Του Νίκου Τσούλια
Το ερώτημα δεν είναι γενικό και αόριστο. Δεν έχει θεωρητικό και εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα. Δεν είναι σχολικού περιεχομένου. Είναι ερώτημα με κοινωνικό, πολιτικό και εθνικό περιεχόμενο. Συνδέεται με την κουλτούρα και με το αξιακό φορτίο του λαού μας και με τις δυνατότητές του για να υπερβεί την κρίση και για να σχεδιάσει ένα μέλλον ουσιαστικής εθνικής ανεξαρτησίας.
Η έννοια της διδαχής και της έμπνευσης από έναν μεγάλο αγώνα της ιστορίας μας έχει ιδιαίτερη σημασία, αν συνδέσουμε τα μεγάλα προτάγματα αυτού του αγώνα με τις σημερινές εθνικές αναγκαιότητές μας και αν βέβαια πρώτα έχουμε συνειδητοποιήσει τις θυσίες και την προσφορά ζωής που έκαναν οι αγωνιστές του 1821 και ο αγωνιζόμενος λαός της εποχής εκείνης.
Η αγάπη των σκλαβωμένων Ελλήνων για τη πατρίδα τους, για την ελευθερία τους και για το μέλλον των παιδιών τους εκφράζεται με την προσφορά της ζωής τους. Θυσιάζουν την όποια χαρά μπορεί να είχε η ζωή τους. Δίνουν τη ζωή τους στην πατρίδα τους. Ενώ εμείς σήμερα βουτηγμένοι μέσα στην τρυφηλότητα και στην καλοπέραση των προηγούμενων δεκαετιών, δεν αισθανόμαστε αυτή την αγάπη προς την πατρίδα. Η φιλοπατρία μας είναι απλώς μια θεωρητική και κίβδηλη επίκληση για τις ανούσιες συζητήσεις μας.
Πώς να σκεφτούμε το μέλλον της πατρίδας μας, όταν δεν έχουμε καθόλου στο μυαλό μας την έννοια του κοινού καλού και του δημόσιου συμφέροντος, όταν επιδιδόμαστε σε κάθε λογής και επινόησης κλοπή του δημόσιου χρήματος και της κρατικής περιουσίας; Πώς να καταλάβουμε τι σημαίνει εθνική προσπάθεια στη σύγχρονη εποχή, που ναι μεν δεν χρειάζεται όπλα και ξεσηκωμούς αλλά μια εθνική οικονομία που θα μπορεί να σταθεί σχετικά αυτόνομη μέσα στη λαίλαπα του καπιταλισμού και αυτό ποτέ δεν έγινε πρώτος μας κοινωνικός στόχος; Πώς να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία των εθνικών συμφερόντων όταν εκλέγαμε και εκλέγουμε βουλευτές και τοπικούς άρχοντες που συνδέονται με τη ροή του μαύρου χρήματος και ποτέ δεν μας ένοιαζε; Πώς να κατανοήσουμε τις βαθιές διεργασίες της ιστορίας που σήμερα γίνονται μέσα από έναν αμείλικτο οικονομικό πόλεμο, όταν επιδιδόμαστε στην προαγωγή ενός πολιτικού συστήματος διαφθοράς και αδιαφάνειας, όταν πουλάμε την ψυχή μας στον καταναλωτισμό και στο χρηματισμό;
Οι παληκαρισμοί και οι διώξεις των φτωχών μεταναστών και προσφύγων στο όνομα μιας δήθεν καθαρότητας της «ελληνικότητάς μας» πρωτίστως, αλλά και οι κατά καιρούς και έντονες φραστικές κορώνες και οι ανούσιοι βερμπαλισμοί περί του «έθνους μας», της «Ελλάδας μας» και των «αρχαίων προγόνων μας» δευτερευόντως είναι καρικατούρες μιας παρακμιακής νοοτροπίας, μιας απόλυτα υποκριτικής συμπεριφοράς για να κρύψουμε τη φτώχεια του πνεύματός μας και τη βαρβαρότητά μας.
Αλλά η ιστορία τιμωρεί, όταν αγνοείς τις διδαχές της. Πώς μπορείς να δημιουργήσεις ένα μέλλον δημιουργίας και ελευθερίας, όταν δεν αγαπάς την εργασία και μάλιστα την εργασία που δεν έχει τον κόπο και τη σκληρότητα της εργασίας των προηγούμενων γενιών, όταν απαξιώνεις κάθε είδος χειρωνακτική εργασία, όταν η συνταξιοδότηση γίνεται ο πρώτος μας στόχος από την πρώτη ημέρα της εργασίας μας και όταν από την ηλικία των 50 χρόνων παίρνουμε συντάξεις επί συντάξεων κάθε μορφής και κάθε επινόησης; Πώς μπορείς να διαμορφώνεις όρους και συνθήκες εθνικής ελευθερίας, όταν δεν βάλαμε κανόνες ούτε καν στην πρόσληψη των δημοσίων υπαλλήλων, όταν ο συντεχνιασμός συναποτέλεσε με το «δίδυμο αδελφό» του, το λαϊκισμό, τα μεγάλα προτάγματα του κομματικού κράτους μας;
Είναι προφανές ότι καμιά έννοια γιορτασμού της επανάστασης της 25ης Μαρτίου του 1821, καμιά φρασεολογία κίβδηλου πατριωτισμού, κανένας λαϊκισμός της μορφής «θα αλλάξουμε τους συσχετισμούς στην Ευρώπη» (!) δεν πρόκειται να μάς δώσουν λύσεις στο σημερινό εθνικό μας πρόβλημα. Όλα αυτά συνθέτουν μια ομολογία άγνοιας των διδαχών της ιστορίας και πολύ περισσότερο των διδαχών των εθνικών αγώνων. Δυστυχώς δεν έχουμε ακόμα συνειδητοποιήσει το εύρος της παρακμής μας. Κάποιοι νομίζουν ότι με τις εκλογές γενικά ή με την εκλογή μιας συγκεκριμένης κυβέρνησης ότι θα γυρίσουμε σελίδα στη σημερινή μαύρη εικόνα της σύγχρονης ιστορίας μας. Προφανώς αν δεν είναι αφελείς, είναι ασυγχώρητοι που δεν μπορούν να κατανοήσουν την ουσία της συλλογικής μας ζωής, τους κανόνες με τους οποίους κινείται η πολιτική πόσο μάλλον η ίδια η ιστορία.
Όχι, δεν έχουμε διδαχτεί από τα μεγάλα μηνύματα της 25ης Μαρτίου του 1821 και αυτό όχι γιατί δεν τα «διδάσκουν καλά» οι δάσκαλοι και οι καθηγητές στα σχολεία της χώρας μας, αλλά γιατί δεν θέλουμε να διδαχτούμε, δεν θέλουμε να γίνουμε πολίτες των ουσιαστικών αγώνων, δεν θέλουμε να γίνουμε άνθρωποι της προσφοράς, γιατί δεν αγαπάμε πραγματικά την πατρίδα μας. Όλη μας η ζωή είναι προσπάθεια για να μαζέψουμε υλικά αγαθά για τον εαυτό μας και μόνο και με κάθε τρόπο, θεμιτό και μη.
Η πρόκληση είναι απλή. Αν δεν κάνουμε τρόπο ζωής και εθνικές αρετές και αξίες την αγάπη στην πατρίδα και την προσφορά στο κοινό καλό, η ιστορία θα γράφεται από άλλους και όχι από εμάς, ενώ εμείς μακάριοι και αφελείς θα βρίζουμε τους δανειστές μας θεωρώντας πως έτσι κάνουμε το πατριωτικό μας καθήκον ή θα διαλαλούμε ανέξοδα ότι θα φτιάξουμε αυτόνομη και εσωστρεφή οικονομία με το δικό μας νόμισμα και ότι