Του Νίκου Τσούλια
Θα ξεκινήσω το άρθρο μου από το τέλος του, από το συμπέρασμά μου. Όσο δεν καταφέρνουμε να δημιουργούμε ένα κλίμα απόλυτης ενοχής σ’ αυτούς που εκφράζουν τη βαρβαρότητα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, θα έχουμε ως κοινωνία και ως πολιτεία μείζον ιδεολογικό και πολιτικό πρόβλημα. Όσο παραμένει κοινοβουλευτικό κόμμα και μάλιστα τρίτο (!) η ναζιστική οργάνωση «Χρυσή Αυγή», η Ελλάδα δεν μπορεί να έχει κανένα ευοίωνο μέλλον.
Δεν έχουμε μόνο ως κύριο εθνικό πρόβλημα την οικονομική κρίση. Έχουμε στην ίδια κλίμακα ιεράρχησης ως εθνικού προβλήματος – και όχι μόνο σ’ εκείνη του πολιτικού προβλήματος – την ανάπτυξη ενός φασιστικού κόμματος στο Κοινοβούλιο. Η παρουσία και έκφραση φασισμού και ρατσισμού σε ένα μέρος της κοινωνίας αποτελεί όνειδος γι’ όλους μας. Δεν υπάρχει καμιά δικαιολογία και αιτιολογία που να έχει αφετηρία την κρίση και τη δοκιμασία του λαού μας από την εφαρμογή των απανωτών μνημονίων. Κανένας δεν μπορεί να χρησιμοποιεί την οργή και το θυμό του μόνιμα αγανακτισμένου και την οικονομική ασφυξία και την κοινωνική δοκιμασία για να προσχωρεί στο φασισμό. Θα πρέπει να καταδειχτεί με πολιτικό και ιδεολογικό τρόπο η αισχύνη του φασισμού.
Η αντιμετώπιση του ρατσισμού μπορεί να θεμελιωθεί εύκολα σε πολλά επίπεδα: εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό, κοινωνικό και πολιτικό, ιδεολογικό και κοσμοθεωρητικό, επιστημονικό και φιλοσοφικό. Η ιστορία μας, ως μέγας παιδαγωγός, έχει την απόλυτη διδαχή: είμαστε λαός μεταναστών και προσφύγων. Οι μισοί Έλληνες ζουν ως μετανάστες σ’ άλλες χώρες. Έχουμε βιώσει την προσφυγιά και το ξερίζωμα εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων μόλις στον προηγούμενο αιώνα. Είμαστε λαός που έχει ψηλά τις αξίες της ειρήνης και της αλληλεγγύης, που συμπαραστέκεται στους κατατρεγμένους και στους αδικημένους. Καμιά φασιστική οργάνωση δεν μπορεί να ανατρέψει τη φωτεινότητα της ψυχής μας και την εθνική συνείδησή μας με εργαλείο τη δημαγωγία και την καπηλεία. Δεν μπορούμε να είμαστε αφελείς απέναντι στις πραγματικές επιδιώξεις των πρωτεργατών της βίας και της μισαλλοδοξίας. Δεν μπορούμε να μένουμε αδιάφοροι σε ό,τι δηλητηριάζει την ψυχή του ανθρώπου, σε ό,τι αμαυρώνει τον ίδιο τον πυρήνα του ανθρωπισμού. Δεν μπορούμε να καμωνόμαστε τον ανήξερο στο ποια θα είναι νομοτελειακά η συνέχεια της βαρβαρότητας κατά των μεταναστών, ότι η βία και ο κοινωνικός αποκλεισμός θα επεκτείνονται σε όλο και μεγαλύτερα κοινωνικά στρώματα, ότι η τελική διαδρομή του φασισμού οδηγεί στον ολοκληρωτισμό!
Και οφείλουμε να εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας στους πρόσφυγες του πολέμου με άρτιο τρόπο. Δεν αρκεί να πούμε ότι τους κατανοούμε και ότι τους συμπαθούμε. Πρέπει να τους εξασφαλίζουμε ικανοποιητικές συνθήκες διαβίωσης και να αγωνιστούμε μαζί τους για μόνιμη και οριστική λύση, με την προαγωγή της ειρήνης στη Μ. Ανατολή, με τη συλλογική στήριξη από όλες τις χώρες της Ευρώπης – γιατί είναι πασίδηλο ότι δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα η Ελλάδα μόνη της. Όσο δεν αντιμετωπίζουμε τα ζητήματα της σίτισης, της υγείας, της περίθαλψης, της εκπαίδευσης θα αφήνουμε περιθώρια στους βάρβαρους της Χρυσής Αυγής να πλιατσικολογούν τη σκέψη και το πνεύμα αφελών πολιτών. Και αν η κοινωνία μας κατανοεί και συμμερίζεται το δράμα των προσφύγων, η κυβέρνηση έχει την πολιτική ευθύνη να βρίσκει λύσεις επί της απτής πραγματικότητας και να μην επιδίδεται σε θεωρητικές αναλύσεις.
Στα χιλιάδες σχολεία όλης της χώρας οι εκπαιδευτικοί δίνουν μάθημα αλληλεγγύης και αλτρουισμού για τα παιδιά μεταναστών και προσφύγων. Διαπαιδαγωγούν έμπρακτα σε ό,τι η καταστατική σύσταση της θεσμικής εκπαίδευσης έχει προσδιορίσει στον χάρτη των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Οι μαθητές: παιδιά, έφηβοι και νέοι – οι κληρονόμοι της πατρίδας μας και οι διαμορφωτές του μέλλοντός της – έχουν αγκαλιάσει τους μαθητές που βιώνουν τον κατατρεγμό του πολέμου και της φτώχειας. Τα ελάχιστα κρούσματα μισαλλοδοξίας που εκδηλώνονται από κάποιους γονείς αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά από την κοινή αντιρατσιστική θέληση εκπαιδευτικών και εκπαιδευόμενων. Στα σχολεία μας καθρεφτίζεται ο ουμανιστικός κώδικας και η κουλτούρα αλληλεγγύης, που οραματίζεται κάθε σύγχρονος λαός.
Η στάση και η συμπεριφορά μας απέναντι στους πρόσφυγες και στους μετανάστες δεν είναι καθόλου ήσσονος σημασίας ζήτημα. Συναρτάται με τον πολιτισμό μας και με τον αξιακό μας κώδικα ως λαού και ως έθνους, με το μέλλον της κοινωνίας μας και με την ποιότητα της δημοκρατίας μας, με το Διεθνές δίκαιο και με την ίδια την ιδέα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Κρινόμαστε απέναντι στην ψυχή και στα οράματα των αγωνιστών της πατρίδας μας, που θυσιάστηκαν για ελευθερία και για δικαιοσύνη. Αναμετριόμαστε με την ιστορία μας και με τη συλλογική συνείδησή μας.