Του Νίκου Τσούλια
Σήμερα ο καπιταλισμός εμφανίζεται πιο αδηφάγος και πιο επιθετικός όσο ποτέ άλλοτε. Ως εκ τούτου αποτελεί βασικό ζήτημα το ερώτημα, κατά πόσο ο καπιταλισμός θα παραμένει κυρίαρχος στην ιστορία της ανθρωπότητας. Και προφανώς το εν λόγω ερώτημα δεν είναι καθόλου θεωρητικό και φιλοσοφικό αλλά βαθιά πολιτικό και κοινωνικό.
Θεωρώ επίσης ότι η προσέγγιση στο θέμα μας συνδέεται αυτονόητα με ένα απόλυτα συναφές ζήτημα, ποιο θα είναι το πολιτικο-κοινωνικό σύστημα που θα εξωθήσει εκτός του ρου της ιστορίας και θα αντικαταστήσει τον καπιταλισμό. Ουσιαστικά εδώ κρίνεται και η απάντηση του ερωτήματός μας. Γιατί αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι οι κοινωνικές δυνάμεις των κρατών και η ευρεία πλειοψηφία των λαών θέλουν να «πέσει» ο καπιταλισμός, αφού έχει χάσει την όποια δημιουργική δύναμη είχε ιστορικά – «αν ο καπιταλισμός ξεκινάει σαν ο πρακτικός ιδεαλισμός της ανερχόμενης μπουρζουαζίας, τελειώνει, όπως ισχυρίζεται ο Βέμπερ, στις τελευταίες σελίδες του, σαν ένα όργιο υλισμού»[i] – και δρα πλέον απόλυτα παρασιτικά και καταστροφικά απέναντι στον άνθρωπο έχοντας ως κύριους στόχους τη συσσώρευση πλούτου σε όλο και πιο λίγα χέρια, την προαγωγή του κέρδους ως της αξίας – μήτρας όλων των αξιών και την περαιτέρω εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Ωστόσο η σημερινή εικόνα είναι μαγική, η μεγάλη πλειοψηφία δεν θέλει τον καπιταλισμό, αυτός όμως εμφανίζεται «ακμαίος και κραταιός». Και παράλληλα δημιουργείται μια αίσθηση ότι «η σημερινή καπιταλιστική οικονομία είναι ένας απέραντος κόσμος μέσα στον οποίο γεννιέται το άτομο, σαν μια τάξη πραγμάτων που δεν μπορεί να αλλάξει και μέσα στην οποία πρέπει να ζήσει»[ii].
Είναι γνωστό ότι ο καπιταλισμός ελέγχει όχι μόνο τα μέσα παραγωγής αλλά και το μεγάλο στερέωμα του σύγχρονου πολιτισμού και πολύ ορθά ο Καρλ Μαρξ «διακρίνει από τη μια τις υποδομές (υλικές) και από την άλλη το εποικοδόμημα (πνευματικό), το οποίο μάλιστα έχει και άμεση εξάρτηση από τις προηγούμενες»[iii]. Το όλο καπιταλιστικό σύστημα έχει επιβάλλει παράλληλα μια «νομιμοποίηση» στις χαλαρές αντιλήψεις των πολιτών πάνω σε κατασκευασμένα ιδεολογήματα. «Η καθολική νομιμοποίηση της άνισης κοινωνικής πραγματικότητας περνάει από την επεξεργασία της ιδέας ότι ‘δίκαιη’ είναι η κοινωνική και δικαιική επιβεβαίωση και κατακύρωση των φυσικών διαφορών ανάμεσα στα άτομα, τα οποία καλούνται, εξωθούνται και ουσιαστικά εκβιάζονται να ‘εξαντλήσουν’ τις φυσικές και διανοητικές τους ιδιότητες, σε έναν κοινωνικό στίβο όπου η καθολική ανταγωνιστικότητα αντιμετωπίζεται και αυτή ως αναγκαίος και ‘φυσικός’ όρος της ανθρώπινης ύπαρξης. Έτσι, η ανταγωνιστική αγορά αντιγράφει και προσεπικυρώνει την ανταγωνιστική και άνιση φύση, και οι κανονιστικοί δικαιϊκοί θεσμοί διαιτητεύουν απλώς στον επιβιωτικό αγώνα των ανίσων. Με αυτό ακριβώς τον τρόπο, η ‘φυσική’ ανισότητα και η ‘φυσική’ ανταγωνιστικότητα διαθλώνται μέσα από την κοινωνική ουδετερότητα, που δεν ευθύνεται και δεν επεμβαίνει, αλλά απλώς αναγνωρίζει, διακανονίζει και επικυρώνει»[iv].
Αλλά ενώ η ισχυρή θέληση των λαών, των κοινωνικών κινημάτων και των πολιτών είναι απόλυτα προσανατολισμένη για ανατροπή του καπιταλισμού, δεν υπάρχουν σήμερα οι αντικειμενικές συνθήκες για μια τέτοια προοπτική. Οι λόγοι είναι γνωστοί και συγκεκριμένοι. α) Δεν υπάρχει το πολιτικό υποκείμενο που θα οργανώσει σε διεθνή κλίμακα την ανατροπή ή τη μετεξέλιξη του ισχύοντος κοινωνικού συστήματος. Η σοσιαλδημοκρατία έφτασε στα όριά της – με τη δημιουργία κοινωνικού κράτους και κράτους δικαίου – και δεν έχει σήμερα πρόταση της όποιας σοσιαλιστικής διεξόδου σε συνθήκες παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και επικράτησης του χρηματιστηριακού κεφαλαίου. Τα κομμουνιστικά κόμματα παραμένουν ακόμα στη σκιά της κατάρρευσης του σοβιετικού μοντέλου το 1989 και δεν φαίνεται να συσπειρώνουν ευρείες κοινωνικές δυνάμεις. Η ενδιάμεση της σοσιαλδημοκρατίας και του κομμουνιστικού κινήματος αριστερά εκφέρει λόγο επαναστατημένης παράταξης σε φοιτητικό αμφιθέατρο και δεν έχει ούτε καν μια θεωρητική επεξεργασία στο πώς μπορεί να αλλάξει το κοινωνικό σύστημα και κινείται στους γνωστούς και αδιέξοδους δρόμους του βερμπαλισμού και της δημαγωγίας, του αριστερισμού και της γενικής και αόριστης επανάστασης. Όταν φτάνει στο «δια ταύτα» με τη μαζικοποίηση της δυναμικής της, συντηρικοποιείται σε κεντροδεξιά εκδοχή και τίποτα «δεν θυμίζει το χθες».
β) Ο τρόπος ζωής των πολιτών και η υλική και πνευματική πραγματικότητα των ανθρώπων χαρακτηρίζονται από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και από τον αντίστοιχο πολιτισμό. Ο αξιακός κώδικας επίσης είναι διαποτισμένος από την ιδεολογία και την πρακτική της αγοράς: λατρεία του χρήματος και της κερδοσκοπίας και καταναλωτικό παραλήρημα, ιδιώτευση και στείρος ανταγωνισμός, ατομικισμός και αντικοινωνικές αντιλήψεις. Η αντιπαράθεση στον καπιταλισμό είναι θεωρητική και ανέξοδη και δεν οδηγεί εν τοις πράγμασι πουθενά.
Όσο όμως δεν αναπτύσσονται οι συνθήκες εκείνες που θα αμφισβητούν και θα προάγουν έναν άλλο τρόπο ζωής και οι πολίτες απλώς «θα εξορκίζουν το κακό» κανένα φως στον ορίζοντα δεν θα φαίνεται, πολλώ μάλλον να απλωθεί σαν της ημέρας το ξημέρωμα. Ο καπιταλισμός δεν είναι ισχυρός˙ ισχυρό «τον έχουμε κάνει» εμείς οι ανήσυχοι πολίτες, τα προοδευτικά κόμματα και τα κοινωνικά κινήματα.
[i] Weber, M. (2010), Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, Αθήνα: Δ.Ο.Λ., σ. 253
[ii] Weber, M. (2010), Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, Αθήνα: Δ.Ο.Λ., σ. 44
[iii] Braudel, F. (2002), Η γραμματική των πολιτισμών, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, σ. 54
[iv] Τσουκαλάς, Κ. (1991), Είδωλα πολιτισμού, Αθήνα: Θεμέλιο, σ. 298