Χρήστος Κ. Τσαγγάλης
Ολοκληρώνεται σήμερα το αφιέρωμα στην ησιόδεια ποιητική παραγωγή με το λιγότερο γνωστό και σαφώς πιο αποσπασματικό τμήμα της, το οποίο αφορά μια σειρά επικών ποιημάτων αγνώστου πατρότητας που αποδόθηκαν από την έμμεση παράδοση στον ποιητή Ησίοδο αλλά με βεβαιότητα δεν ανήκουν σε αυτόν. Προτού όμως ασχοληθούμε με τα επιμέρους έργα, δύο βασικές διευκρινίσεις για τους θαρραλέους αναγνώστες αυτής της στήλης που επιμένουν να τη διαβάζουν, ακόμα και όταν η θεματολογία της γίνεται (επικίνδυνα) εξειδικευμένη.
Ίσως προκαλεί απορία η απόδοση επικών συνθέσεων άλλων δημιουργών σε έναν ποιητή όπως ο Ησίοδος. Γιατί αυτή η νοθεία; Κατ᾽ αρχάς καλό θα είναι να γνωρίζουμε ότι το φαινόμενο αυτό είναι ευρύτατα διαδεδομένο και δεν προσιδιάζει στην αρχαία ελληνική ποιητική ή λογοτεχνική εν γένει παράδοση. Το ίδιο παρατηρείται με τον Όμηρο, στον οποίο αποδίδονταν στην αρχαιότητα και άλλα έργα πλην της Ιλιάδας και της Οδύσσειας (όπως η επική Θηβαΐδα και ο Μαργίτης), με τον Αισχύλο (στον οποίο εσφαλμένα αποδόθηκε ο Προμηθέας Δεσμώτης), με τον Ευριπίδη (στον οποίο αποδόθηκε ο Ρήσος) και με πλήθος άλλων ποιητών και συγγραφέων. Η φιλολογική κοινότητα μάλιστα χρησιμοποιεί συχνά το πρόθεμα ψευδο- για να διαχωρίσει τον πραγματικό ποιητή ή συγγραφέα ενός έργου από την εσφαλμένη χρήση του ονόματός του αναφορικά με την πατρότητα ενός άλλου έργου (που προέρχεται από το χέρι ενός άγνωστου για μας δημιουργού). Έτσι μιλάμε για τα Ελληνικά του Ξενοφώντα αλλά για την Αθηναίων Πολιτεία (ή Παλαιό Ολιγαρχικό) του Ψευδο-Ξενοφώντα, για το έργο Περί Θεών του Απολλοδώρου από την Αθήνα αλλά για τη Βιβλιοθήκη του Ψευδο-Απολλοδώρου, για τα Αλιευτικά του Οππιανού αλλά για τα Κυνηγετικά του Ψευδο-Οππιανού. Με τον τρόπο αυτόν δηλώνουμε στον αναγνώστη ότι οι πληροφορίες για την πατρότητα ενός έργου σύμφωνα με την αρχαία παράδοση είναι εσφαλμένες. Το φαινόμενο στο οποίο αναφέρομαι έχει επιμέρους διακλαδώσεις, καθώς υπάρχουν διαφορετικοί λόγοι ή (τουλάχιστον) όχι πάντα όλοι οι ίδιοι λόγοι που καθορίζουν την εσφαλμένη απόδοση ενός έργου σε έναν ποιητή ή συγγραφέα. Για να περιοριστούμε στην περίπτωση του Ησιόδου, εδώ έχουμε να κάνουμε με τη διάχυση και εδραίωση της φήμης του συγκεκριμένου ποιητή ως εμβληματικού εκπροσώπου της διδακτικής, γενεαλογικής και (εν μέρει) αρχαιοδιφικής ποίησης, με αποτέλεσμα την απόδοση σε αυτόν από τη μεταγενέστερη γραμματεία επικών έργων αγνώστου πατρότητας αλλά συγγενικής ή συναφούς θεματολογίας.
Η δεύτερη διευκρίνιση αφορά τους λόγους για τους οποίους ακόμα και η εντελώς αποσπασματική αυτή (ψευδο-ησιόδεια) ποίηση που μας παραδίδεται με το όνομα του ποιητή από την Άσκρα αξίζει την προσοχή μας. Οι λόγοι είναι πολλοί αλλά θα υπογραμμίσω δύο από αυτούς, τους σημαντικότερους. Ο πρώτος σχετίζεται με το ειδικό βάρος των έργων αυτών για την ίδια την ησιόδεια ποίηση. Μελετώντας τα ελάχιστα σπαράγματα αυτών των ποιημάτων αποκτάμε εμμέσως μια καλύτερη εικόνα για άλλες συνθέσεις τοπικής εμβέλειας που προέρχονται από την ίδια θεματική δεξαμενή με μέρος τουλάχιστον της αυθεντικής ησιόδειας ποίησης. Διά αυτού του τρόπου κατανοούμε καλύτερα πώς γεννήθηκε το ησιόδειο έπος, ποιο ήταν το λογοτεχνικό περιβάλλον του, ποιες (ενδεχομένως) επιλογές έκανε ο ποιητής από την Άσκρα που συνθέτει δημιουργώντας στο εσωτερικό ενός συγκεκριμένου υποκλάδου της επικής ποίησης. Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο τα αποσπασματικά σωζόμενα αυτά έπη αξίζει να μελετώνται είναι ότι φωτίζουν την εικόνα που έχουμε για το αρχαϊκό έπος συνολικά. Το διάσημο ομηρικό έπος και τα αυθεντικά έργα του Ησιόδου δημιουργήθηκαν μέσα στο πλαίσιο μιας ευρύτερης επικής παραγωγής, ένας μέρος της οποίας εσφαλμένα συνδέθηκε με τον Βοιωτό ποιητή στα μεταγενέστερα χρόνια. Η μελέτη των έργων αυτών επιτρέπει μια σφαιρικότερη θεώρηση του αρχαϊκού έπους και ειδικότερα ενός τμήματός του που μας είναι ελάχιστα γνωστό.
Ποια είναι όμως αυτά τα αποσπασματικά σωζόμενα έργα που συγκροτούν το υπόλοιπο ησιόδειο corpus; Ας ξεκινήσουμε με τους τίτλους τους, κάποιοι από τους οποίους μοιάζουν εξωτικοί: Κήυκος γάμος, Ασπίς Ηρακλέους, Αιγίμιος, Μεγάλαι Ηοίαι, Χείρωνος Υποθήκαι, Μεγάλα Έργα, Ορνιθομαντεία, Μελαμποδία, Αστρονομία, Ιδαίοι Δάκτυλοι, Πειρίθου Κατάβασις, Κάμινος ή Κεραμείς.
Σε κάποια από αυτά τα έργα καθοριστική ήταν η παρουσία και ρόλος του Ηρακλή, στοιχείο που συνηγόρησε στην (εσφαλμένη) απόδοσή τους στον Ησίοδο, όπως έγινε και με το έργο Γυναικών Κατάλογος. Έτσι τα τρία πρώτα (Κήυκος γάμος, Ασπίς Ηρακλέους και Αιγίμιος) απηχούν τη σημασία που είχε ο Ηρακλής ως μυθική φιγούρα για το αρχαϊκό έπος. Βρισκόμαστε στο στάδιο κατά το οποίο οι άθλοι του δεν έχουν συγκροτηθεί σε σύνολο ούτε διέπονται από την κανονικότητα που θα της αποδοθεί αργότερα. Ωστόσο, ο Ηρακλής είναι ένα ήρωας πανελλήνιας ακτινοβολίας και (όπως θα δούμε και σε μελλοντική επιφυλλίδα) η αρχαϊκή επική ποίηση θα του επιφυλάξει περίοπτη θέση. Αντίθετα όμως από ήρωες όπως ο Αχιλλέας και ο Οδυσσέας η επική μοίρα στάθηκε άδικη μαζί του: δεν γνώρισε ποτέ έναν Όμηρο ούτε συνδέθηκε αποκλειστικά με μια και μόνο μυθική περιπέτεια. Υπ᾽ αυτήν την έννοια είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και εντελώς περιορισμένης εμβέλειας περιστατικά του βίου του Ηρακλή αποτέλεσαν αντικείμενο διακριτών επικών συνθέσεων: μια απροσδόκητη επίσκεψή του (αφότου εγκατέλειψε τους Αργοναύτες) στο σπίτι του Κήυκα στην Τραχίνα (Κήυκος γάμος), η σύγκρουσή του με τον Κύκνο, τον γιο του θεού Άρη (Ασπίς Ηρακλέους), ο πόλεμός του μαζί με τον Δωριέα Αιγίμιο εναντίον των Λαπιθών (Αιγίμιος).
Αν αφήσουμε κατά μέρος τις Μεγάλες Ηοίες, στις οποίες αναφερθήκαμε στην προηγούμενη επιφυλλίδα συζητώντας τον Κατάλογο Γυναικών, μπορούμε να δούμε ότι τρία άλλα έργα ίσως είχαν διδακτικό χαρακτήρα: οι Χείρωνος Υποθήκαι (συμβουλές του Κένταυρου Χείρωνα στον νεαρό Αχιλλέα), τα Μεγάλα Έργα (που ίσως περιλάμβαναν γεωργικού τύπου υλικό σαν αυτό που συναντάμε στην ενότητα της Γεωργίας στα Έργα και Ημέραι) και η Ορνιθομαντεία (το μαντικό περιεχόμενο της οποίας στηριζόταν στο πέταγμα των πουλιών και ίσως σχετιζόταν με τη διεξαγωγή συγκεκριμένων γεωργικών και άλλων εργασιών).
Για τη Μελαμποδία είμαστε σε κάπως καλύτερη κατάσταση αναφορικά με το σωζόμενο υλικό. Το ποίημα αφορούσε τον μάντη Μελάμποδα, η φήμη του οποίου ήταν αρκετά διαδεδομένη στην αρχαϊκή περίοδο. Ωστόσο, η βασική επιδίωξη του άγνωστου για εμάς ποιητή ήταν να συνδέσει σε ενιαία αφήγηση τους σημαντικούς μάντεις της πρώιμης μυθικής παράδοσης: τον Τειρεσία, τον Μόψο, τον Κάλχαντα. Η Μελαμποδία (που εκτεινόταν σε τουλάχιστον 3 βιβλία) πρέπει να ήταν μια ενδιαφέρουσα ποιητική σύνθεση, καθώς απηχεί την προσπάθεια δημιουργίας μιας κοινής ποιητικής βάσης με συνεκτικό νήμα τη μαντική δραστηριότητα. Η επίδρασή της άλλωστε υπήρξε σημαντική, όπως φαίνεται από το έργο Αγών Ομήρου και Ησιόδου. Το αγωνιστικό πνεύμα του αρχαϊκού έπους φαίνεται και εδώ ξεκάθαρα.
Οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τα υπόλοιπα έργα είναι τόσο περιορισμένες, ώστε να μην είμαστε βέβαιοι ακόμα και αν ήταν αυτόνομες ποιητικές συνθέσεις ή απλώς άλλοι τίτλοι για ενότητες ή επεκτεταμένες εκδοχές ήδη υπαρχόντων ησιόδειων έργων. Η Αστρονομία θα μπορούσε κάλλιστα να δηλώνει μια διευρυμένη εκδοχή των Έργων και Ημερών (όπου ήδη περιλαμβάνονται αστρονομικού τύπου παρατηρήσεις), οι Ιδαίοι Δάκτυλοι (που δηλώνονται ως αυτόνομο έργο μόνο από τη Σούδα) ανήκουν στον χώρο της λαϊκής πίστης (μας είναι γνωστοί και από την Φορωνίδα), και τέλος η Πειρίθου Κατάβασις θα μπορούσε να είναι ένας άλλος τίτλος για το επεισόδιο του έπους Μινυάς, όπου υπήρχε εκτεταμένη αναφορά στην κάθοδο στον Κάτω Κόσμο του Θησέα και του Πειρίθου. Tέλος, το έργο Κάμινος ή Κεραμείς ίσως είναι ένα πανάρχαιο αττικό ποιητικό σύνθεμα σε δακτυλικό εξάμετρο που αποδόθηκε στον Ησίοδο λόγω του διάσημου γνωμικού που παραδίδει στον στ. 25 των Έργων και Ημερών (κεραμεύς κεραμεί κοτέει: ο ένας κεραμοποιός μισεί τον άλλον).
Μελετώντας τα αποσπασματικά αυτά έργα αντιλαμβανόμαστε ότι δίπλα στη Θεογονία, τα Έργα και Ημέραι, και τον Γυναικών Κατάλογο, τους τρεις μεγάλους πόλους της ησιόδειας και ψευδο-ησιόδειας ποιητικής παραγωγής, υπάρχει και ένας αριθμός άλλων επών της ίδιας ή συναφούς ειδολογικής ταξινόμησης. Δεν πρέπει ποτέ να χάνουμε από μπροστά μας τη μεγάλη εικόνα της διαμόρφωσης και ανάπτυξης της επικής ποίησης κατά τη διάρκεια της αρχαϊκής εποχής στην οποία και αυτά τα έπη έχουν διαδραματίσει τον ρόλο τους, όσο και αν είμαστε καταδικασμένοι να βλέπουμε το αρχαϊκό έπος per speculum et in aenigmate.
Ο Χρήστος Κ. Τσαγγάλης είναι Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Διευθυντής του Τομέα Κλασικών Σπουδών
Email: xristos.tsangalis@gmail.com
Δημοσιεύτηκε στη ΜτΚ (19.2.2017)