Του Νίκου Τσούλια

      Σε κάθε περίπτωση οριακών δραματικών καταστάσεων, η διαχείρισή τους είναι απόρροια της αξιολόγησης που κάνουμε γι’ αυτές τις καταστάσεις. Έτσι, η διαχείριση της κρίσης είναι της ίδιας θεώρησης με εκείνη της αξιολόγησης της κρίσης – δηλαδή στην περίπτωσή μας είναι ανορθολογική και ως εκ τούτου αδιέξοδη.

      Εξ αρχής επικράτησαν στην ψυχολογία μας και στην αντίδρασή μας ως πολιτών, ως επαγγελματικών χώρων και ως κοινωνίας γενικότερα η οργή και η αγανάκτηση, ο θυμός και η βία. Δεν υπήρξε κανένα περιθώριο ουσιαστικής συζήτησης ποτέ και πουθενά – ούτε στις παρέες ούτε στους κοινωνικούς χώρους ούτε στο Κοινοβούλιο κλπ -, και στο βαθμό που κουβεντιάζαμε ήταν για να ρίχνουμε ευθύνες κάπου αλλού και σχεδόν όλοι μαζί σε ένα κόμμα. Είχε χαθεί από την αρχή η βάση για μια ορθολογική διαχείριση της κρίσης, γιατί είχαν εκδιωχθεί βίαια και απόλυτα η ελεύθερη σκέψη και η σχετικότητα της άποψής μας, η μετριοπάθεια και ο στοχαστικός προβληματισμός. Δεν θέλαμε να συζητήσουμε, αλλά απλά να βρίσουμε και να απειλήσουμε. Η ευδοκίμηση τόσο της φασιστικής οργάνωσης – που έγινε τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη – όσο και του διάχυτου λαϊκισμού σχεδόν στο σύνολο της κοινωνικής και της πολιτικής δραστηριότητάς μας με πρωτόγνωρες διαστάσεις της δημαγωγίας στο σημερινό σχήμα ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ. οφείλεται στην απόλυτη έκλειψη του ορθολογισμού! Αλλά όταν δεν είναι η λογική οδηγός στη συμπεριφορά μας, μόνο «τέρατα» μπορούν να προκύψουν.

      Ο θεμελιωτής της Κοινωνιολογίας, ο Μαξ Βέμπερ, είναι πλήρως διαφωτιστικός. «Όσο περισσότερο έχουμε οδηγό στη συμπεριφορά μας, στις πράξεις μας τη λογική τόσο έχουμε μεγαλύτερη ελευθερία. Η συναίσθηση της μεγαλύτερης ελευθερίας οφείλεται στο γεγονός, ότι η «λογική» ανέτρεψε τον καταναγκασμό, που προέρχεται από άλογα συγκινησιακά στοιχεία. Τον καταναγκασμό των άλογων συγκινησιακών στοιχείων εκφράζει με ακρίβεια η λέξη «πάθος» – η κατάσταση δηλαδή που βρισκόμαστε, όταν υποκύπτουμε σε συγκινησιακές παρορμήσεις. Στην κατάσταση αυτή έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε στη διάθεση δυνάμεων, που δεν μπορούμε να ελέγξουμε ούτε να αντισταθούμε. Αντίθετα, όταν η συμπεριφορά μας είναι «έλλογη», έχουμε τη συναίσθηση ότι ελέγχουμε τη πορεία της, ότι μπορούμε να προβλέψουμε τη συνέχειά της και να προχωρήσουμε στην πραγματοποίηση του σκοπού μας» (Μ. Κυπραίος, 1965, Ο Max Weber και οι σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες, στο: Εποχές, τ. 21, σ. 55)

      Οι εξελίξεις μετά την εμφάνιση της κρίσης ήταν συνεπείς προς τις άλογες δυνάμεις που απελευθερώθηκαν στην κοινωνία μας. Βιώσαμε έναν φενακισμένο διπολισμό μεταξύ δύο φαντασιακών στρατοπέδων «μνημονιακών – αντιμνημονιακών», όπου στο αντιμνημονιακό είχαν στρατοπεδεύσει αυθορμήτως όλοι οι άλλοι πλην ενός μικρού πυρήνα της κεντροαριστεράς – η εξωκοινοβουλευτική αριστερά, η αριστερά, η δεξιά, η ακροδεξιά ακόμα και οι φασιστικές δυνάμεις – και στο Μνημονιακό στρατόπεδο οι προηγούμενες πολιτικές δυνάμεις είχαν τοποθετήσει τον εν λόγω μικρό πυρήνα! Για πρώτη φορά ανατράπηκε ο απόλυτα ορθολογικός και πάντα ισχυρός άξονας «δεξιάς – αριστεράς» στην άσκηση της πολιτικής μέσα από τη χυδαιότητα και την υποκουλτούρα της γενικευμένης βίας και των προπηλακισμών των πολιτικών αντιπάλων, από τη χυδαιότητα της αντικοινοβουλευτικής μούντζας και της φτηνής ιδεολογίας του αντιευρωπαϊσμού, στην οποία αθροίζονταν πλήρως αντιτιθέμενες ιδεολογικά πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις.

      Δεν αναζητήσαμε μια εθνική συνεννόηση των κομμάτων – όπως έγινε σε άλλες χώρες – που έχουν ευρωπαϊκό προσανατολισμό, αν και μόνο με αυτό τον τρόπο θα μπορούσαμε να έχουμε ήδη κλείσει την παρένθεση της δημοσιονομικής πλευράς της κρίσης. Γιατί ήταν και είναι ακόμα και τώρα η πιο ορθολογική πολιτική επιλογή της χώρας, αφού δίνει καλύτερους συσχετισμούς δυνάμεων για την Ελλάδα στις διαπραγματεύσεις έναντι των τοκογλυφικών και απαράδεκτων αξιώσεων των δανειστών και των δυνάμεων του κεφαλαίου και παράλληλα αίρει κάθε διάθεση λαϊκισμού περί εύκολης λύσης. Γιατί να μην αναρωτηθούμε κάτι πολύ απλό. Αν δεν υπάρχει υπερκομματική συνεννόηση σε μια τόσο κρίσιμη για το παρόν και το μέλλον της χώρας μας συγκυρία, τότε ποια είναι η έννοια της εθνικής αντίληψης – μια μεταφυσική σύλληψη ή μια συμβολική αποτίμηση στις εθνικές γιορτές; Και γιατί να μη συλλογισθούμε επίσης κάτι πολύ απλό. Τα κόμματα είναι αυτοσκοπός και όχι υπηρέτες μιας ουσιαστικής άσκησης της πολιτικής και του συστήματος διακυβέρνησης;

      Δεν μπορούμε να δεχτούμε ότι οι σημερινοί συγκυβερνώντες είχαν δήθεν αυταπάτες ή ότι είχαν ρομαντική αντίληψη για την πολιτική. Όχι, συνειδητά εξαπάτησαν και εξακολουθούν να εξαπατούν το λαό, γιατί είχαν ως κίνητρο μόνο τη νομή της εξουσίας. Δεν κάνουν καμιά υπερήφανη διαπραγμάτευση. Είναι σε πλήρη υποταγή. Απλώς καθυστερούν! Ανάγουν δηλαδή το χρόνο ως το μοναδικό παράγοντα πίεσης προς την άλλη πλευρά! Το παραμύθι τους έγινε εφιάλτης. Πάνε και οι περίφημες «κόκκινες γραμμές»˙ τους έχουν ευτελίσει πλήρως οι δανειστές.

      Το ερώτημα της ορθής διαχείρισης της κρίσης – κατά τη γνώμη μου πάντα – παραμένει σε εκκρεμότητα. Μπορεί ένα κόμμα, η συντηρητική παράταξη αυτή τη φορά, να θέσει τις βάσεις για την υπέρβαση της κρίσης; Σαφώς και όχι. Δυστυχώς και σε δύο τρία χρόνια πάλι τα ίδια θα «συζητάμε»…

anthologio.wordpress.com

Προηγούμενο άρθροΘεατρική Παράσταση ”Αναφορά στον Γκρέκο”
Επόμενο άρθροΘέματα 2016 – Λατινικά – Ομογενείς
Νίκος Τσούλιας
Κατάγεται από την Αυγή Αμαλιάδας και είναι εκπαιδευτικός. Έχει εκλεγεί πρόεδρος της ΟΛΜΕ τέσσερις φορές (1996 – 2003) και έχει εκπονήσει διδακτορική διατριβή στην Ειδική Αγωγή. Έχει εκδώσει δύο βιβλία εκπαιδευτικού περιεχομένου τα: “Σε πρώτο πρόσωπο” και «Παιδείας εγκώμιον». Έχει δημοσιεύσει δεκάδες άρθρα σε επιστημονικά και εκπαιδευτικά περιοδικά. Έχει συνεργαστεί επαγγελματικά με τις εφημερίδες «ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ» (1980 – 1986) και «ΕΞΟΡΜΗΣΗ» (1988 – 1996). Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί στην εφημερίδα “ΤΟ ΑΡΘΡΟ” και στις εφημερίδες της ΗΛΕΙΑΣ: «ΠΡΩΙΝΗ», “ΑΥΓΗ” και “ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ”.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.