Του Νίκου Τσούλια
Κλίνω ολοένα και περισσότερο, ευρισκόμενος σε κατάσταση προσωρινότητας, προς μια συναίνεση με το Όλον,
εκεί όπου υπάρχει εντεινόμενη αλληλοδιείσδυση και σύντηξη μεταξύ ζωής και θανάτου.U. Baer, Η σοφία του Ρίλκε
Στα μεγάλα κυρίως μεταφυσικά ερωτήματα, στις οριακές προκλήσεις για τη δύναμη και για τη δυνατότητα του πνεύματός μας οι απαντήσεις δεν είναι μονομερείς και απόλυτες, δεν είναι καθόλου εύκολες, ίσως και να μην υπάρχουν και απλώς να αραδιάζουμε λέξεις και έννοιες νομίζοντας ότι απαντάμε… Μπορεί επίσης οι απαντήσεις να προσεγγίζονται με αμφισημίες και με πολυσημίες ή και να παραμένουν εν μέρει ή εν όλω ανοιχτές ενισχύοντας έτσι το ούτως ή άλλως πανίσχυρο στερέωμα των ερωτημάτων – που παραμένουν διαχρονικά ερωτήματα και συνδέουν μόνα τους τις αγωνίες και τους προβληματισμούς των ανθρώπων όπου γης και όπου χρόνου, αφού οι όποιες «απαντήσεις» είναι σχετικές και ζήτημα κάποιας ιστορικότητας και μόνο.
Σαφώς και μπορούμε να ισχυριστούμε ότι έχει εξουσία ο θάνατος, αφού δημιουργεί ένα πανίσχυρο σκηνικό φόβου που καθηλώνει τη σφριγηλότητα και την ομορφιά της ζωής, αφού αναγκάζει την κοινότητα των ανθρώπων να κάνει θεσμούς επί θεσμών για την όλη διαχείρισή του, αφού φωλιάζει για τα καλά μέσα στο υποσυνείδητό μας αλλά και στη συνείδησή μας διαμορφώνοντας ένα μαύρο πέπλο μορφολογίας των πραγμάτων και του Κόσμου, αφού είναι κάθε στιγμή «προ οφθαλμών» στομώνοντας την ελευθερία του πνεύματος και κάνοντας μίζερη τη συναισθηματικότητά μας. Και όλα αυτά ενώ δεν ξέρουμε απολύτως τίποτα γι’ αυτόν, και πολύ σοφά ο μεγάλος μας φιλόσοφος, ο Σωκράτης, «στην Απολογία του, όταν αντιμετωπίζει τον επικείμενο θάνατο, αφήνει εντελώς αβέβαιο το τι συμβαίνει στην ψυχή μετά το θάνατο»[i].
Αλλά τι γίνεται όταν δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την απλή πραγματικότητα και την μετασχηματίζουμε με τον πιο αυθαίρετο τρόπο και στη συνέχεια πέφτουμε θύματα αυτής της διαστροφής; Πώς μπορεί να υπάρξει ελευθερία του πνεύματος, όταν εμείς οι ίδιοι χειραγωγούμε το πνεύμα μας στη δουλεία του φόβου; Πώς θα ισορροπήσουμε ανάμεσα στη φωτεινότητα του ορθολογισμού μας και στη σκοτεινότητα ενός μέρους του συναισθηματισμού μας; Έχουμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε ή είμαστε όμηροι του φόβου; Ο θάνατος είναι μια πραγματικότητα. Από τη στιγμή που συνειδητοποιούμε τον εαυτό μας και τον κόσμο συνειδητοποιούμε ταυτόχρονα την εικόνα του θανάτου. «Ο θάνατος είναι η πλευρά της ζωής που είναι στραμμένη μακριά μας, είναι αθέατη για μας: πρέπει να μοχθήσουμε για την επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατότητας της συνειδητότητας της ύπαρξής μας, που θα ενοικεί και στις δύο ετούτες περιοχές, θα τρέφεται ανεξάντλητα και από τις δύο…»[ii].
Ας δούμε και την άλλη πλευρά. Μπορούμε εξίσου εύκολα να ισχυριστούμε και ακριβώς το αντίθετο, ότι δεν υπάρχει εξουσία του θανάτου. Και να γιατί. Ο θάνατος είναι μια απόλυτα φυσική πραγματικότητα. Είναι καθολικό γεγονός που αφορά τους πάντες και τα πάντα. Μπορούμε να ενιστάμεθα για τον όποιο “νόμο” της Φύσης, και τι νόημα θα μπορούσε να έχει; Ο θάνατος είναι απολύτως αναγκαίος και χρήσιμος, αφού χωρίς αυτόν δεν θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει ζωή. Ας σκεφτούμε ορθολογικά. Οι φυσικοί πόροι στη Γη είναι πεπερασμένοι και μόνο με τη συνεχή ανακύκλωσή τους και την αέναη επαναχρησιμοποίησή τους είναι δυνατόν να εμφανίζονται νέοι οργανισμοί και παρομοίως να εκτυλίσσεται η εξέλιξη των ειδών. Πολύ απλά, αν δεν πεθαίνουν διαρκώς οι οργανισμοί, τότε δεν μπορούν να δημιουργηθούν άλλοι και επομένως θα υπήρχε μια στατικότητα που θα εναντιωνόταν στο φαινόμενο της ζωής και πιο συγκεκριμένα στην αναπαραγωγική της δυνατότητα. Δεν θα υπήρχε καν η εκδήλωση της ζωής στον πλανήτη μας χωρίς την παρουσία του θανάτου και φυσικά δεν θα υπήρχε ως είδος ο άνθρωπος και ως άτομα ο καθένας μας. Πολύ ορθά τίθεται η αυτονόητη ένσταση. «Αδιαμφισβήτητα υπάρχει θάνατος μες στη ζωή και με εκπλήσσει που όλοι κάνουν πως το αγνοούν»[iii].
Επομένως, γεννιόμαστε και αναπτυσσόμαστε, ζούμε και υπάρχουμε γιατί ως αναγκαία προϋπόθεση υπάρχει ο θάνατος που διασφαλίζει την συνέχεια της ζωής μέσα από την ασυνέχεια των οργανισμών. Στο «Φαίδωνα» «η φύση ανανεώνει διαρκώς τη ζωή στο πλαίσιο μιας ρυθμικής επιστροφής, έτσι ώστε κανείς θάνατος να μην υπάρχει για τη ζωή. Τούτη, όμως, είναι μονάχα μια όψη της ζωής και της ψυχής. Υπάρχει, επίσης, η ζωή για την οποία ο θάνατος είναι κάτι άλλο και όχι μονάχα ένας κρίκος στην αλυσίδα της ρυθμικά ρέουσας ζωής»[iv]. Μπορούμε λοιπόν να παίζουμε με την άγνοιά μας ως προς το ερώτημα του θανάτου, αλλά δεν μπορούμε να δίνουμε αυθαίρετες απαντήσεις και στη συνέχεια να πέφτουμε θύματά τους. Μπορούμε να ψηλαφίσουμε την εικόνα του κόσμου, έστω και αν είναι σχετική για κάθε ιστορικότητα.
Εδώ σαφώς μπορούν να προβληθούν ενστάσεις. Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ναι μεν η λογική και ο ορθολογισμός ισχυρίζονται πολύ σωστά ότι όλα αυτά τα πράγματα είναι μια απολύτως φυσική κατάσταση, αλλά εμείς έχουμε και συνείδηση και ψυχικό κόσμο και ολόκληρο στερέωμα συναισθημάτων και επομένως ναι μεν ξέρουμε το σωστό, αλλά δεν παύουμε να βιώνουμε κάτι που μας συντρίβει την ίδια την ομορφιά της ζωής. Μια τέτοια θεώρηση φαίνεται λογική. Είναι όμως πράγματι έτσι;
Θα συνεχίσουμε με το δεύτερο μέρος.
[i] Πλάτων (2007), Φαίδων, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, σ. 98
[ii] Baer U. (2009), Η σοφία του Ρίλκε, Αθήνα: Πατάκης, σ. 267
[iii] Baer U., ο.π., σ. 265
[iv] Γκάνταμερ Χ.-Γ., Η απαρχή της γνώσης, Αθήνα: Πατάκης, σ. 158