Του Νίκου Τσούλια
Θεωρώ ότι μόνο μέσα από την έννοια του «διδάσκομαι» – του «γνωρίζω πολύ καλά», του «υιοθετώ τα συμπεράσματα στην πράξη» και του «διαπαιδαγωγούμαι» – μπορούμε να δώσουμε ένα σαφές στίγμα στη σχέση μας με την κρίση, στο μείζον πρόβλημα της χώρας μας στη σημερινή συγκυρία. Και στο ερώτημα του τίτλου η απάντησή μου είναι αρνητική και θα προσπαθήσω να τη στηρίξω σε έξι σημεία.
Σημείο πρώτο. Δεν έχουμε αποσαφηνίσει ούτε πολύ περισσότερο συλλογικά συμφωνήσει στα αίτια της κρίσης. Και στο πολιτικό και στο κοινωνικό πεδίο αλλά ακόμα και στις προσωπικές μας συζητήσεις δεν έχουμε αποκρυσταλλώσει ένα κοινό τόπο ερμηνείας της κρίσης που πλήττει τη χώρα μας. Άλλοι τονίζουν τους εξωγενείς παράγοντες (κρίση καπιταλισμού, επεκτατικότητα χρηματιστηριακού κεφαλαίου, κρίση της Ευρωπαϊκής Ένωσης κλπ) και άλλοι τους ενδογενείς (υπερδανεισμός της χώρας, αποπαραγωγικοποίησή της, ) και άλλοι και μάλλον οι περισσότεροι αρκούνται στην ευθύνη του τότε κυβερνητικού κόμματος στο περίφημο 2009! Προφανώς αν δεν συνειδητοποιήσουμε καλά τα αίτια της κρίσης, αυτό συνιστά όχι απλά και μόνο στοιχείο «στόμωσης» για τη μη υπέρβαση της κρίσης αλλά και για την αναπαραγωγή της!
Σημείο δεύτερο. Δεν γνωρίζουμε και δεν συμφωνούμε στο πώς θα διαχειριστούμε την κρίση. Οι περισσότεροι από εμάς θεώρησαν ότι αν ψήφιζαν το κόμμα που κάθε φορά ευαγγελιζόταν με την πιο δυνατή φωνή την έξοδο από την κρίση, ήταν αρκετό ενώ άλλοι της ίδιας περίπου αντίληψης εκτιμούσαν ότι αν συμμετείχαν στις πορείες και στις συγκεντρώσεις ή ότι αν εξέφραζαν την οργή και το θυμό τους εναντίον όσων θεωρούσαν ότι είναι υπεύθυνοι για την κρίση, θα αρκούσε. Επίσης υπήρχαν και οι θιασώτες της μονομερούς διαγραφής του χρέους και της επιστροφής στη δραχμή, που εκτιμούν ότι εκεί είναι η σωτηρία μας.
Σημείο τρίτο. Δεν έχουμε αποσαφηνίσει τις συμπεριφορές μας κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η συμπεριφορά που επικράτησε και επικρατεί είναι η πρακτική «όλοι εναντίον όλων» και περίπου χαιρόμαστε σε κάθε περίπτωση κλαδικής περικοπής όλοι οι άλλοι εκτός του εκάστοτε κλάδου. Όχι μόνο δεν υπάρχει ούτε ίχνος αλληλεγγύης αλλά το αντίθετο επικράτηση του μένους κατά όλων των άλλων κλάδων των εργαζομένων πλην ημών! Εδώ υπερίσχυε η αντίληψη ότι η κρίση είναι κάτι παροδικό και ότι οφείλεται στην κακοδιαχείριση της τότε κυβέρνησης και επομένως ήταν μια παρένθεση που θα κλείσει σχετικά γρήγορα και χωρίς πολλά πολλά. Επίσης θέλουμε να αγνοούμε ότι όλες οι χώρες περνάνε κατά περιόδους από μεγάλες και βαθιές κρίσης και ίσως να αρκούσε και η απλή γνώση της δικής μας ιστορίας για να συνειδητοποιήσουμε αυτό. Ποτέ στην ιστορία των λαών και των εθνών δεν έχουμε μια πορεία διαρκούς προόδου.
Σημείο τέταρτο. Δεν έχουμε κανένα κοινό πεδίο στο πώς θα βγούμε από την κρίση, παρά το γεγονός ότι διανύουμε το όγδοο έτος της. Ουσιαστικά όλες οι συζητήσεις μας είναι πεισματικά οριοθετημένες στα Μνημόνια, όπου με τη διαμόρφωση δύο στρατοπέδων ξεκαθαρίσαμε μεταξύ μας ότι δεν είχαμε τίποτα να συζητήσουμε. Στην ουσία το στρατόπεδο ήταν μόνο ένα, το αντιμνημονιακό, αλλά κανένας δεν έχει καταλάβει ποιοι μπαινοβγαίνουν κάθε φορά μέσα και εναντίον ποιων στρέφονται πέραν του γενικού συνθήματος κατά του καπιταλισμού, της Γερμανίας, της Ευρώπης. Κάναμε και ένα δημοψήφισμα αλλά νομίζω ότι κανένας μας δεν κατανόησε – αν και αρκετοί πανηγύρισαν! – για ποιο λόγο έγινε και ποιο ήταν το πρακτικό αποτέλεσμά του. Βυθισμένοι στον ανορθολογισμό και στη δημαγωγία δεν μπορούμε να περιγράψουμε ούτε την απλή σημειολογία της κρίσης…
Σημείο πέμπτο. Δεν έχουμε αποκρυσταλλώσει το ποια θα είναι τα «υποκείμενα» της εξόδου από την κρίση, και σε πολιτικό και σε κοινωνικό επίπεδο. Ποια κόμματα, ποιες κοινωνικές δυνάμεις και ποιοι οικονομικοί παράγοντες μπορούν να δράσουν ουσιαστικά για την υπέρβαση της κρίσης, πέραν από το να συζητάμε θεωρητικώς και ασκόπως; Αποκλείω φυσικά κάθε θεωρητική συζήτηση για τη φασιστική οργάνωση που αναδείξαμε στο Κοινοβούλιο αλλά θεωρώ ότι ούτε οι ΑΝ.ΕΛ. ούτε η «Ένωση Κεντρώων» μπορούν να δώσουν κάποια επιμέρους δυναμική. Δεν έχουν καμιά κοινωνική αναφορά και είναι απλά συμπτώματα της κρίσης ή μάλλον της υποκουλτούρας της δημαγωγίας και της ανευθυνότητας. Πέραν τούτων δεν φαίνεται ούτε καν κάποια αχνή σύγκλιση ευρείας κοινωνικής αντιστοίχησης και αυτό δηλώνει ευθέως το φοβερό έλλειμμα ουσίας στο πολιτικό μας σύστημα αλλά και στους κοινωνικούς χώρους. Όσον αφορά το μίγμα δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για τη δημιουργία συνθηκών ανάπτυξης και επενδύσεων εδώ το πρόβλημα ενυπάρχει πιο έντονα μέσα στο ίδιο το κυβερνητικό αριστερό κόμμα.
Σημείο έκτο. Δεν γνωρίζουμε τι θα μετασχηματίσουμε και τι θα αλλάξουμε στους τομείς της οικονομίας, στο κοινωνικούς θεσμούς, στο κράτος και στη δημόσια διοίκηση ούτε και στην προσωπική επαγγελματική και προσωπική μας λειτουργία. Είναι άγνοια που συνδέεται με όλα τα προηγούμενα σημεία. Και ακόμα, πιστεύουμε ότι η υπέρβαση της κρίσης θα γίνει από τους …άλλους.
Όχι, δεν μπορούμε να διδαχτούμε από την κρίση. Γιατί δεν έχουμε κατανοήσει πλήρως καμιά πλευρά της και κυρίως γιατί επιμεριζόμαστε σε εικονικά στρατόπεδα με τις σημαίες και τα λάβαρα των δημαγωγών. Μας αρέσει ο λαϊκισμός και η δημαγωγία, η παραμυθία και ο βερμπαλισμός. Όλα αυτά συνθέτουν την υποκουλτούρα μας και ποτέ μια υποκουλτούρα δεν μπορεί να πάρει το ιερό χρίσμα του “διδάσκειν”!