Του Νίκου Τσούλια
Είναι ο μοναδικός χώρος στον πολιτισμό του ανθρώπου που η ομορφιά του έχει διφυή υπόσταση – πνευματική και υλική -, που σχεδόν όλη η ακτινοβολία του εκπέμπεται από το βαθύτερο πυρήνα των αντικειμένων του. Εδώ μόνο μπορείς να συναντήσεις όλες τις εποχές και όλα τα πνεύματα που έγραψαν ιστορία και άνοιξαν δρόμους διευρύνοντας διαρκώς τους ορίζοντες στην περιπέτεια του ανθρώπου.
Περιδιαβαίνεις τους διαδρόμους τους και ξέρεις ότι διασχίζεις αιώνες και αιώνες. Παρατηρείς τις ράχες των βιβλίων και μεταφέρεσαι σε αλλοτινούς καιρούς, σε παράξενους τόπους, σε ταραγμένες ή ανήσυχες ιστορίες. Ξεφυλλίζεις τις σελίδες και αφήνεις τον εαυτό σου να χαθεί όπου τον έλκουν τα ψυχανεμίσματά του. Διαβάζεις «διαγώνια» τις γραμματοσειρές και αισθάνεσαι ότι συναντάς αναζητητές ανθρώπους, πάντα κάτι σου ψιθυρίζουν και πάντα συνδιαλέγεσαι μαζί τους θέλεις δεν θέλεις, χωρίς να πολυκαταλαβαίνεις τι ακριβώς γίνεται. Οι βιβλιοθήκες είναι τα μόνα ανοιχτά παράθυρα που μας οδηγούν πάντα έξω…, που ποτέ δεν θα μας αφήσουν να νιώσουμε εσώκλειστοι και περιορισμένοι, όπως και εκείνος ο φυλακισμένος ήρωας του Κάφκα που η βιβλιοθήκη της φυλακής ήταν η μόνη διαφυγή του!
Αγναντεύεις ψηλά στα ράφια τα βιβλία που δεν φτάνεις και το βλέμμα της ψυχής σου διεισδύει και μαντεύει έννοιες και απορίες, νοήματα και ερωτήματα. Συνειδητοποιείς ότι δεν είναι ακριβώς όλη αυτή ενέργεια απόλυτα δική σου και προβληματίζεσαι πόσο ανταριασμένος είναι ο Κόσμος των πνευμάτων που συνεπαίρνει μαζί του και το δικό σου πνεύμα και εσύ ακολουθείς «εκών άκων». Νιώθεις ότι το σώμα σου εξαϋλώνεται και ξέρεις πολύ καλά πού οφείλεται, και αφήνεσαι για να χαθείς σ’ έναν στροβιλισμό σκέψεων, δικών σου και των βιβλίων, χωρίς να είσαι βέβαιος κάθε στιγμή τι είναι δικό σου και τι όχι, αλλά δεν σε νοιάζει. Βυθίζεσαι σε ένα γλυκό χαοτικό όνειρο. Αισθάνεσαι την έκσταση του πνεύματος, του πνεύματος του ανθρώπου. Είσαι μυημένος και μπορείς να βρεθείς εκεί. Είναι μια κατάκτηση που την έχεις κερδίσει από οδοιπορικό ατέλειωτων σελίδων.
Ο βιβλιοφάγος δεν χρειάζεται να βρεθεί σωματικά και κατ’ ανάγκην σ’ όλες τις βιβλιοθήκες. Μπορεί και από μια εικόνα να νιώσει το μεγαλείο τους. Οι βιβλιοθήκες είναι οι ιεροί ναοί του πνεύματος, αλλά γι’ αυτόν είναι οι οικείοι χώροι του, οι απόλυτα δικοί του οικολογικοί θώκοι. Εδώ νιώθει ότι είναι η πιο αγαπημένη του πατρίδα, το διαρκές καταφύγιό του. Ξέρει ότι εδώ βρίσκονται τα ίχνη της πολύπαθης διαδρομής όλων των πολιτισμών του ανθρώπου. Πού αλλού μπορούμε να παρακολουθήσουμε με τον πιο πειστικό τρόπο την ιστορία του ανθρώπου; «Δείξε μου τις βιβλιοθήκες μιας χώρας, για να σου πω τα χαρακτηριστικά του λαού που την κατοικεί», αυτό θα μπορούσε να είναι το κριτήριο για την πιο ανάγλυφη εθνογραφική μελέτη.
Στις βιβλιοθήκες είναι το μεγάλο φορτίο που ταξιδεύει στους αιώνες και στις χιλιετίες. Ας αναλογιστούμε τις πρώτες «φωλιές» του πνεύματός μας. «Οι πρώτες βιβλιοθήκες χρονολογούνται ήδη από την 3η χιλιετία π.Χ. Σήμερα χαρακτηρίζονται ακριβέστερα ως Πινακοθήκες ή Οίκοι των Πινακίδων, διότι το μέσο που χρησιμοποιούσαν για την εγχάραξη της γραφής ήταν οι πινακίδες από πηλό, που κατόπιν ψήνονταν, ώστε να σταθεροποιηθούν. Το ευτελές αυτό υλικό, κατέχει σήμερα μία εξέχουσα θέση στην καρδιά όσων μελετούν από διάφορες απόψεις την ιστορία του ανθρώπου: η ανθεκτικότητα του επέτρεψε να σωθούν ως τις ημέρες μας εκατομμύρια κείμενα, ποικίλου περιεχομένου και γραφικών συστημάτων, από όλους τους μεγάλους πολιτισμούς της Εγγύς Ανατολής»[i].
Ας στοχαστούμε πάνω στις σημερινές ανατρεπτικές εποχές – όπου οι βιβλιοθήκες μετασχηματίζονται όσο ποτέ άλλοτε – είτε στο πρόγραμμα, με τίτλο Παγκόσμια Ψηφιακή Βιβλιοθήκη (World Digital Library), που αποσκοπεί «στην προώθηση της διεθνούς και διαπολιτισμικής αλληλοκατανόησης», όπως παρατήρησε ο αμερικανός βιβλιοθηκονόμος του Κογκρέσου Τζέιμς Μπίλινγκτον παρουσιάζοντας την ιστοσελίδα www.wdl.org στην έδρα της UΝΕSCΟ στο Παρίσι είτε την ιντερνετική Wikipedia, την ψηφιακή «επιτομή της Γνώσης», που διαρκώς γράφεται και επανεγγράφεται είτε την νεότευκτη Europeana με τις πολλαπλές φιλοδοξίες της για να συλλέξει όλο τον πνευματικό πλούτο της Ευρώπης. Εδώ δεν βρίσκονται οι κοινές ρίζες αλλά και το κοινό μέλλον όλων των ανθρώπων;
Ας θυμηθούμε την τόσο γοητευτική περιγραφή του Ιουλίου Βερν – για τη βιβλιοθήκη του πλοιάρχου Νέμο με την οποία ζούσε εκεί κάτω στο βυθό στο μυθιστόρημα «Είκοσι χιλιάδες λεύγες υπό την θάλασσαν» – του συγγραφέα εκατομμυρίων παιδιών, γενεών και γενεών, σ’ όλο τον κόσμο, που μας εξήπτε τη φαντασία και μάς έκανε να ονειρευόμαστε, και ανυπομονούσαμε να γίνουμε και εμείς συγγραφείς και να γεμίσουμε το σπίτι μας με βιβλία.
«Ητο βιβλιοθήκη. Υψηλά έπιπλα εκ μελαίνης παλισάνδρας, πεποικιλμένης διά χαλκού, εβάσταζον επί των μεγάλων ραφίδων των πολυάριθμα βιβλία ομοιομόρφως δεδεμένα. Ηκολούθουν την περιστροφήν της αιθούσης και απέληγον εις το κατώτερον μέρος των επί ευρέων ανακλίντρων,επεστρωμένων διά δέρματος καστανοχρόου και αναπαυτικοτάτων. Ελαφρά κινητά αναλόγια, μακρυνόμενα ή πλησιαζόμενα κατά βούλησιν, επέτρεπον να τίθεται επ΄ αυτών το προς ανάγνωσιν βιβλίον. Εις το κέντρον υψούτο πλατεία τράπεζα, κεκαλυμμένη υπό φυλλαδίων και τινων εφημερίδων παλαιών ήδη». (Ιούλιος Βερν, μετάφραση Αλεξάνδρου Σκαλίδου, εκδόσεις Θ. Λιβέριος, 1894).
[i] Ναυσικά Τσιμά, Βιβλιοθήκες: Η ιστορία του θεσμού και η κοινή πορεία του με τις Κοινωνικές Εξελίξεις, ΑΥΓΗ, 24/2/2008