Του Νίκου Τσούλια
Ήταν ανάγκη να μην κλείσει πάλι ο κύκλος της σχολικής χρονιάς και να έλθει το μαντάτο για διακοπή της εκπαιδευτικής μου διαδρομής για άλλη μια φορά μέσα στο Δεκέμβρη, να μην ολοκληρώσω τον κύκλο που κάνει το σχολείο και να φύγω μαζί με μια φουρνιά μαθητών, για να έχω την ψευδαίσθηση ότι πάω κι εγώ «για άλλα μέρη, για άλλες πολιτείες», για να ανοίξω με το ρεύμα των ονείρων τους και με τη δυναμική των φιλοδοξιών τους έναν άλλο κύκλο δραστηριότητας;
Δεκέμβρης ήταν και τότε του 1980, αλλά τότε είχα μια βεβαιότητα ότι είμαι στην αρχή της όμορφης καριέρας μου, ότι τίποτα δεν θα σταματήσει το όνειρο του πιο όμορφου ταξιδιού. Τότε ήταν και άλλο το σκηνικό της χώρας, περίσσευε η ζωντανή ελπίδα. Το μέλλον ήταν τόσο φωτεινό που είχε έλθει πριν την ώρα του. Η μεγάλη «πολιτική αλλαγή» χτυπούσε την πόρτα της ιστορίας της σύγχρονης Ελλάδας και όλα έμοιαζαν μαγικά. Μπορούσες να φανταστείς ό,τι ήθελες και είχες την πεποίθηση ότι μπορεί να συμβεί αρκεί να το θέλεις πολύ και να το ονειρεύεσαι με όλη σου την ψυχή!
Αλλά τώρα είναι μαύρο κατάμαυρο το σκηνικό, έρημος ο τόπος ούτε ένα δέντρο στον ορίζοντα. Πού να φωλιάσουν τα πουλιά της αισιοδοξίας; Τώρα είναι οριστικό το τέλος! Δεν ξαναμπαίνω σε σχολική αίθουσα… Νιώθω ότι υπάρχει ένας εξαναγκασμός. Υπάρχει και άλλο σοβαρό πρόβλημα. Πώς να δικαιολογηθείς στους μαθητές σου και στις μαθήτριές σου, που το όλο σκηνικό φαίνεται ότι εγώ τους εγκαταλείπω στη μέση της προσπάθειάς τους;
Δεκέμβρης ήταν και τότε. Αλλά η ζωή ήταν μπροστά μου. Όλα τα όνειρά μου διεκδικούσαν ισχυρό μερίδιο στους τόπους των φιλοδοξιών και των σχεδιασμών μου. Τότε οι νέοι πτυχιούχοι είχαν εναλλακτικές επιλογές και ταλαντεύονταν ως προς το ποια θα πρωτοδιαλέξουν. Και αν με γοήτευε τόσο πολύ η αρθρογραφία στις εφημερίδες, είχα νιώσει τη μεγάλη, τη μοναδική γοητεία που ασκούσε η διδασκαλία. Η ταλάντευσή μου βάστηξε πολύ λίγο. «Θα διοριστώ στο σχολείο. Θα γίνω καθηγητής». Η απαρχή της καριέρας μου είχε και έναν ισχυρό συμβολισμό, πήγα τα Χριστούγεννα του 1980 στο Παρίσι, στην πόλη που ονειρευόμουνα (και ονειρεύομαι…) να ζήσω για κάποια χρόνια και να συνδεθώ με κάποιο τρόπο με τον κόσμο της Διανόησης!
Είχα μαζέψει χρήματα με αιματηρή οικονομία. Τότε η έξοδος στο εξωτερικό είχε περιορισμούς στο συνάλλαγμα αλλά και στη μικρή δυνατότητα της δραχμής. Ψωμί και τυρί τρώγαμε σχεδόν όλες τις ημέρες, για να τα βγάλουμε πέρα, να απολαύσουμε όσο περισσότερο μπορούσαμε την Πόλη του Φωτός. Κι ενώ ζούσα το παραμύθι της ονειροπλασίας μου, εκεί μου ήλθε το κακό μαντάτο. Το Υπουργείο Παιδείας με απέλυσε γιατί «έλειπα αδικαιολόγητα από το σχολείο» – έτσι προσδιόρισε τη συμμετοχή μου ως Πρόσθετου καθηγητή στην απεργία διαρκείας της ΟΛΜΕ εκείνης της εποχής.
Ο τωρινός Δεκέμβρης συνάντησε τον παλιότερο. Η απογοήτευση πολλαπλασιάστηκε. Η αμηχανία γέμισε τη σκέψη μου. Τώρα ο χρόνος δεν είναι με το μέρος μου. Πού θα βρω αντίβαρα της πιο όμορφης και πιο προκλητικής επαγγελματικής δραστηριότητας; Όταν έχεις κάνει την τρέχουσα πραγματικότητα ένα διαρκές όνειρο, μια διαρκή απόλαυση της ψυχής σου και του συναισθήματός σου, δεν μπορείς να ονειρευτείς κάτι άλλο ισοδύναμο. Όταν η διδασκαλία σε εξυψώνει τόσο πολύ πνευματικά, είσαι βέβαιος ότι θα τη νοσταλγείς ξανά και ξανά και το ξέρεις από πριν. Όταν το σχολείο είναι ο μοναδικός τόπος που κατοικούν οι εφηβικές ανησυχίες και τα πιο παράτολμα όνειρα, αντιλαμβάνεσαι ότι θα χάσεις έναν μικρό παράδεισο, ότι έχεις πάρει το δρόμο των πρωτόπλαστων – και χωρίς να έχεις κάνεις κάποιο αμάρτημα…
Όταν η όλη τελετουργία της εκπαίδευσης δεν είναι τίποτα άλλο παρά η πιο αξιόπιστη «συνομιλία» με το μέλλον, τότε συνειδητοποιείς ότι ο ορίζοντάς σου γίνεται πιο γκρίζος. Όταν κόβεται το πιο ισχυρό νήμα της καθημερινής ζωής σου, όταν νιώθεις ότι δεν θα έχεις «δεδομένη» την προσοχή και τη σκέψη νέων και εφήβων όχι μόνο για τη διδακτέα ύλη αλλά και για τις απόψεις και τις θεωρίες που αφορούν τον κόσμο και τη ζωή, όταν χάνεις ένα «ακροατήριο» απαιτητικό και όμορφο, προκλητικό και αμφισβητησιακό, ξέρεις ότι η ζωή σου θα έχει κενά, που ό,τι και να κάνεις δεν πρόκειται να αναπληρωθούν. Το μόνο που σου μένει είναι να αναπολείς και να νοσταλγείς, να μετανιώνεις που δεν ήσουνα πιο δημιουργικός, που δεν έκανες ή δεν είπες «αυτό» και «αυτό» και «αυτό»…, καθετί που θα σου γεννάει η ζωή.