Του Νίκου Τσούλια
Το “πάμε στα μπουζούκια” ήταν η εμβληματική φράση για τη λαϊκή διασκέδαση των νεοελλήνων για πολλά χρόνια. Αποτελούσε όμως και ένα στάδιο μεταβατικό στην πορεία του τραγουδιού και του πολιτισμού μας. Είναι η εποχή όπου το βιοτικό επίπεδο βελτιώνεται αλματωδώς και εμφανίζονται και τα πρώτα δείγματα νεοπλουτισμού παρακμιακού περιεχομένου και λαϊκίστικης επίδειξης στις φωταγωγημένες πίστες.
Ωστόσο, το μπουζούκι δεν είχε καμιά σχέση με τις «λαϊκούρες» και την αφθονία του χρήματος ούτε με πολυτέλειες ή με καμιά μορφή διασκέδασης τύπου νταβαντουριού. Το μπουζούκι στη σύγχρονη ιστορία μας γεννήθηκε μέσα στα καταγώγια. Αναδείχθηκε ως στοιχείο της underground λαϊκής μουσικής μας. Ήταν παρηγοριά των καταφρονεμένων και των αδικημένων. Αποτέλεσε το βασικό μουσικό όργανο του ρεμπέτικου τραγουδιού. Δεν είχε καμιά σχέση με μαζικού τύπου παραληρήματα, με σπασίματα πιάτων, με βροχή λουλουδιών, με επίδειξη πλούτου. Το «πάμε στα μπουζούκια» εξέπνευσε στην περίοδο της κρίσης, γιατί είναι αντίληψη συνδεδεμένη με τον πλούτο και την επίδειξη. Αλλά το μπουζούκι γεννήθηκε και αναπτύχθηκε, υπάρχει για να «εκφράζει» τη φτώχεια και τις δυσκολίες της ζωής, τον έρωτα και τις μικροχαρές. Να γιατί δεν έχουμε καταλάβει την ψυχή του και την ομορφιά του! Τώρα το μπουζούκι είναι πιο απαραίτητο αλλά το μπουζούκι της αυθεντικής έκφρασης…
Σχεδόν όλα τα μουσικά όργανα κατατείνουν να εξυψώνουν το πνεύμα του ανθρώπου και «προσβλέπουν» στα ουράνια. Το μπουζούκι έχει αντίθετη βλέψη. Κάνει τον άνθρωπο που χορεύει στις δικές του νότες να είναι πιο γήινος, να πατάει πιο πολύ στο χώμα. Εκφράζει τη φτώχεια και τα βάσανα της ζωής, τους καημούς και τους πόθους των απλών ανθρώπων, τον ανεκπλήρωτο έρωτα, την ομορφιά μέσα στις δυσκολίες. Είναι βάλσαμο ψυχής πονεμένης, φευγαλέο όνειρο ελευθερίας του πνεύματος. Ταυτίστηκε με τις ιερές μορφές του ρεμπέτικου και του λαϊκού μας πολιτισμού: τον Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, τον Μπαγιαντέρα… αλλά και του αυθεντικού λαϊκού τραγουδιού: τον Χιώτη, τον Ζαμπέτα…, με τα ιερά τέρατα της μουσικής μας: τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι… Χωρίς το μπουζούκι οι Έλληνες θα ήταν διαφορετικοί – θα αγαπούσαν λιγότερο, θα είχαν πιο φτωχό συναισθηματικό κόσμο! Χωρίς τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” η Ελλάδα θα ήταν λειψή. Το μπουζούκι είναι ιερό, γιατί είναι βαθιά ανθρώπινο!
Και αν το κλαρίνο ήταν πάντα το σύμβολο της δημοτικής μουσικής που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διατήρηση του πολιτισμού μας στην περίοδο της Τουρκοκρατίας και καλούσε το σώμα του χορευτή να σηκωθεί όρθιο, να πάρει τη μορφή της αντίστασης κατά του εχθρού, το μπουζούκι – το σύμβολο της λαϊκής μουσικής – θα εμφανιστεί στα καταγώγια της Σμύρνης και της Αθήνας για να απαλύνει τη σκληρή δοκιμασία των περιθωριακών ανθρώπων από τη φτώχεια αλλά από το κυνήγι της εξουσίας. Γι’ αυτό το λόγο θα συνδεθεί στα πρώτα του βήματα και με το χασίσι, που επιζητείται μόνο και μόνο για να καταλαγιάσει τη σκληρότητα της πραγματικότητας αλλά και για να εκφράσει μια μορφή αντίστασης ενάντια σ’ όσους κυνηγούσαν τους θαμώνες του ρεμπέτικου. Κι όταν θα έλθει αργότερα η «νομιμοποίηση» του ρεμπέτικου, θα επιχειρηθεί και η μεταμόρφωσή του, θα βιομηχανοποιηθεί και θα τουριστικοποιηθεί, θα κληθεί να γίνει φολκλόρ και τελικά σ’ αυτή το μεθοδευμένο παραστράτημά του θα χάσει την ψυχή του, και από κοντά θα χάσει και το μπουζούκι την αυθεντικότητά του.
Όταν χορεύει κάποιος ακούγοντας το μπουζούκι στο οδοιπορικό του ρεμπέτικου τραγουδιού, εκφράζει τον εαυτό του, σχεδιάζει την προσωπικότητά του. Μπορείς να καταλάβεις τα βάσανά του και τα όνειρά του, τον τρόπο ζωής του και την κοσμοθεωρία του. Ναι, δεν χορεύει για τους άλλους ούτε θέλει να τον θαυμάσουν. Ο ζεϊμπέκικος δεν έχει βήματα. Δίνει ελευθερία για να αυτοσχεδιάσει ο χορευτής. Είναι χορός λεβέντικος αλλά και ταπεινός συνάμα. Είναι για μερακλήδες, για μάγκες, για ανθρώπους του μόχθου και του περιθωρίου. Αν δεν έχεις κάποιο πόνο στην ψυχή σου, δεν μπορείς να χορέψεις το ζεϊμπέκικο ούτε να αισθανθείς του μπουζουκιού το κάλεσμα. Όταν ακούς την εισαγωγή του ρεμπέτικου τραγουδιού με το μπουζούκι να ανοίγει μόνο του το δρόμο της μουσικής κατάδυσης στην ψυχή του ανθρώπου, νιώθεις δέος, στρέφεσαι μόνο στον εαυτό σου, αισθάνεσαι ότι γίνεται μια ιεροτελεστία, δεν μπορείς να ακούς τίποτα άλλο, υπάρχει σιωπή και ευλάβεια. Όλος ο κόσμος, η ίδια η ζωή – εκείνη τη στιγμή – υπάρχουν μόνο μέσα στο μουσικό στερέωμα του μπουζουκιού. Αν δεν σε αγγίζει με ιερό τρόπο το μουσικό παράπονό του, αν δεν νιώθεις σκίρτημα ψυχής, αν δεν βιώνεις έκσταση του συναισθήματός σου, αν δεν συναντάς το μεγαλείο του εαυτού σου, τότε δεν έχεις καταλάβει τίποτα από το κάλεσμα του μπουζουκιού. Όταν χορεύεις το αγαπημένο σου ζεϊμπέκικο, είσαι φευγάτος, είσαι ευτυχισμένος, παράξενα ευτυχισμένος!
Το μπουζούκι ομορφαίνει τη ζωή, γιατί δεν αποφεύγει την πραγματικότητα ούτε τη σκληρότητά της, γιατί αναζητεί τις χαρές στα μικρά πράγματα, στα απλά γεγονότα και κυρίως στον έρωτα. Αν δεν έχεις κάτι απόλυτα συγκλονιστικό στην ψυχή σου – μια γυναίκα χαμένης αγάπης, ένα βάσανο σκληρό, ένα όνειρο παθιασμένο – δεν μπορείς να ακούσεις το μπουζούκι, δεν μπορείς να χορέψεις το ζεϊμπέκικο. Το μπουζούκι δεν είναι μόνο γι’ αυτή τη ζωή. Ο ρεμπέτης έχει αγωνία υπαρξιακή, θέλει να ξέρει τι γίνεται “μετά”, ρωτάει το χάρο «πες μας αν έχουν μπαγλαμά / μπουζούκια και γλεντάνε …». Αυτή είναι η επιθυμία του! Αυτή είναι η κοσμοθεωρία του, η στάση της ζωής του!
Κι ένα μικρό αφιέρωμα…
Γιατί αν δεν ακούσετε το ίδιο το μπουζούκι, ό,τι και αν γραφεί, είναι λειψό!
Συννεφιασμένη Κυριακή
https://youtu.be/yuTWdVn0kn8?t=6
Με πήρε το ξημέρωμα στους δρόμους
https://youtu.be/JibKOOLvrQE?t=5
Το φτωχομπούζουκο
https://youtu.be/GlSEIJM-CnI?t=76
Το άρθρο το αφιερώνω στη Μουσική Ομάδα του 3ου Γενικού Λυκείου Ζωγράφου, στο Σύλλογο Διδασκόντων και ιδιαίτερα στο μεγάλο εραστή της μουσικής φιλόλογο Γιώργο Θωμόπουλο.