Γράφουν οι: Δρ. Πολύβιος Ν. Πρόδρομος, φιλόλογος
και Ανδρέας Ράθωσης, φοιτ. Παν/μίου Πάτρας
Η οικογένεια αποτελεί τον βασικότερο κοινωνικό θεσμό και την βασικότερη αξία για τους νέους. Όχι άστοχα ο Ε. Παπανούτσος είχε διατυπώσει την θέση πως «Θα ήταν πάντως μεγάλη ατυχία για την ανθρωπότητα να διαλυθεί η οικογένεια. Γιατί αν σε όλες τις άλλες λειτουργίες μπορεί να αντικατασταθεί με άλλου είδους κοινωνικές υπηρεσίες, καμιά άλλη αρχή ή οργάνωση δεν είναι δυνατόν να την αναπληρώσει στην αγωγή των παιδιών». Πράγματι μέσα στην οικογένεια το παιδί θα πάρει την αγάπη που χρειάζεται, τις αξίες και τις αρχές που θα καθορίσουν την συμπεριφορά του, και την πορεία του στην ζωή και την προστασία που χρειάζεται μέχρι το ίδιο να είναι σε θέση να προστατεύσει τον εαυτό του και να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Από την στήριξη (υλική και ηθική) που θα πάρει, θα αντλήσει δύναμη για να δυναμώσει τα φτερά του και να πετάξει στους δικούς του ουρανούς και να γνωρίσει τον κόσμο. Η οικογένεια παρέχει στους νέους ένα αίσθημα βεβαιότητας και ασφάλειας όπως άλλωστε δηλώνουν και οι ίδιοι. Μέσα στην οικογένεια μεταμορφώνεται το «εγώ» σε «εμείς». Για τους λόγους αυτούς η κοινωνία μοιράζεται με την οικογένεια την ευθύνη της ανατροφής των παιδιών, αφού ένας από τους ρόλους της είναι «γέφυρα» που συνδέει τον κοινωνικό και τον ατομικό του δημόσιο και τον ιδιωτικό βίο.
Θεωρώντας την πολύμορφη κρίση ως διατάραξη μιας υπάρχουσας ισορροπίας, ο πολύπλοκος και πολύσκοπος κοινωνικός θεσμός της οικογένειας γίνεται χώρος αποσυμπίεσης των γονιών μη ευέλικτος για τα παιδιά και τελικά δυσκολοπροσάρμοστος για όλους. Μάλιστα, η δεδομένη οικονομική κρίση δημιούργησε εσωτερικά ρήγματα στο θεσμό της οικογένειας με αποτέλεσμα την αύξηση των διαζυγίων, τα φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας, την εγκατάλειψη της οικογενειακής στέγης και την αδιαφορία των γονιών για τα παιδιά τους. Η πραγματικότητα αυτή κατάντησε το θεσμό της οικογένειας, σαν θεσμό με ηθικό ή θρησκευτικό έρεισμα, ανυπόληπτο. Θα λέγαμε ουσιαστικά πως οι συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί από τον σύγχρονο πολιτισμό, για τον οποίο «υπερηφανευόμαστε», δεν είναι παρά η ληξιαρχική πράξη του θανάτου της οικογένειας. Πολλοί γονείς ζώντας τις συνέπειες της κρίσης γίνονται ενοχικοί και αισθάνονται ανεπαρκείς στο ρόλο τους. Ειδικότερα, οι φτωχότερες οικογένειες βιώνουν εντονότερα την κρίση, της οποίας οι συνέπειες κατανέμονται άνισα σε αυτές.
Μια διάχυτη αίσθηση απαισιοδοξίας και μηδενιστικής ματαιότητας είναι το κλίμα που βιώνουν σήμερα γονείς και παιδιά. Ο άλλοτε γονιός «παροχέας» που πρόσφερε υλικά αγαθά στα παιδιά του ως ένδειξη αγάπης και ενδιαφέροντος, ουσιαστικά απών από την ζωή τους σήμερα λόγω της υφιστάμενης κρίσης, ούτε τα υλικά αγαθά μπορεί να τους προσφέρει, ούτε την ψυχαγωγία. Ούτε όμως και συναισθήματα μπορεί να δώσει, αφού αυτά -«στις καλές εποχές»- τα εξαγόραζε από τα παιδιά του με υλικά αγαθά, και έτσι κατεύναζε και σιγούσε τις ενοχές του, που προέρχονταν από την στάση του αυτή. Συνεπώς τα συναισθήματα που ένιωθε, γιατί βεβαίως ένιωθε, παρέμειναν ανεπίδοτα. Υπακούοντας στο υλιστικό πρότυπο της ζωής και του πολιτισμού, η αξία του γονιού ως μέλους της οικογένειας και της κοινωνίας ως μέτρο αυτοεκτίμησής του, καθοριζόταν από την ικανότητά του να ικανοποιεί τις υλικές ανάγκες της οικογένειας.
Πλέον η πραγματικότητα άλλαξε τα δεδομένα αυτά, οι γονείς απορρυθμίστηκαν από τις ισορροπίες στις οποίες είχαν βολευτεί και τα παιδιά βρέθηκαν αβοήθητα -ως ευαίσθητοι αποδέκτες- να απορροφούν τους κραδασμούς, κυρίως συναισθηματικούς, των γονιών τους. Και αν στα μικρότερα παιδιά η κατάσταση αυτή δημιουργεί φόβο, θλίψη και άγχος, στα μεγαλύτερα δημιουργεί δυσθυμικά συναισθήματα οδηγώντας τα σε έναν συγκινησιακό αναλφαβητισμό, γεγονός που δεν τους επιτρέπει να αναγνωρίζουν τα συναισθήματά τους και να τα αποκαλούν με το όνομά τους (Ουμπέρτο Γκαλιμπέρτι, 2007). Η οικογένεια λοιπόν, άρχισε να φαντάζει αδιάφορη στα μέλη της. Οι οικογενειακοί ρόλοι να βρίσκονται σε σύγχυση, ο δεσμός γονέα-παιδιού να γίνεται ολοένα και πιο εύθραυστος, ενώ η προσωπικότητα των παιδιών να τείνει όλο και περισσότερο να διαμορφώνεται τυχαία από κοινωνικούς παράγοντες, ανεξέλεγκτα. Η ζωή τους, γράφει η Λουκία Μουσούρου, φαίνεται να στερείται νοήματος αφού αδυνατούν να κατανοήσουν τη ζωή, με αποτέλεσμα οι σύγχρονες κοινωνίες να μετατρέπονται ταχύτατα σε κοινωνικοπολιτισμικές ερήμους, όπου η αδιαφορία και η βαρβαρότητα αναπτύσσονται ανεξέλεγκτα.
Διαμορφώθηκε λοιπόν, υπό το πρίσμα αυτό, μια μετανεωτερική οικογένεια αποδομημένη ως προς τον κοινωνικό της ρόλο και την αποστολή της. Η τηλεόραση και τα Μ.Μ.Ε. εισέβαλαν στον πυρήνα της οικογένειας ως ρυθμιστές των ηθών και σε ρόλο τηλεπαιδαγωγού, δίνοντας με εργαλειακό λόγο αξίες, αρχές και ιδανικά. Έτσι λοιπόν οι σημερινοί νέοι ψάχνουν τον δρόμο τους χωρίς πυξίδα, μέσα στην αβεβαιότητα, ενώ γύρω τους συσσωρεύονται μόνο απειλές. Νέος, βέβαια ποτέ δεν σήμαινε αγάπες και λουλούδια. σήμερα όμως κατάντησε πιο σκληρή από όλες τις ηλικίες.
Η οικογένεια αναμφίβολα αποτελεί όχι μόνο το πιο ζωντανό κύτταρο αλλά και τον καθρέπτη ολόκληρης της κοινωνίας. Η εδραιωμένη στην κοινωνία μας πεποίθηση για πρόοδο και εξέλιξη, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει εάν η οικογένεια δεν προστατευτεί. Τα ισχυρά ηθικά και πνευματικά αντανακλαστικά του στοργικού πατέρα και της τρυφερής μητέρας θα διαψεύσουν τους προφήτες που εξαγγέλλουν την οριστική διάβρωση του θεσμού. Η κρίση μπορεί να αποτελέσει και έναν λόγο ώστε η οικογένεια να γίνει πιο συμπαγής, πιο ώριμη και πιο ανθεκτική σε κάθε υπάρχουσα ή επερχόμενη δυσκολία. Άλλωστε, κάθε κοινωνία επενδύει στα παιδιά, αφού αυτά είναι το μέλλον της. Και ποια κοινωνία δεν θέλει παιδιά καλύτερης ποιότητας;