Του Νίκου Τσούλια
Αυτό είναι η νοσταλγία: να κατοικείς στο κύμα
και να μην έχεις πατρίδα μες στον χρόνο.
Κι οι επιθυμίες αυτό ‘ναι: σιγαλή ομιλία
της αιωνιότητας με καθημερινές ώρες.
Κι η ζωή ‘ναι αυτό: ώσπου από ένα χτες
να βγει η μοναχικότερη απ’ όλες τις ώρες ώρα,
που διαφορετικά απ’ τις άλλες αδερφές της
γελά και μπρος στο αιώνιο μόνο, θα σωπάσει…
Ράινερ Μαρία Ρίλκε[i]
Είναι οι πιο όμορφοι τόποι μας, τα διαρκή καταφύγια της ψυχής μας, το απάγκιο των ανησυχιών μας και της αγωνίας μας, το σύμπαν των μεγάλων μας επιθυμιών είτε κατακτημένων είτε προς κατάκτηση. Όχι, η νοσταλγία και οι προσδοκίες μας δεν ανήκουν σε διαφορετικούς χωροχρόνους˙ δεν τέμνονται από την ασυνέχεια του χρόνου, από τη ρευστή οριοθετική γραμμή που χαράσσει το παρόν.
Η μόνη διαφορά τους είναι επουσιώδης, η νοσταλγία προσλαμβάνεται και εκφέρεται στον ενικό αριθμό, ενώ οι προσδοκίες στον πληθυντικό. Ίσως γιατί η νοσταλγία είναι μια συμπερίληψη των πάντων, μια νοοτροπία του πνεύματος, ένα φιλοτεχνημένο είδωλο του εαυτού μας. Ίσως γιατί θέλουμε πολλές προσδοκίες και δεν μπορούμε να θεωρήσουμε μια που να περικλείει με ασφάλεια όλα τα όνειρα και τις φαντασιώσεις μας. Και τα δύο είναι τα βασικά στοιχεία του ανοιχτού ορίζοντά μας. Είναι μια οδύσσεια, όπου η νοσταλγία συνυφαίνεται με το βασικό προορισμό / την ουσιώδη προσδοκία σε μια απόλυτα αξεδιάλυτη εικόνα, σε μια ενιαία εικόνα.
Τι είναι τ’ όνομα; Αυτό που λέμε τριαντάφυλλο, κι αλλιώς να ονομαζότανε το ίδιο δεν θα μύριζε γλυκά;
(Σαίξπηρ)
Ο κόσμος των λέξεων δημιουργήθηκε για να εκφράσει τη συνείδησή μας και για να μάς απελευθερώσει από το υπόλοιπο μέρος του ζωικού βασιλείου, για να συνδέσει την υποκειμενικότητα με την αντικειμενικότητα, για να αναζητήσουμε την αυτογνωσία μας. Οι λέξεις δεν φτιάχτηκαν για να τεμαχίζουν τη σκέψη μας, αλλά για να την ενοποιούν στο πεδίο της φαινομενικότητας, γιατί ενιαία και αδιαίρετη είναι η σκέψη μας στο βαθύτερο πυρήνα της. Τα σύνορά τους δεν χωρίζουν αλλά ενώνουν˙δεν είναι ο «Έβρος» Ελλάδας και Τουρκίας αλλά η άσπρη γραμμή που χωρίζει τα γειτονικά καφέ στα σύνορα Ολλανδίας και Βελγίου στην πόλη Μπάαρλ και όλοι κινούνται από τη μια χώρα στην άλλη με τον πιο φυσικό βηματισμό, χωρίς καμιά διατύπωση.
Είναι ίδιος ο τόπος καταγωγής της νοσταλγίας και των προσδοκιών, είναι η χώρα της ελευθερίας και της αυτοπραγμάτωσής μας, η ιδανική πολιτεία όπου η μόνη ενασχόλησή μας είναι η διατριβή μας με τα μεγάλα και τα ουσιώδη ζητήματα, χωρίς τα αγκάθια και τη μέριμνα της καθημερινότητας. Δεν νοσταλγούμε μόνο κάτι που ανήκει στο παρελθόν. Όχι δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Νοσταλγούμε και το μέλλον των ονείρων μας και των φιλοδοξιών μας, που είναι ήδη υπαρκτό διαρκώς και αδιαλείπτως στη σκέψη μας. Δεν προσδοκούμε μόνο κάτι που ανήκει στο μέλλον. Όχι οι προσδοκίες μας αποικίζουν και το παρελθόν μας, το φωτεινό του μέρος, το κομμάτι της ζωής μας με το οποίο πορευόμαστε αντλώντας απ’ αυτό δύναμη και ακτινοβολία. Όταν προσδοκούμε, την ίδια στιγμή νοσταλγούμε γιατί βιώνουμε την προσδοκία στα όνειρά μας που την έχουμε κάνει υπαρκτή. Όταν νοσταλγούμε, ταυτόχρονα προσδοκούμε ότι κάποια στιγμή θα ξαναγευθούμε την ομορφιά που έχει αποσύρει φαινομενικά ο χρόνος. Και όταν βυθιστούμε στα μαύρα σκοτάδια μιας αρρώστιας, τότε νοσταλγία και προσδοκίες είναι μια αγκαλιά, στο ίδιο χώμα φυτρώνουν, το ίδιο δέντρο είναι. Νοσταλγία και προσδοκίες την ίδια ψυχή έχουν.
Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι οι τόποι καταφυγής της ψυχής μας ανήκουν μόνο στο παρελθόν ή μόνο στο μέλλον; Ποιος μπορεί να επιχειρηματολογήσει ότι οι ουρανοί απελευθέρωσης του πνεύματός μας τέμνονται από τη γραμμή του χρόνου, όπως αυτό συμβαίνει στην καθημερινή, στη συμβατική ζωή μας; Ποιος μπορεί να τεκμηριώσει ότι δεν ζούμε όλη τη ζωή μας με ό,τι εμπεριέχει παρελθόν, παρόν και μέλλον κάθε στιγμή, για όλες τις στιγμές μας;
Ενιαία και αδιαίρετη είναι η αγωνία μας και ο αγώνας μας για τη ζωή μας, για τη διαρκή δημιουργία και αναδημιουργία του εαυτού μας. Και όλη αυτή είναι η οδύσσειά μας, ζυμωμένη με τα υλικά της νοσταλγίας και των προσδοκιών και ανάλογα με το εκκρεμές της ηλικίας μας βαραίνει η ζυγαριά προς τη μια ή προς την άλλη μεριά. Μπορεί όλα να είναι μια νοσταλγία ή και μια προσδοκία (το ίδιο είναι), μπορεί να είναι μια κατάκτηση της κουλτούρας μας ή μια αντίληψη ζωής, μπορεί να είναι μια στιγμή του έρωτα ή της αποκάλυψης του δικού μας κόσμου, μπορεί να είναι μόλις μια μέρα…
«Ήταν μια αξιομνημόνευτη μέρα για μένα, γιατί προκάλεσε μέσα μου μεγάλες αλλαγές. Όμως το ίδιο συμβαίνει με ολόκληρη τη ζωή. Φανταστείτε μια επιλεγμένη μέρα, αποσπασμένη από τις υπόλοιπες, και σκεφτείτε πόσο διαφορετική θα ήταν χωρίς αυτήν η πορεία της ζωής σας. Εσείς που διαβάζετε όλα αυτά, σταματήστε μια στιγμή και σκεφτείτε τη μακριά αλυσίδα από σίδερο ή χρυσάφι, από αγκάθια ή λουλούδια, που δε θα σας είχε ποτέ δέσει αν δεν είχε σχηματιστεί ο πρώτος κρίκος, κάποια αξιομνημόνευτη μέρα».
Κάρολος Ντίκενς, Μεγάλες προσδοκίες
[i] http://logotexnikesmikrografies.blogspot.gr/2012/06/rainer-maria-rilke.html