Του Νίκου Τσούλια
Ο χρόνος κυλάει προς μια κατεύθυνση πάντα. Είναι αμείλικτος στη ροή του˙ ό,τι σημειώνεται στα κιτάπια του αλλάζει την επόμενη στιγμή. «Τα πάντα ρει», θα μας λέει διαρκώς και αιωνίως ο μεγάλος μας φιλόσοφος Ηράκλειτος. Και το πιο σημαντικό στη σχέση μας με το χρόνο είναι ότι η δρώσα έκφρασή του, το παρόν, αλέθεται κάθε στιγμή μεταξύ των δύο αντίθετα κινούμενων μυλόπετρων του παρελθόντος και του μέλλοντος.
Ουσιαστικά το παρελθόν δεν υπάρχει (πια), το μέλλον δεν έχει υπάρξει και στο μόνο μέσα στο οποίο ζούμε είναι το παρόν. Αλλά το παρόν, η μόνη υλική έκφραση του χρόνου, βαστάει τόσο λίγο που και αυτό μάλλον έχει φαινομενικό παρά ουσιαστικό περιεχόμενο… Τι γίνεται; Υπάρχει ο χρόνος ή είναι μια επινόηση του ανθρώπου;
Η ερώτηση τίθεται και από άλλη σκοπιά. Ο χρόνος δεν τρέχει με την ίδια ταχύτητα στις διάφορες περιοχές του Σύμπαντος και μάλλον προσομοιάζει με την κίνηση του ρεύματος του νερού στο ποτάμι, όπου υπάρχουν σημεία που το νερό τρέχει γρήγορα στις στενώσεις και στην κατηφοριά και πιο αργά στα πλατώματα και ακόμα πιο αργά στα εμπόδια. Και είναι έτσι πράγματι – γιατί όταν είναι ένα σώμα κοντά σε μεγάλη μάζα (για παράδειγμα στις «μαύρες τρύπες») ή κινείται με πολύ μεγάλη ταχύτητα (πλησίστια εκείνης του φωτός), ο χρόνος επιβραδύνεται αποδεδειγμένα. Αλλά αν η ροή του χρόνου δεν είναι ενιαία, πώς μπορούμε να αναφερόμαστε σε αυτόν με ενιαίο τρόπο και με την ίδια έννοια και λέξη;
Υπάρχει και συνέχεια. Τα γεγονότα στη ζωή δεν βαστάνε το ίδιο. Τα λεγόμενα ιστορικά γεγονότα έχουν μακρά διάρκεια, αφού η επίδραση τους έχει αρκετό «διαχρονικό μήκος», ενώ τα ασήμαντα τα καταπίνει ο αδηφάγος χρόνος και μπορούμε να τα θεωρήσουμε ότι δεν υπήρξαν και ποτέ! Αλλά και στην προσωπική μας ζωή δεν έχουμε την ίδια διαφοροποίηση γεγονότων και πραγμάτων; Ένα πολύ δραματικό γεγονός (για παράδειγμα η απώλεια ενός παιδιού) έχει απόλυτη διαχρονικότητα. Δεν το αγγίζει καμιά φθορά του χρόνου και εμφανίζεται το γεγονός σαν ένα διαρκές παρόν. Αντίθετα, τα περισσότερα γεγονότα περνάνε και χάνονται σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Μπορούμε λοιπόν να υποθέσουμε ότι αφού έχουμε διαφορετική δράση του χρόνου στα διάφορα «σημεία» της ζωής – προσωπικής και δημόσιας –, δεν υπάρχει συνεκτικότητα στην έννοια του χρόνου και απλώς είναι μια επινόηση της σκέψης μας για να δίνουμε χρώμα σε μια διαφορετικότητα που ήδη υπάρχει από τη σύσταση των ίδιων των γεγονότων; Γιατί δηλαδή χρειάζεται να μετασχηματίζουμε τη διαφορετικότητα και τη μεταβλητότητα των πραγμάτων σε επιρροή του χρόνου;
Στο Σύμπαν – σύμφωνα με τη Φυσική – δεν υπάρχει ενιαίος χρόνος. Αυτό που βλέπουμε στο «χάρτη του ουρανού» είναι το πολύ μακρινό παρελθόν. Το «τώρα» και το «παρόν» δεν υπάρχει. Επομένως οι διάφορες περιοχές του Σύμπαντος είναι διαφορετικές χρονονησίδες. Αλλά αυτή τη διαφορετικότητα την προσεγγίζουμε εμείς απλά με βάση τον κυρίαρχο γλωσσικό μας κώδικα ως χρονική διαφορά. Σημαίνει αυτό κατ’ ανάγκη ότι είναι έτσι πράγματι και όχι μια γλωσσική δημιουργία, ένα γλωσσικό παιχνίδι, καταπώς θα το ονόμαζε ο Βιντγκενστάιν;
Υπάρχει και κάτι ακόμα. Υπάρχει η αγάπη. Ας δούμε τις δύο κορυφώσεις της που έχει γνωρίσει η ανθρώπινη οντότητα, η ερωτική αγάπη της λογοτεχνικής έκφρασης – με την έννοια της απολυτότητας του πάθους – και η μητρική αγάπη. Οι εν λόγω εκδηλώσεις της αγάπης από τη στιγμή που γεννιούνται παραμένουν σε αμείωτη ένταση καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής των ανθρώπων που τις εκφράζουν. Είναι δηλαδή – σύμφωνα με την τριμερή ορολογία του χρόνου – ένα διαρκές παρόν. Ποια είναι η επίδραση του χρόνου επ’ αυτών; Απολύτως καμία. Επομένως, σ’ αυτές τις περιπτώσεις ο χρόνος είτε γιατί δεν υπάρχει είτε γιατί δεν μπορεί να επιδράσει μπορεί να θεωρηθεί τελικά ως επινόηση!
Αλλά και η ίδια η σκέψη μας δεν αμφισβητεί τη θεωρούμενη ανελαστικότητα του χρόνου; Αλώνουμε το χρόνο όποτε θέλουμε. Χωρίς χρονομηχανή, χωρίς να γίνουμε ταξιδιώτες του χρόνου με την τεχνολογία. Είμαστε από μόνοι μας ταξιδιώτες του χρόνου! Έχουμε πρόσβαση και στο μέλλον και πιο πολύ και πιο καλά στο παρελθόν. Με τη φαντασία μας προοικονομούμε το μέλλον και πάντως με τις επιλογές μας και με τις αποφάσεις μας δημιουργούμε εν μέρει το μέλλον και επομένως δεν είναι εντελώς απρόσιτο. Με τη μνήμη μας αναδημιουργούμε το παρελθόν, έστω κι αν ξεθωριάζει, και ταυτόχρονα το βιώνουμε ξανά και ξανά μέσα από τις διαφορετικές κάθε φορά προσλήψεις και ερμηνείες που του δίνουμε. Εδώ θέτω και το κρίσιμο – κατά τη γνώμη μου – ερώτημα. Αφού με τη συνείδησή μας μπορούμε να υπερβαίνουμε την κλασική και αμετάκλητη, την άγνωστη και ισοπεδωτική ροή του χρόνου, γιατί να μην την υπερβούμε και με την υλική πραγματικότητα που διαμορφώνουμε;
Η σκέψη μας δεν υποτάσσεται στον τριμερισμό του χρόνου. Ζυμώνει και αναπλάθει τις εκδηλώσεις του χρόνου: «παρελθόν, παρόν και μέλλον», για να επινοούμε αλλά και για να βιώνουμε τη ζωή και τον κόσμο, για να τεχνοτροπούμε επί του ειδώλου μας. Γι’ αυτό και έχουμε κατακτήσει τη φαντασία και τη μνήμη, την ονειροπλασία και την ίδια τη γλώσσα: για να δημιουργούμε τη δική μας πραγματικότητα επί της πραγματικότητας που είναι έξω από τη δική μας επικράτεια, για να πλάθουμε ομού υποκειμενικότητα και αντικειμενικότητα με τα δικά μας “υλικά”!