Χρήστος Κ. Τσαγγάλης
Μια άλλη ημιμυθική μορφή που σχετίζεται με τη θρησκευτικού χαρακτήρα επική ποίηση είναι ο Επιμενίδης από την Κρήτη, για τον οποίο σώζονται αρκετές πληροφορίες που κινούνται μάλλον στον χώρο του φανταστικού μολονότι δημιουργούν την εντύπωση ότι διαθέτουν κάποιον ιστορικό πυρήνα. Η φήμη του ως ιερέα που κλήθηκε από την Κρήτη και εξάγνισε την πόλη της Αθήνας από το Κυλώνειο άγος (εξαιτίας του φόνου του Κύλωνα και των υποστηρικτών του που επιχείρησαν να ανατρέψουν το πολίτευμα) θεωρήθηκε ότι προσφέρει σαφείς ιστορικές συντεταγμένες για την χρονολόγηση του ποιητή, καθώς συνδέθηκε στενά με τη χρονική περίοδο γύρω στα 632-624 π.Χ. Η χρήση όμως του ίδιου ονόματος για τον Βουζύγη, τον πρόγονο των ιερέων του Δία στην Ακρόπολη της Αθήνας και η ύπαρξη μιας καθαρτήριας τελετουργίας που βρισκόταν στον πυρήνα της εορτής των Βουφονίων αξίζει περαιτέρω προσοχής. Στα Βουφόνια ένα βόδι που χρησιμοποιούνταν για το όργωμα θυσιαζόταν προς τιμήν του Δία και αυτός που το έσφαζε (ο Βουφόνος) πετούσε τον πέλεκυ και έτρεχε μακριά από το θυσιαστήριο. Το τελετουργικό αυτό παρέπεμπε στον αυτοεξορισμό στην Κρήτη ενός μυθικού σφαγέα του βοδιού και την επιστροφή του που θα συνοδευόταν με την από κοινού με άλλους ανάληψη της ευθύνης για το σφάξιμο του βοδιού. Πίσω από αυτή την τελετουργία κρυβόταν ο Βουζύγης-Επιμενίδης που ήταν ο πρώτος που έζεψε ένα βόδι στο άροτρο διδάσκοντας στους Αθηναίους την τεχνική του οργώματος. Όπως υποστήριξε ο M. L. West, οι συμπτώσεις ίσως είναι πολλές για να είναι τυχαίες: φόνος σε έναν βωμό, εξορία, κάθαρση, ένας ιερέας, η Κρήτη, το όνομα Επιμενίδης. Μήπως λοιπόν ο Επιμενίδης που συνδέεται στις πηγές μας με την κάθαρση της Αθήνας από το Κυλώνειο άγος δεν είναι άλλος από τον μυθικό Βουζύγη-Επιμενίδη, καθώς η χρήση του ίδιου ονόματος μπορεί να προκλήθηκε από τις πολλαπλές ομοιότητες ανάμεσα στις δύο ιστορίες;
Όπως και να έχει το πράγμα, ο Επιμενίδης από την Κρήτη σταδιακά απέκτησε μυθικά χαρακτηριστικά, όπως ότι έζησε για 2 ή 3 αιώνες και ότι κοιμόταν για πολλά χρόνια και πως η ψυχή του περιπλανιόταν κατά τη διάρκεια του ύπνου του. Εφόσον η πληροφορία για τη σύνθεση ενός κοσμογονικού έπους με τον τίτλο Θεογονία (που ξεπερνούσε περίπου 5 φορές σε έκταση την ησιόδεια) συνδέεται με το χρονικό διάστημα που ακολούθησε τη μακροχρόνια αφύπνισή του, είναι πιθανό πως το θαυματουργικό στοιχείο αξιοποιείται ως επιχείρημα για το κύρος της κοσμογονικής εκδοχής της Θεογονίας του. Βλέπουμε και στην περίπτωση αυτή πώς λειτουργεί ένας μηχανισμός που μας είναι οικείος από τον Ησίοδο. Ο βοσκός μετατρέπεται σε ποιητή, όταν τον επισκέπτονται οι Μούσες στον Ελικώνα προικίζοντάς τον με έμπνευση και γνώσεις που ως θνητός δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει αποκτήσει. Ο ύπνος του Επιμενίδη αντιστοιχεί στην επίσκεψη των Μουσών στον Ησίοδο και η περιπλάνηση της ψυχής του στο δώρο της ποιητικής έμπνευσης. Πόσο διαδεδομένη ήταν αυτή η τεχνική προβολής της εγκυρότητας μιας μυθικής εκδοχής μπορούμε να το αντιληφθούμε και από τον ιστοριογράφο Ακουσίλαο από το Άργος, ο οποίος υποστήριζε ότι μετέγραψε το υλικό του από χάλκινες πινακίδες που είχε θάψει ο πατέρας του.
Όλα τα έργα που αποδίδονται στον Επιμενίδη είναι ψευδεπίγραφα. Δεν αποκλείεται κάποια από αυτά να κυκλοφορούσαν με περισσότερους από έναν τίτλους. Η προαναφερθείσα Θεογονία ταυτίζεται με τους Χρησμούς (μια θεογονική εκδοχή που παρουσιαζόταν με τον μανδύα μαντικής αποκάλυψης) και τα Κρητικά, η ονομασία των οποίων από τον Ερατοσθένη στους Καταστερισμούς του ίσως οφείλεται στο αρχικό τμήμα της ζωής του Δία που διαδραματιζόταν στην Κρήτη. Το προοίμιο του ποιήματος αυτού είχε έντονο ησιόδειο χρώμα. Όπως τον Ησίοδο επισκέφθηκαν οι Μούσες στον Ελικώνα εκφράζοντας την απέχθειά τους προς τους βοσκούς, έτσι και τον Επιμενίδη επισκέφθηκαν η Αλήθεια και η Δικαιοσύνη εκφράζοντας τη δική τους απέχθεια στους Κρήτες και μάλιστα σε ησιόδεια γλώσσα. Το πράγμα πάντως μπορεί να είναι πολυπλοκότερο από αυτή τη γραμμική σύνδεση, καθώς ήδη στην ομηρική Οδύσσεια η αφήγηση από τον μεταμφιεσμένο Οδυσσέα μιας πλαστής κρητικής ιστορίας στην Πηνελόπη σχολιάζεται από τον εξωτερικό αφηγητή με αντίστοιχο λεξιλόγιο. Σε κάθε περίπτωση, το προοίμιο της Θεογονίας του Επιμενίδη ίσως κυκλοφορούσε και ως ανεξάρτητος ύμνος στον Δία λειτουργώντας ως εισαγωγή στο υπόλοιπο θεογονικό ποίημα. Η αναλογία των ομηρικών ύμνων από τη μια και η πληροφορία του Διογένη του Λαέρτιου από την άλλη (ότι ο Επιμενίδης συνέθεσε ύμνο στους Κουρήτες και τους Κορύβαντες) δείχνουν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Η επιμενίδεια Θεογονία ξεκινούσε από τον Αέρα και την Νύχτα που γεννούσαν τον Τάρταρο. Αυτός γεννούσε δύο Τιτάνες από τους οποίους προερχόταν ένα αυγό και έπειτα από αυτό οι άλλοι θεοί. Η χρονολόγηση αυτού του έργου στον 5ο αι. π.Χ. στηρίζεται σε μια σειρά από παράγοντες που είναι ξένοι προς το ησιόδειο θεογονικό παράδειγμα και σε ό,τι γνωρίζουμε από την ομηρική ποίηση: το αυγό θυμίζει την ορφική θεογονία που επίσης πρέπει να συνετέθη γύρω στα 500 π.Χ., η προέλευση του λιονταριού της Νεμέας από τη σελήνη αντικατοπτρίζει αντιλήψεις του 5ου αι. π.Χ. για το ότι η Σελήνη φωτίζεται από ανακλώμενο φως και υπ᾽ αυτήν την έννοια είναι ένα είδος άλλης Γης. Επίσης αντίληψη του 5ου αι. π.Χ. είναι η ταύτιση μυθολογικών μορφών με διακριτούς ρόλους, όπως των Αρπυιών με τις Εσπερίδες σύμφωνα με την ποίηση του Επιμενίδη. Η τραγωδία Κρήτες του Ευριπίδη (περί το 430 π.Χ.) συνιστά χαρακτηριστική έκφανση του ίδιου φαινομένου.
Ακόμη μεγαλύτερο έπος σε μέγεθος από τη Θεογονία (5000 στίχοι) ήταν τα Αργοναυτικά του Επιμενίδη (6500 στίχοι), το θέμα των οποίων (η αργοναυτική εκστρατεία) είχε τύχει και προγενέστερης επικής επεξεργασίας, όπως φαίνεται τουλάχιστον από κάποιο προφορικό αργοναυτικό έπος που γνωρίζει η Οδύσσεια (μ 70), από τα Κορινθιακά του Ευμήλου από την Κόρινθο, καθώς επίσης και από τα Ναυπάκτια έπη. Η εργογραφία του Επιμενίδη (ή αλλιώς τα Επιμενίδεια) περιλαμβάνει έργα που κυκλοφορούσαν και σε επιτομές ή παραφράσεις σε πεζό λόγο, χωρίς να μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα ότι κάποια αποτελούσαν νέες συνθέσεις. Χρονολογικά καλύπτουν ένα διάστημα από την πρώιμη ώς την ύστερη κλασική εποχή, στοιχείο που συνδυαζόμενο με το θεματικό τους εύρος (θυσίες, κρητική πολιτεία, γενεαλογίες, περί Ρόδου, μυστήρια, καθαρμοί, αινίγματα, τελχίνεια ιστορία) νομιμοποιεί την υπόθεση της ύπαρξης ενός διακριτού μυθογραφικού στρώματος. Η συνολική εικόνα της επικής παραγωγής που σχετίζεται με τον Επιμενίδη αφορά θεογονικού εν μέρει τύπου ποίηση που ενίοτε φιλτράρεται με χρησμολογικό υλικό. Από υφολογικής πλευράς βλέπουμε τη χρήση μετωνυμίας, εικονοποιίας που σχετίζεται με το ζωικό βασίλειο, διπλά αντιθετικά σχήματα, καθώς και συμβουλές που κάποτε εκφράζονται μέσα στο συντακτικό κέλυφος υποθετικών λόγων.
Η περίπτωση του Επιμενίδη είναι διδακτική για τον τρόπο που πρέπει να προσεγγίζουμε τη θρησκευτικού τύπου επική ποίηση της αρχαϊκής εποχής. Η επίσκεψη της Αλήθειας και της Δικαιοσύνης στον εν υπνώσει μάντη έχει ως αποτέλεσμα την επαφή με τον κόσμο των αθανάτων. Ο σοφός θα ξυπνήσει ως νέος Κούρης (ένα είδος Δία), έχοντας αποκτήσει τη γνώση που προσφέρει η Μνημοσύνη, η αγαπημένη του Δία και μητέρα των Μουσών. Ως εκ τούτου, η ευρεία διάχυση της ποιητικής παραγωγής που σχετίζεται με το όνομά του πρέπει να αποσυνδεθεί από ένα αμφίβολο ιστορικό πρόσωπο και να ερμηνευτεί ως δημιούργημα της αρχαϊκής διασταύρωσης ποίησης, προφητείας και πολιτικής, όπως έχει χαρακτηριστικά τονίσει ο Marcel Detienne. Για τα υπόλοιπα φοβάμαι ότι βρισκόμαστε στο σκοτάδι.
Ο Χρήστος Κ. Τσαγγάλης είναι Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Διευθυντής του Τομέα Κλασικών Σπουδών
Email: xristos.tsangalis@gmail.com
Δημοσιεύτηκε στη Μτκ (5.3.2017)