Του Νίκου Τσούλια
Προφανώς η ιδιότητα του μαθητή απορρέει από την οργανωμένη και θεσμική προσπάθεια κάθε κράτους να δημιουργήσει τις νέες κοινωνικές ομάδες με τα κατάλληλα εφόδια – επιστημονικά και πνευματικά -, έτσι ώστε να ετοιμάζουν πιο αποτελεσματικά το μέλλον κάθε χώρας και φυσικά το μέλλον των νέων γενιών. Η ιδιότητα αυτή θεωρείται κοινωνιολογικά και ιδεολογικά ουδέτερη, αφού οι μαθητές δεν έχουν ενταχθεί στην παραγωγική συγκρότηση και στην κοινωνική διαστρωμάτωση. Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια, εκείνη των φαινομένων.
Γιατί οι μαθητές γεύονται από την πολύ πρώιμη σχολική πορεία τους την επιρροή της ιδεολογίας της κυρίαρχης κοινωνικής τάξης ως μια “φυσική πραγματικότητα”, για να αναπαραχθεί το κρατούν αξιακό στερέωμα με τους καλύτερους δυνατούς όρους μέσα από το σχολικό πρόγραμμα και από την ούτως ή άλλως ισχυρή παρέμβαση των σχολικών βιβλίων και των αναλυτικών προγραμμάτων. Αυτή η πλευρά της κοινωνικής αναπαραγωγής είναι σχετικά αθώα, με την έννοια ότι οι μαθητές δεν έχουν αναπτύξει κανένα επίπεδο ενεργού (ταξικής) συνείδησης και αυτόνομης κριτικής σκέψης, που θα τους επέτρεπε να έχουν μια κριτική στάση απέναντι στην ιδεολογική και κοσμοθεωρητική επιβολή και τελικά δεν μπορούν να διαμορφώσουν οποιαδήποτε μορφή κοινών και ενιαίων «συμφερόντων», παρά μόνο κάποιες συλλογικές εκφράσεις εναντίωσης σε νέα αντιεκπαιδευτικά θεσμικά μέτρα ή σε μεγάλα προβλήματα της εκπαίδευσης. Υπάρχει όμως και μια άλλη παράπλευρη αλλά ορατή ιδεολογική παρέμβαση που τη δέχονται οι μαθητές διαμεσολαβημένα μέσα από την κοινωνική ιεράρχηση των οικογενειών τους.
Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Τα παιδιά και οι έφηβοι βιώνουν την κοινωνική διαστρωμάτωση και τις ποικίλες κοινωνικές ανισότητες των γονέων τους με έντονο συναισθηματικό τρόπο. Οι οικονομικές δυνατότητες των οικογενειών για παράπλευρη στήριξη των μαθητών προκαλούν νέες εκπαιδευτικές ανισότητες στις ήδη υπάρχουσες του «μορφωτικού και πολιτισμικού κεφαλαίου» – όπως έχουν προσδιοριστεί από την κλασική εργασία των Μπουρντιέ και Πασερόν – που μεταβιβάζει κάθε κοινωνική ομάδα στη βιολογική (και όχι μόνο) διάδοχή της. Τα ομαδικά φροντιστήρια και πιο πολύ τα ιδιαίτερα φροντιστήρια για τα δύσκολα μαθήματα του σχολείου ή για τα μαθήματα προετοιμασίας για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις και τα Φροντιστήρια για τις δύο ξένες γλώσσες – που παραδοσιακά πλέον μαθαίνουν σε μεγάλο βαθμό οι μαθητές και μάλιστα με ορίζοντα μέχρι την Α΄ Λυκείου – συνθέτουν ένα ολόκληρο και ιδιαίτερο «σύμπαν», παράλληλο με το θεσμικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα, το οποίο δεν αφήνει δυνατότητες για ίσες ευκαιρίες – όπως θεωρητικά μπορούμε να ισχυριστούμε για την τυπική εκπαίδευση –, και οξύνει τις ανισότητες των μαθητών με πολύ έντονο τρόπο.
Όλο αυτό το κύμα των ανισοτήτων δημιουργεί ψυχολογία πρόωρης παραίτησης και εγγενούς ηττοπάθειας, με αποτέλεσμα να υπονομεύεται η προσπάθεια των μαθητών στη γένεσή της και να διαμορφώνεται μια σκληρή πραγματικότητα που τους επιφυλάσσει μειονεκτική θέση, χωρίς να έχουν την υλική δυνατότητα να την αντιπαλέψουν. Φυσικά η εν λόγω γενική αναπαραγωγή των ανισοτήτων δεν είναι απόλυτη. Έχει αρκετές εξαιρέσεις, οι οποίες μάλιστα στο παρελθόν τροφοδότησαν το ρεύμα της κοινωνικής κινητικότητας και επομένως και της νομιμοποίησης της εκπαίδευσης ως “κοινωνικού εξισωτή”. Αυτά πριν η θεσμική εκπαίδευση γίνει μαζική. Σήμερα όμως αυτή η δυνατότητα γενικά εκλείπει, ενώ η μεγάλη και η μάλλον μόνιμη κρίση της χώρας μας θα προκαλέσει πιο βαθύ χάσμα ανισοτήτων στη μαθητική κοινότητα.
Η μαθητική κοινότητα λοιπόν δεν είναι ενιαία – αν και στο λεξιλόγιό μας εκφέρεται με αυτό το περιεχόμενο -, αλλά διατρέχεται από πολλαπλές εξωγενείς αντιθέσεις. Το φοβερό είναι ότι οι πολλαπλές διαφοροποιήσεις στους κόλπους των μαθητών και κυρίως η κυρίαρχη με βάση τις κοινωνικές αναφορές των γονέων τους διαφοροποίηση δεν μπορούν να «φανερωθούν» πλήρως ούτε και μπορούν να αντιμετωπιστούν από την εκπαιδευτική κοινότητα. Τα ποικίλα μέτρα αντισταθμιστικής εκπαίδευσης δεν είναι ικανά να αντισταθμίσουν τις ανισότητες και ως ένα βαθμό μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι τις «νομιμοποιούν». Για να μην παρεξηγηθώ, είμαι υπέρ των μέτρων αυτών, αλλά με την αίσθηση ότι μπορούν να αμβλύνουν ως ένα σημείο τις ανισότητες και τίποτα πέραν τούτου.
Μπορεί το σχολείο και οι εκπαιδευτικοί να κλείνουν τα μάτια τους μπροστά στο βαθύ χάσμα που διαπερνά την μαθητική κοινότητα; Πώς θα εξελιχθεί το εν λόγω φαινόμενο στην Ελλάδα των επόμενων δεκαετιών με το ευρέως αναπτυσσόμενο στρώμα της νεόπτωχων και με την σοβαρή αποδυνάμωση της μεσαίας κοινωνικής τάξης; Ποια είναι η παιδαγωγική και ηθική στάση του σχολείου απέναντι στην κοινωνικής προέλευσης φοβερή διαφοροποίηση μεταξύ των μαθητών; Νέα ερωτήματα και προφανώς κι άλλα συνδεόμενα με το ζήτημά μας ζητούν συζήτηση και κάποιες απαντήσεις, επί των οποίων θα επανέλθουμε…