Του Νίκου Τσούλια
Για να χαρακτηριστεί μια πολιτική ως αριστερή θα πρέπει – εκτός των άλλων – να αντιμάχεται και να συγκρούεται με τον ταξικό εχθρό: με τον καπιταλισμό, με τον ιμπεριαλισμό, με την άρχουσα τάξη, με το διεθνές και το χρηματιστηριακό κεφάλαιο, με τη συντηρητική τουλάχιστον έκφραση της εκκλησίας κλπ κλπ.
Τι γίνεται όμως όταν τίποτα απ’ αυτά δεν συμβαίνει; Θα πρέπει το κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερό – περί του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ο λόγος – να επινοεί ένα πεδίο εικονικών ταξικών συγκρούσεων προκειμένου να περισώσει την περίσσεια της παραμυθίας του και της δημαγωγίας του μέσω της συμβολοποίησης της πολιτικής που είναι κάθε άλλο παρά ταξική ή μάλλον είναι ταξική από την αντίθετη πλευρά της, είναι πολιτική κατά των εργαζομένων και της κοινωνίας. Και να γιατί.
Όλα τα μέτρα που έχει εφαρμόσει μέχρι τώρα η αριστεροδεξιά συγκυβέρνηση είναι μέτρα άγριας λεηλασίας του εισοδήματος των πολιτών, μέτρα διαρκούς φορολογίας, μέτρα αυτόματης επρικοπής μισθών και συντάξεων με τον περίφημο θεσμό του «κόφτη», μέτρα ακραίας λιτότητας και άκρατης δημοσιονομικής πειθαρχίας. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. μόνο μια πραγματική σύγκρουση κάνει, αυτή επί της χειμάζουσας κοινωνίας. Έχει ταξική πολιτική αλλά όχι αυτή που νομίζουν οι φτηνής ιδεολογικής στήριξης κομισάριοί του. Δεν είναι ταξική κατά του καπιταλισμού αλλά ταξική κατά των εργαζομένων!
Η αρχή έγινε από τον πρωτεργάτη αυτής της πολιτικής λαθροχειρίας, τον κ. Τσίπρα. Στις πρώτες διαπραγματεύσεις με τους εταίρους φρόντισε να κάνει «σκληρές διαπραγματεύσεις», που βάστηξαν περίπου 16 ώρες, για να ισχυριστεί μετά το περίφημο «πάλεψα μέχρι τέλους». Τι ήθελε να παραστήσει με αυτή την εικονική σκληρή διαπραγμάτευση, ότι αυτός σε αντίθεση με τις προηγούμενους πρωθυπουργούς έδωσε πολύωρη μάχη και ήταν αγωνιστής, ενώ οι άλλοι τελείωναν σε 5 με 6 ώρες – άρα ήταν υποτελείς. Έτσι προσπάθησε να πείσει τον ελληνικό λαό ότι έκανε το παν, παραλείποντας να παραδεχτεί ότι είχε ψηφίσει χειρότερο μνημόνιο. Τα ίδια έκανε και η κυβέρνησή του με το «ζόρισμα» που έκανε στις διεθνείς αγορές και που έφερε τελικά ως αποτέλεσμα το capital control και το οποίο οδήγησε την ήδη παραπαίουσα ελληνική οικονομία σε περαιτέρω επιδείνωση και σε πρωτόγνωρη νέκρωση. Πλήρωσε ο ελληνικός λαός την εικονική σύγκρουση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. με ασφυκτικά μέτρα επιπρόσθετα εκείνων που περιελάμβανε το αριστερό μνημόνιό τους.
Το μοναδικό πεδίο στο οποίο περισωζόταν μέχρι τώρα μια αριστερή απόχρωση της εν λόγω συγκυβέρνησης ήταν στο Υπουργείο Παιδείας. Αλλά και εκεί ήταν λόγος αποπροσανατολισμού από τη σκληρή μνημονιακή πολιτική. Επί έναν χρόνο ο πρώην Υπουργός Παιδείας …καταργούσε την πρωινή προσευχή, τις σχολικές παρελάσεις και τις πανελλαδικές εξετάσεις. Δεν υπήρχε ούτε μια εβδομάδα που να μην έδινε συνέντευξη για όλα αυτά τα ζητήματα λέγοντας τα ίδια και τα ίδια. Και όλο αυτό το χρόνο δεν έκανε απολύτως τίποτα περί όσων διαλαλούσε. Φυσικά ήλθε η απόρριψή του από τον Πρωθυπουργό – ο οποίος τον είχε βαθμολογήσει με «άριστα» λίγο καιρό πριν την καρατόμησή του, μόνον αυτόν από ολόκληρο το Υπουργικό Συμβούλιο – και τελείωσε η έτσι κι αλλιώς φτηνή αριστερή ρητορεία! Ακόμα και στο ζήτημα της ιδιωτικής εκπαίδευσης, που ήταν το μόνο που είχε νομοθετήσει η κυβέρνηση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και στο οποίο είχε πράγματι απέναντί της τη Ν.Δ., ήλθε η σημερινή πραγματικότητα της πλήρους αποδόμησης της εν λόγω ρύθμισης και έτσι ένα πεδίο μη εικονικής πολιτικής μετασχηματίστηκε εν μια νυκτί και αυτό σε εικονικό.
Σε ποια άλλα ζητήματα επιδόθηκε σε εικονική σύγκρουση η αριστερή μας κυβέρνηση; Τι έγινε στο τηλεοπτικό τοπίο. Επέλεξε μια ακραία εκδοχή διαμόρφωσής του – μια μέθοδο που ήταν απολύτως εμφανής αντισυνταγματική – και έτσι ενώ ισχυριζόταν ότι έδινε μάχη εναντίον της διαπλοκής και υπέρ της διαφάνειας και της νομιμότητας, τελικά όλοι καταλάβαμε ότι απλώς ήθελε χρησιμοποιώντας το πράγματι προβληματικό αυτό πεδίο να φτιάξει τη δική του αριστερή διαπλοκή με όλα τα φαιδρά και νοσηρά περί του Καλογρίτσα συμβάντα που παρακολουθήσαμε. Και εδώ ηττήθηκε κατά κράτος, αλλά για κάποιο χρονικό διάστημα ισχυριζόταν στο κομματικό ακροατήριό του και σ’ όσους υπηκόους του είχαν απομείνει ότι έκανε ταξική πολιτική κατά του κεφαλαίου…
Ακόμα και στο ποδόσφαιρο η ίδια λογική. Εικονική σύγκρουση κτυπώντας την «εγκληματική οργάνωση» ξανά και ξανά, χωρίς ποτέ να κανένας να καταλάβει ποια είναι τελικά αυτή η οργάνωση – εκτός αν ισχυριστούν ότι πρόκειται για τη «17η Νοέμβρη του ποδοσφαίρου», της οποίας την ταυτότητα θα κάνουμε χρόνια και χρόνια να εξακριβώσουμε. Αλλά επί της ουσίας, πώς έδινε τη μάχη της κάθαρσης; Σταματούσε το ποδόσφαιρο για μια ή δύο Κυριακές και αυτό συνιστούσε μέτρα κατά της διαφθοράς στο χώρο αυτό!
Τελικά, θα συνέβαινε όλο αυτό το σκηνικό του παραλόγου. Όταν η πολιτική πρόταση ενός κόμματος είναι μια δημαγωγική φούσκα, όταν αντιστρέφεται το πολιτικό περιεχόμενο της αριστεράς προκειμένου μια ομάδα του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. να νέμεται την εξουσία, οι εικονικές συγκρούσεις έχουν εφιαλτικό τέλος. Και αυτός ο εφιάλτης δυστυχώς δεν αφορά μόνο το ΣΥ.ΡΙΖ.Α. αλλά και τον ελληνικό λαό. Γιατί αν τελικά το πραγματικό περιεχόμενο της αριστεράς μετασχηματίζεται τόσο εύκολα σε ένα στερέωμα καλοστημένου λαϊκισμού και στη συνέχεια σε σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική, τότε η όλη υπόθεση της αριστεράς πάει πολύ πίσω ή μάλλον πάει περίπατο…