Το αριστουργηματικότερο ποίημα του Σικελιανού και έργο της ώριμης ηλικίας του αποτελεί κατά κοινή ομολογία το «Μήτηρ Θεού», γραμμένο το 1917. Η μουσικότητα είναι το στοιχείο, το οποίο πηγάζει ανεξάντλητο από τον πυθμένα της ποιητικής φωνής του ποιητή. Η ενορχηστρωμένη αυτή μουσική υποβλητικότητα οφείλεται στον ρυθμό των δεκαπεντασύλλαβων διστίχων, τα οποία πλησιάζουν μορφικά την ποιητική σύνθεση του Σολωμού «Κρητικός», και στη συνεχή εναλλαγή των εικόνων, στοιχεία τα οποία παραπέμπουν σε μουσικές μελωδίες (Λίνος Πολίτης, 2009). Στο πρόσωπο της Παναγίας, και μετά τον θάνατο της αγαπημένης αδερφής του, ο Σικελιανός βλέπει τη μητέρα της ζωής και του θανάτου, μία εικόνα που φαίνεται από την μυστική σύνδεση στο ποίημα της μνήμης του Ευαγγελισμού, τους χαιρετισμούς της Θεοτόκου και το Ψυχοσάββατο των νεκρών. Ο Λίνος Πολίτης (2009) σημειώνει χαρακτηριστικά:
«Το ποίημα, μουσικά, ανεπαίσθητα περνά από την ζεστασιά των αρχικών στίχων στην κεντρική ιδέα του θανάτου, ο πόνος της πεθαμένης αδερφής και η γλυκιά παρουσία της μάνας του Χριστού ενώνονται μυστικά, λες από πύρο χωνευτήρι συμπυκνώνεται σε μια οργανική ενότητα, από τις κορυφαίες στην ποίηση».
Επιπροσθέτως η σύνδεση χριστιανισμού και παγανισμού είναι ένα ακόμη μοτίβο, που ενυπάρχει στο ποίημα. Ο Σικελιανός, όπως παρατίθεται από τον Μario Vitti, αφουγκράζεται τον βαθύτερο πόνο των ανθρώπων και αισθάνεται υπεύθυνος για την επανόρθωση του κακού, όμως, αυτό το κακό εκλείπει σε αρκετές περιπτώσεις, όταν επιθυμεί να εκφράσει τις υπαρξιακές του ανησυχίες.
Ας περάσουμε στην έντονη και γλαφυρή εικονοποιία του ποιήματος. Ο Σικελιανός παρομοιάζει το φυσικό τοπίο με την Παναγία, εξυμνεί την ομορφιά της άνοιξης, παρακολουθεί το πέταγμα των χελιδονιών, θρηνεί για την αδερφή του Πηνελόπη, η οποία πέθανε.
και ως είδα, ετοιμοθάνατη, την όψην σου να μένει
σε τρίσβαθο χαμόγελο, λουσμένη, βυθισμένη,
γλυκά κι αν με διάταξες της πίκρας σου να αφήσω
τον πέπλον, ολοζώντανη για να σε ζωγραφίσω
Ο Σικελιανός σαν άλλος ταλαντούχος ζωγράφος, φωτίζει τις εικόνες του. Τα μέρη του λόγου (ουσιαστικά, επίθετα, ρήματα) επιδίδονται σε αγώνα να ξεπεράσουν το ένα το άλλο, βοηθώντας στην έντονη εικονοποιία, δημιουργώντας παραστατικότητα. π.χ. πέλαο αέρινο, τα μάτια ακοίμητα, αφρός μουρμουριστός, αμμουδιά παρθένα, ανάλαφρο ποδάρι, πορφυρογέννητη ψυχή. Οι εικόνες του έχουν λόγο ύπαρξης στο ποίημα και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι, επιλεγμένες με ποιητική σωφροσύνη. Διεγείρουν όλες τις αισθήσεις (ακουστικές, οσφρητικές, οπτικές, αφής) με ζωηρά χρώματα, δημιουργώντας παφλασμό αισθαντικής συγκίνησης στον αναγνώστη. Η Μιράσγεζη (1982) τονίζει τον έντονο πληθωρικό λυρισμό του ποιητή και επισημαίνει, ότι οι παρομοιώσεις του μας θυμίζουν την θαυμαστή έκφραση του Ομήρου.
άνεμος φύσα γλυκός, από μακρά φτασμένος,
με την γαλήνιαν ευωδία των κάμπων φορτωμένος.
Τα μύρα πλέαν ανάερα, αντίκρυζε η ψυχή μου,
όθε κι αν γύριζε, τη μυστική άθλησή μου.
Και ιδές ανθοί ανεπάντεχοι, δαφνόδεντρα και βάγια
στης γης αν ευωδάγανε τα ευλογημένα πλάγια
φλόγα γαλάζια ανάβρυζε, πήδαε πύρρη διχάλα,
και μιαν ακοίμητη δροσιά κινούσαν, να με ζώνει
Η έντονη λυρικότητα του Σικελιανού και οι καλοδουλεμένες λέξεις αναδεικνύουν με παραστατικότητα την ζωγραφική αποτύπωση του φυσικού τοπίου, επίτευγμα το οποίο επιτυγχάνεται στη «Μήτηρ Θεού». Ο ποιητής στον ζωγραφικό του καμβά χρησιμοποίει το «ποιητικό πινέλο του» για να μας παραπέμψει σε ένα εικονοπλαστικό δημιούργημα, γεμάτο ζωντάνια, γλαφυρότητα με την υποφαινόμενη αίσθηση μίας μοναδικής αγνότητας και τρυφερότητας να ξεχειλίζει.
και πάλι πισωδρόμισε γοργό, σα για να πάρει
χλωμάδα μεγαλύτερην απ’το μαργαριτάρι…
Ψυχή! Και ξάφνου, σκίζοντας το φοβερό σκοτάδι,
η αχτίδα της το δάκρυ μου το βρήκε ωσάν πετράδι!
Όπως προαναφέραμε εικόνες που παραπέμπουν στον θάνατο της αδερφής του, οδηγούν την συγκεκριμένη ποιητική σύνθεση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ακόλουθοι στίχοι:
Η κόρη απ’το προσκέφαλο στυλά που με κοιτάζει
τόσο ειν’ωραία, πατέρα μου, για ιδές, που με ντροπιάζει…
Αχ, λίγο να’θελε από με τα μάτια της να πάρει,
να’λέγα τώρα το γλυκό χερουβικό τροπάρι!»
Μικρή ψυχούλα μίλησε στον αγγελοκρουμό της
και με το λόγο φτέρωσε, σα χνούδι, τον καημό της!
Το απόσπασμα ολοκληρώνεται με μία εικόνα που δεν έχει σχέση με τη φύση, αλλά με την προσωπική του εμπειρία, σύμφωνα με την οποία η ζωή μπορεί να κρύβει δυσκολίες και πίκρες, αλλά πάντα πρέπει να υπάρχει η ελπίδα για να προσδώσει χαρά στον άνθρωπο.
Ψυχή! Και ξάφνου, σκίζοντας το φοβερό σκοτάδι
η αχτίδα της το δάκρυ μου το βρήκε ωσάν πετράδι!
Ο ποιητής διαμέσου της σαγηνευτικής αυτής εικόνας μας πλημμυρίζει με μία τρυφερότητα, καθώς προσεγγίζει την ανθρώπινη υπόσταση με όλο τον σεβασμό που της αρμόζει, βλέποντας το δάκρυ, το οποίο είναι προϊόν πόνου σαν πολύτιμο πετράδι.
Βιβλιογραφία:
Πολίτης, Λ. (2009). Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
Vitti, M. (2008). Iστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Αθήνα: Οδυσσέας
Μιράσγεζη, Μ.(1982). Νεοελληνική Λογοτεχνία. Αθήνα