Του Νίκου Τσούλια
Χίλιους δυο ή μάλλον άπειρους και φαινομενικά ασήμαντους λόγους μπορεί να έχει κάποιος για να μη θέλει να πεθάνει – πέραν του ότι αγαπάει τη ζωή στην ολότητά της και ότι θέλει να είναι πάντα με τους δικούς του… – , για να μπορεί να βλέπει τα ηλιοβασιλέματα, για να χαζεύει τη βροχή, για να βγαίνει βόλτα με τους φίλους του κλπ κλπ.
Εγώ και έναν επιπλέον και πολύ σημαντικό λόγο, να προλάβω να διαβάσω τα βιβλία μου. Βέβαια μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι αυτό είναι μια πονηριά ή μια κατεργαριά, αφού ο ρυθμός εισόδου των βιβλίων στο σπίτι μου είναι μεγαλύτερος από το ρυθμό της ανάγνωσής τους και έτσι όχι απλά και μόνο κυνηγάω την κεφαλή της σκιάς μου, αλλά της σκιάς μου που διαρκώς μεγαλώνει σαν να πέφτει συνεχώς ο ήλιος προς τον ορίζοντα και ποτέ να μην τον φτάνει.
Παράξενα πράγματα θα πείτε, και δεν έχετε άδικο. Αλλά εγώ δεν προσπαθώ να ξεγελάσω τον ισοπεδωτή των πάντων – έτσι και αλλιώς κάτι τέτοιο φαντάζει ανόητο και εγώ δεν θεωρώ τον εαυτό μου τόσο χαζό – απλώς θέλω να ομολογήσω τούτο. Θέλω να έχω διαβάσει όλα τα βιβλία μου, γιατί είναι βαθιά επιθυμία μου και πόθος μου μεγάλος. Έχω και πρόσθετο πρόβλημα στην ανάγνωσή τους. Έχω τρία στρώματα αναγνωστικής και μαθησιακής συμπεριφοράς έναντι των βιβλίων μου: το διάβασμά τους, την αποδελτίωση των σημαντικότερων σημείων τους και την εκμάθηση των στοιχείων της αποδελτίωσης. Και σ’ αυτά τα τρία στρώματα δεν έχω την ίδια ταχύτητα˙ υπολείπεται κατά πολύ η αποδελτίωση του διαβάσματος και το ίδιο συμβαίνει για την εκμάθηση ως προς την αποδελτίωση.
Και έτσι αγχώνομαι. Και έρχομαι στο ερώτημά μου. Είναι δυνατόν κάποιος να αγχώνεται για την αναγνωστική του λειτουργία του, όταν αυτή είναι μοναδικά όμορφη και συναισθηματικά γοητευτική; Έχω λοιπόν ή δεν έχω δίκιο ως προς το λόγο μου απέναντι στον ισοπεδωτή; Υπάρχει και κάτι άλλο εξίσου φοβερό. Το διάβασμα σύμφωνα με τα προλεχθέντα το παρουσίασα ως μέσο για την περαιτέρω πνευματική μου καλλιέργεια αλλά και για τη στήριξή του στο άλλο μου πάθος, το συγγενές και παράλληλο του διαβάσματος, στο γράψιμο. Και αυτό όχι με την έννοια των βιβλιογραφικών παραπομπών από την αποδελτίωση – αυτό το χρησιμοποιώ όλο και πιο σπάνια – αλλά με την έννοια ότι το διάβασμα «συσσωρευόμενο» εμβαθύνει και επεκτείνει το μορφωτικό μου σύμπαν με έναν αδιόρατο και μαγικό τρόπο και γράφω τα άρθρα μου σε μηδενικό χρόνο. Θέλω να γράφω – και το κάνω – κάθε ημέρα και είναι το διάβασμα που με εμπνέει και με παρακινεί και με συνοδεύει.
Ποιο είναι το φοβερό, γιατί κάπου χάθηκα. Το διάβασμα έχει μια αυταξία περίεργη. Δεν είναι διάβασμα καταπώς το εννοεί ο πολύς κόσμος, ότι είναι μια εικόνα του αναγνώστη που διαβάζει από ένα ανοιχτό βιβλίο για να μαθαίνει ή απλά για να τέρπεται. Όχι, όχι δεν έχει καμιά σχέση το πραγματικό διάβασμα με αυτή την θεώρηση. Το διάβασμα είναι μια απολύτως προσωπική υπόθεση, που συναντάς τον εαυτό σου με τρόπο που δεν μπορείς με τίποτα άλλο να το κάνεις. Τον συναντάς και κουβεντιάζεις μαζί του πολύ ξεχωριστά έχοντας ως ενδιάμεσο το διάβασμα – το οποίο είναι κάτι σαν «γέφυρα» για τις εποχές μας και κάτι σαν «σκουληκότρυπα», που σε πηγαίνει από το ένα σύμπαν στο παράλληλό του, για τους αυριανούς καιρούς – και με τη μαγιά του βιβλίου πλάθεις και αναπλάθεις τους δικούς σου στοχασμούς – έχεις φύγει μακριά από τις εννοιολογικές προσεγγίσεις έννοιες και από τα βαθιά νοήματα του συγγραφέα – και τελικά νιώθεις ότι δημιουργείς τον ίδιο σου τον εαυτό!
Αν δεν νιώθετε κάτι τέτοιο, αυτό σημαίνει ότι θέλετε καιρούς και καιρούς άσκησης και εξάσκησης στη «χώρα της ανάγνωσης» και κυρίως πόθο ισχυρό και πάθος ατελείωτο (…) για να περάσετε σε εκείνο το πεδίο του διαβάσματος που συναντάς τον εαυτό σου, για να βιώσετε το πώς αλλάζει η πρόσληψη και η αίσθηση της πραγματικότητας, για να σμίξετε την υποκειμενικότητα με την αντικειμενικότητα, για να γευθείτε τη φαντασίωση και την ονειροπόληση σε υπαρκτούς κόσμους.
Η εικόνα του διαβάσματος είναι εικόνα μαγική. Δεν περιγράφεται με λέξεις και έννοιες και προπάντων δεν είναι αυτή που νομίζουν οι άνθρωποι. Απλώς κατακτάται κάθε φορά – μετασχηματίζοντας το είδωλό σου – και βιώνεται ως μια κατάσταση ψυχανεμίσματος και γεύσης της ομορφιάς ακόμα και των πιο ασήμαντων και των πιο ανεπαίσθητων πραγμάτων, ως μια πνευματική έκσταση αυτοπραγμάτωσης και υψηλής αισθητικής απόλαυσης. Δεν έχω λοιπόν δίκιο που έχω ανησυχίες υπαρξιακές;