότε η χώρα του προσδιορίζεται πολύ πιο εύκολα ως πλούσια – ακόμα και αν δεν υπάρχει ανάλογη επάρκεια φυσικών αγαθών –, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση δημιουργείται το μέλλον της χώρας με βιώσιμο τρόπο και με ευοίωνη προοπτική.
Το ίδιο συμβαίνει και αν επεκταθούμε στους άλλους τομείς του μορφωτικού κεφαλαίου του λαού, την πνευματική του καλλιέργεια, τον πολιτισμό του και την παιδεία του. Αν οι πολίτες μιας χώρας θεωρούν ως πρώτη τους ή και ως μόνη τους ψυχαγωγική επιλογή το πλημμύρισμα των ταβερνών και των ποικίλων ειδών των σκυλάδικων, ενώ δεν βιώνουν καθόλου τα αγαθά της κλασικής και της παραδοσιακής λαϊκής μουσικής ή τον κόσμο των Μουσείων και της Τέχνης, μπορούμε να μιλάμε για πραγματικό πλούτο; Γιατί σε μια τέτοια ερμηνεία, παραδεχόμαστε με τον πιο ισχυρό τρόπο ότι πλούτος είναι μόνο η συσσώρευση υλικών αγαθών και ο καταναλωτικός ευδαιμονισμός. Αλλά ποτέ στην ιστορία του ανθρώπου μια τέτοια θεώρηση δεν είχε προοπτική και ήταν πάντα σύμπτωμα παρακμιακών κοινωνιών και λαών που οδηγούνταν νομοτελειακά σε πραγματική φτώχεια.
Αν πρέπει να καταλήξω σε μερικά συμπεράσματα, θα σημείωνα τα εξής. Η Ελλάδα έχει σημαντικό φυσικό πλούτο, αλλά δεν τον έχει αξιοποιήσει με τον πιο «κατάλληλο τρόπο». Έχει αγροτικές δυνατότητες, αλλά χάνονται τόσο από τις σχετικές οικονομικές πολιτικές των κυβερνήσεων όσο και από τη γενικότερη στάση του αγροτικού – και όχι μόνο – πληθυσμού μας. Έχει φοβερές ενεργειακές δυνατότητες (λιγνίτη και πετρέλαιο) και κυρίως ήπιες μορφές ενέργειας (ηλιακή, αιολική, γεωθερμική), αλλά παρ’ όλα αυτά έχει μεγάλο ποσοστό εξάρτησης από το ξένο πετρέλαιο. Έχει μεγάλες δυνατότητες στον τουριστικό τομέα αλλά και εδώ η σχετική εικόνα δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Υπάρχουν πολλοί τομείς, όπου η χώρα μας έχει δυνατότητες αλλά δεν μπορεί να τις αξιοποιήσει.
Τα πιο βασικά στοιχεία που συνεργούν στο να μην μπορεί η Ελλάδα – όντας «ευλογημένος τόπος» – να διαμορφώσει μια εικόνα αν όχι πλούσιας χώρας αλλά μιας χώρας με ισχυρή οικονομία είναι α) η απουσία ενός εθνικού και πολιτικού αναπτυξιακού σχεδίου σε παραγωγικό, κοινωνικό και πολιτισμικό πεδίο και β) η έλλειψη μιας γενικότερης ορθολογικής κουλτούρας που θα εδράζεται σε μια αντίληψη ζωής με αξιακό πεδίο την εγκράτεια, την αποταμίευση και την επενδυτικότητα. Όσο δεν αναγνωρίζουμε εν τοις πράγμασι τους βασικούς παράγοντες που συγκροτούν την ισχύ μιας χώρας, τόσο θα απομακρυνόμαστε από μια πορεία εθνικής ανεξαρτησίας και συλλογικής αξιοπρέπειας. Η δημιουργία μιας πραγματικά ισχυρής οικονομίας της χώρας μας, που θα στηρίζεται σε όσο το δυνατόν περισσότερα ελληνικά στοιχεία αλλά και θα έχει ένα ουσιαστικό πολιτισμικό στερέωμα, είναι η μόνη οδός που θα ανοίγει προοπτικές για ένα ευοίωνο μέλλον του έθνους μας.