Του Νίκου Τσούλια
Ποτέ δεν το καταλαβαίνεις πώς συμβαίνει. Αναρωτιέσαι και αναστοχάζεσαι όταν περάσει η μπόρα: τι είναι αυτό που σε οδηγεί σε σκοτεινά μονοπάτια. Ενίστασαι και απορείς: γιατί κάθε τόσο – και για μεγάλο διάστημα καμιά φορά – να εγκλωβίζεσαι σε μια πολύ απαισιόδοξη γεύση της ζωής;
Πώς μαυρίζει η σκέψη μας; Η σκέψη μας είναι απόλυτα δική μας ή όχι; Την ελέγχουμε πάντα; Γιατί να μην φωτίζει πάντα τους άγνωστους τόπους της ζωής μας; Τι την φοβίζει; Τι μπορεί να είναι αυτό που την καθηλώνει και χάνει τη δημιουργικότητά της και την ελευθερία της; Ατέλειωτα τα ερωτήματα που αφορούν την ίδια τη σκέψη. Και έχουμε κάθε δικαίωμα και κάθε υποχρέωση να στοχαστούμε και να αναλύσουμε ό,τι βαραίνει τη σκέψη μας και την ίδια τη ζωή μας και ό,τι φτάνει μέχρι το μεδούλι της ύπαρξής μας.
Οι δυσκολίες, οι ανυπέρβλητες δυσκολίες της ζωής, οι σκληρές αντικειμενικές συνθήκες, τα εχθρικά γεγονότα μπορούν να αποτελούν μια βασική πηγή γι’ αυτή τη γκρίζα όψη της σκέψης μας. Και μπορεί μια τέτοια τροπή των πραγμάτων να θεωρείται απόλυτα αιτιολογημένη. Γιατί αν αυτά τα «σημεία» δεν φέρνουν βαρυσυννεφιές στο νου μας, τότε δεν μπορούν να υπάρξουν και οι ξαστεριές και η φωτεινότητα του εαυτού μας. Σ’ αυτή την περίπτωση, δεν ενιστάμεθα και τόσο έντονα. Έχουμε αποκομίσει από την εμπειρία μας μια σχετική αιτιακή σχέση, που σχεδόν νομιμοποιεί την όλη εξέλιξη και αγωνιζόμαστε για την υπέρβαση αυτών των «κάβων» και πάντα προσδοκούμε ότι είναι μια ιστορία περαστική, και συνήθως είναι έτσι.
Το ανικανοποίητο με τη γενική του έννοια, η διαρκής επιθυμία, η ακόρεστη φιλοδοξία, οι ανολοκλήρωτες επαγγελματικές επιδιώξεις, τα απραγματοποίητα όνειρα, η ερωτική απογοήτευση, οι ισχυρές φαντασιώσεις είναι πηγές με τις οποίες αμαυρώνεται ο στοχασμός μας και καθηλώνεται η δημιουργική και γόνιμη σκέψη, εκείνη η σκέψη που τροφοδοτεί την καθημερινή μας ενεργητικότητα και τη γενικότερη δραστηριότητα της ζωή μας. Απαιτείται μια εξισορροπημένη σχέση μεταξύ της επινοημένης προσωπικής μας πραγματικότητας και της αντικειμενικής πραγματικότητας. Και όσο δεν γεφυρώνονται αυτές οι δύο όψεις της πραγματικότητάς μας, τόσο βαθαίνει η ψυχική μας ένδεια, με αποτέλεσμα να γευόμαστε μια βαθιά απογοήτευση και η οποία είναι μόνιμη εστία πνευματικής απίσχνασης.
Μπορεί και η ίδια η ηλικία μας να μάς προδώσει. Όταν τα χρόνια βαραίνουν το φορτίο τους και δεν αφήνουν περιθώρια για να εκπληρώσεις βασικούς σου στόχους, τότε το φόντο του πορτρέτου σου μαυρίζει όλο και πιο πολύ και μεγενθύνεις πολύ περισσότερο τις σκιές. Και μια τέτοια εξέλιξη δεν αφορά μόνο τους ηλικιωμένους, που μπορούν να συνειδητοποιήσουν με ξαφνικό τρόπο τον αμείλικτο χρονικό περιορισμό, το τέλος των οριζόντων τους.
Μπορεί να αφορά και τους νέους που βλέπουν την επαγγελματική τους αφετηρία να μην «έρχεται» ή την οικογενειακή τους «αποκατάσταση» διαρκώς να απομακρύνεται ή ακόμα και τη δημιουργία ενός μόνιμου και ικανοποιητικού ερωτικού δεσμού να μετατοπίζεται συνέχεια προς το άγνωστο. Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις οι αμφιβολίες πληθαίνουν και εγκαθίστανται ως συνοδό στοιχείο του όποιου σχεδιασμού και προγραμματισμού του βίου μας.
Υπάρχει και το απρόβλεπτο, το κακό απρόβλεπτο: ένα μόνιμο πλήγμα στην υγεία μας ή στην υγεία αγαπημένου μας προσώπου, μια οικονομική κατάρρευση, ένα τροχαίο δυστύχημα, μια επιδείνωση των στενών σχέσεών μας με άλλους φίλους ή συγγενείς κλπ. Το μέλλον μας πάντα είναι απροσδιόριστο. Κανένας μας δεν ξέρει τι μπορεί να του φέρνει η αυριανή ημέρα. Αν δεν έχουμε κατά νου τη θεώρηση ότι το «κακό» δεν αφορά μόνο τους «άλλους» αλλά ότι μπορεί να συμβεί και σε εμάς, τότε η εμφάνιση μιας έντονα αρνητικής εξέλιξης μάς βρίσκει ψυχικά απροετοίμαστους και ο αιφνιδιασμός μπορεί να μάς πετρώσει σε μια άσχημη παθητικότητα.
Αλλά η σκέψη μας μπορεί να μαυρίζει και από τον ενδότερο προσωπικό μας πυρήνα. Αν έχουμε εγκαταλείψει τον αγώνα της ζωής, αν έχουμε παραιτηθεί των μεγάλων προκλήσεων της ζωής, αν δεν έχουμε ρεαλιστικούς στόχους και προσγειωμένες φιλοδοξίες, τότε το μέλλον μας φιλοτεχνείται με όλο και πιο έντονα γκρίζα χρώματα και αποκτούμε μια ψυχοσύνθεση ηττοπάθειας, περιτριγυρίζουμε γύρω από έναν άξονα του τύπου «τίποτα δεν γίνεται» και η καθημερινότητά μας μετασχηματίζεται σε ένα μόνιμο πεδίο απαισιόδοξης στάσης ζωής. Τότε η σκέψη μας βυθίζεται σε μια μαύρη άβυσσο, που διαρκώς μάς ρουφάει προς τα σκοτάδια της.
Σε κάθε περίπτωση, αν αποικιστεί η σφριγηλότητα της ζωής μας από την απαισιοδοξία, αν αλλοιωθεί η αυτοπεποίθησή μας, αν «φωλιάσουν μέσα μας τα πουλιά της δυστυχίας», γινόμαστε έρμαια της τύχης και των συμβάντων που φέρνει ο χρόνος αλλά έτι περαιτέρω γινόμαστε και βορά των δικών μας μαύρων ερμηνειών.
Αλλά τι είναι η ζωή; Δεν είναι ένα ταξίδι μας προς την αυτογνωσία και προς την πληρότητα του εαυτού μας; Δεν είναι η διαμόρφωση μιας βαθιάς πίστης στον εαυτό μας και η συγκρότηση μιας αγωνιστικής στάσης και συμπεριφοράς; Δεν είναι η απόλυτη χαρά να δίνουμε την αγάπη μας προς τους άλλους και να γευόμαστε με τη μεγαλύτερη δυνατή απλότητα τη βίωση της κάθε ημέρας μας; Δεν είναι η αναζήτηση της ομορφιάς του Κόσμου και της φωτεινότητας που μάας δωρίζει η πνευματική καλλιέργεια;