Γράφει Μιχαήλ Αλεξανδρής
Πρῶτος ὁ Ἡσίοδος (Fragmenta, 19) παραδίδει τὸ γενεαολογικὸ δένδρο τοῦ περὶ οὗ ὁ λόγος: υἱὸς τοῦ Ἕλληνος ἦτο καὶ ὁ Αἴολος, ἐκ τοῦ ὁποίου ἐγεννήθησαν «θεμιστοπόλοι» (=ἀπονέμοντες τὸ δίκαιον) βασιλεῖς, ὁ Κρηθεύς, ὁ Ἀθάμας, ὁ Σίσυφος ὁ αἰολομήτης (= πλήρης ποικίλων δόλων), ὁ Σαλμωνεὺς ὁ ἄδικος καὶ ὁ Περιήρης ὁ ὑπέρθυμος (= μεγαλόψυχος). Αὐτὸν τὸν μῦθο πραγματεύεται καὶ ὁ Εὐριπίδης (fragmenta, 14) μὲ τὴν παρατήρηση ὅτι δὲν μνημονεύει τὸν Περιήρη, ἀλλὰ περὶ τοῦ Σαλμωνέως ῥητῶς λέγει «ἐπ’ Ἀλφειοῦ ῥοαῖς θεοῦ μανεὶς ἔρριψεν Σαλμωνεὺς φλόγα».
Γιὰ τὸν ἴδιο μῦθο περὶ τοῦ Σαλμωνέως διαλαμβάνει διὰ μακρῶν ὁ Διόδωρος ὁ Σικελιώτης σὲ δύο βιβλία τοῦ ἔργου του. Στὸ πρῶτο γράφει καὶ γιὰ τὴν Τυρώ, ἐνῶ στὸ δεύτερο ἐκθέτει τὰ τῆς ἀσεβείας τοῦ Σαλμωνέως καὶ τὰ ἀποτελέσματά της:
α). Δ, 68, 1-4: ὁ Σαλμωνεὺς ἦτο υἱὸς τοῦ Ἕλληνος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν Αἰολίδα μὲ ἄλλους πολλοὺς Αἰολεῖς ἐγκατεστάθη ὡς ἄποικος στὸν Ἀλφειὸ ποταμὸ τῆς Ἠλείας, ὅπου ἔκτισε πόλη, τὴν Σαλμωνία. Ἐνυμφεύθη τὴν Ἀλκιδίκη τοῦ Ἀλέου καὶ ἐγέννησε θυγατέρα, ποὺ ὀνομάσθη Τυρώ, ἡ ὁποία ἦτο ἐκπληκτικοῦ κάλλους. Μετὰ τὸν θάνατο τῆς συζύγου ἐνυμφεύθη τὴν ὀνομαζομένη Σιδηρώ, ἡ ὁποία ὡς μητρυιὰ συμπεριεφέρθη βαναύσως πρὸς τὴν Τυρώ. Ἀργότερα ὁ Σαλμωνεὺς ἐμισήθη ὑπὸ τῶν ὑπηκόων του ὡς ὑβριστὴς καὶ ἀσεβὴς καὶ γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἐκεραυνώθη ὑπὸ τοῦ Διός. Ἡ παρθένος Τυρὼ συνευρεθεῖσα μετὰ τοῦ Ποσειδῶνος ἐγέννησε τὸν Πελία καὶ τὸν Νηλέα. Ἐξ αὐτῶν ὁ πρῶτος ἔγινε βασιλεὺς τῆς Ἰωλκοῦ καὶ ὁ δεύτερος μὲ τὴν συνοδίαν ἄλλων καὶ Ἀχαιῶν καὶ Φθιωτῶν καὶ Αἰολέων ἐξεστράτευσεν στὴν Πελοπόννησο, ὅπου ὁ μάντης Μελάμπους ἐθεράπευσεν τὶς Ἀργεῖες γυναῖκεςς ἀπὸ τὴ μανία τοῦ Διονύσου.
β). Στ, 6, 4 καὶ 7, 1: ὁ Σαλμωνεὺς ἦτο ἀσεβὴς καὶ ὑπερήφανος καὶ διέσυρε τὸ θεῖον, ἤτοι διέπραξε ὕβριν, διότι ἐδείκνυε διὰ τῶν πράξεών του ὅτι ὑπερεῖχε τοῦ Διός, διότι κατεσκεύασε μηχάνημα, τὸ ὁποῖον παρῆγε κρότον ὅμοιον μὲ τὴ βροντὴν τοῦ Διός, ἔπαυσε νὰ τελῇ θυσίες καὶ ἱερὰς τελετὲς πρὸς τιμὴν τῶν θεῶν, τοὺς ὁποίους περιεγέλα.
Ὁ Ἀπολλόδωρος δίδει ἐπακριβῶς τὸ γενεαλογικὸ δένδρο τοῦ Σαλμωνέως (Α, VII, 3) γράφων ὅτι ὁ Αἴολος ὀνόμασε ἐκ τοῦ ὀνόματός του τοὺς κατοίκους τῆς Θεσσαλίας, ἐνυμφεύθη τὴν Ἐναρέτη τοῦ Δηιμάχου καὶ μετ’ αὐτῆς ἐγέννησε ἑπτὰ υἱούς (Κρηθέα, Σίσυφον, Ἀθάμαντα, Σαλμωνέα, Δηιόνα, Μάγνητα, Περιήρην) καὶ πέντε θυγατέρες (Κανάκην, Ἀλκυόνην, Πεισιδίκην, Καλύκην, Περιμήδην). Ἀκολούθως (Α, IX, 7) γράφει περὶ τοῦ Σαλμωνέως τὰ ἑξῆς συμφωνοῦντα μὲ τὰ τοῦ Διοδώρου: «Ὁ Σαλμωνεὺς κατῴκει ἀρχικὰ στὴν Θεσσαλία, ἀλλὰ μετοικήσας στὴν Ἤλιδα ἵδρυσε πόλη. Ἦτο ὅμως ἀλαζὼν καὶ ἐπιθυμῶν νὰ ἐξισωθῇ μὲ τὸν Δία ἐτιμωρήθη γιὰ τὴν ἀσέβειά του, διότι πρόσταξε νὰ γίνωνται θυσίες πρὸς τιμὴν αὐτοῦ καὶ οὐχὶ τοῦ Διός. Σύρων ὄπισθεν ἅρματος ξηρὰ δέρματα καὶ χαλκοῦς λέβητες ἔλεγε ὅτι ἐβρόντει καὶ ἐκσφενδονίζων πρὸς τὸν οὐρανὸ ἀναμμένες δᾶδες ἔλεγε ὅτι ἤστραπτε. Ὁ Ζεὺς ὅμως τὸν κατεκεραύνωσε καὶ ἐξαφάνισε τὴν κτισμένην ὑπ’ αὐτοῦ πόλη μετὰ τῶν κατοίκων αὐτῆς».
Ἀπὸ τὰ ἐκτεθέντα συνάγεται ὅτι ὁ Σαλμωνεὺς ξεπέρασε τὴν ὁριακὴ γραμμὴ ποὺ χωρίζει τοὺς θεοὺς ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Αὐτὴ ἡ πράξη ἀποτελεῖ «ὕβριν» πρὸς τὸ θεῖο, τὸ ὁποῖο δὲν δύναται νὰ ἀντικατασταθῆ μὲ τὸ ἀνθρώπειο, σύμφωνα μὲ τὴν τότε ἀντίληψη. Ἡ διασάλευση τῆς ἠθικῆς τάξης προκαλεῖ τὴν ἱερὴ ὀργὴ τῶν θεῶν, τήν «Νέμεσιν». Ἔφορος αὐτῆς τῆς τάξης εἶναι ὁ Ζεύς, ὁ ὁποῖος τὴν ἀποκαθιστᾶ μὲ ἐπιβολὴ τιμωρίας στὸν ἀπειθήσαντα καὶ διαπράξαντα ἁμάρτημα. Αὐτὴ εἶναι ἡ «τεῖσις». Ἔτσι ὁ Σαλμωνεὺς πλήρωσε διὰ τὰ ἠθικά του ἁμαρτήματα. Αὐτὸ τὸ σχῆμα, Ὕβρις Νέμεσις Τεῖσις, ἀποτελεῖ κυρίαρχη ἠθικὴ στὴ συμπεριφορὰ τῶν ἀνθρώπων ἀπέναντι στοὺς θεούς.
Ὁ Εὐστάθιος, σχολιάζων τὸν 235 στίχο τῆς ἑνδεκάτης ῥαψωδίας τῆς Ὀδυσσείας, γράφει «Ὁ Κρηθεὺς ἦτο ἀδελφὸς τοῦ Σαλμωνέως καὶ οἱ δύο τέκνα τοῦ Αἰόλου καὶ τῆς Λαοδίκης τῆς θυγαέρας τοῦ Ἀλωέως. Οἱ νεώτεροι περὶ τοῦ Σαλμωνέως λέγουν ὅτι πράγματι ἦτο ἀνὴρ ἀσεβής, ἀντιβροντῶν καὶ ἀνταστράπτων πρὸς ὕβριν τοῦ Διός, διὸ καὶ κατεκεραυνώθη. Ὁ Ὅμηρος ὅμως δὲν μνημονεύει κάτι τέτοιο, ἀλλ’ ἀντιθέτως ἀποκαλεῖ τὸν Σαλμωνέα «ἀμύμονα» καὶ ἱστορεῖ ὅτι ἐβασίλευσε στὴν Ἠλεία. Πρέπει ὅμως νὰ σημειωθῇ ὅτι, ἂν καὶ λέγεται ὅτι ἀντεμάχετο τὸν Δία διὰ τῶν βροντῶν καὶ τῶν ἀστραπῶν, ἐν τούτοις δὲν ἦτο θεομάχος τοῦ Διός, ὁ ὁποῖος εἶναι κύριος τοῦ ἀέρος, ἀλλὰ μᾶλλον θὰ ἠδύνατο νὰ εἶναι ἕνας σοφὸς μηχανικός. Μὲ τὴν ἴδια σοφία καὶ ἄλλοι ἐδημιούργησαν ὅμοια (ἔργα). Διότι καὶ τὸ βροντεῖο γιὰ τοὺς παλαιοὺς ἦτο προκλητικὸ μηκύματος βροντῆς τῆς προκαλουμένης μὲ ῥιπτόμενες ἐντὸς τοῦ σκεύους ψηφίδες. Καὶ τοῦ Ἀρχιμήδους οἱ ἐμπρηστικὲς διὰ κατόπτρων ἀστραπὲς εἶναι γνωστὲς ἐκ τῶν διηγήσεων. Ἔτσι ἱστορεῖται καὶ κάποιος σοφός, ὁ ὁποῖος καὶ κάποιο σεισμὸ οἰκήματος διὰ μηχανῆς καὶ ἀστραπηβόλους ἀκτῖνες ἐφηῦρε κατὰ τοῦ ἐχθροῦ καὶ ὀνομάζετο ὑπ’ ἐκείνου “ἐνοσίχθων καὶ τερπικέραυνος”».
Πρἀγματι, ὁ Ὅμηρος (λ 235) ἀποκαλεῖ τὸν Σαλμωνέα «ἀμύμονα», ἤτοι ἄμωμον ἢ ἄψογον. Παρατηρεῖται δηλ., ὅτι τὸ ἐπίθετο ἔχει θετικὲς μόνο ἰδιότητες γιὰ τὸν χαρακτηριζόμενο. Τὸ ἐπίθετο χρησιμοποιεῖται στὰ ἔπη ἑκατοντάκις καὶ πλέον, ὅμως δὲν ἐτίθετο πάντοτε ἐπὶ ἠθικῆς ἀξίας, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἄλλων σχέσεων. Ἕνας μάντης δύναται νὰ χαρακτηρισθῆ ἀμύμων, ὅπως καὶ βασιλεὺς καὶ ἰατρὸς καὶ ἡνίοχος καὶ πυγμάχος καὶ πρόσωπα δηλοῦντα συγγένειαν ἢ ἡλικίαν (πατήρ, μήτηρ, ἄκοιτις, υἱός, θυγάτηρ, ἀνήρ, γέρων, παῖς), ὅπως ἀμύμονα χαρακτηρίζονται πάνω ἀπὸ εἴκοσι πρόσωπα, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἡ Ἀνδρομάχη, ἡ Πηνελόπη καὶ μία νύμφη, ἀλλὰ καὶ δημιουργήματα (ἔργα, τόξον, μολπή, πομπή, ὀρχηθμός, τύμβος, ἕρκος) καὶ πνευματικὲς ἢ ἠθικὲς ἀρετές (θυμός, μῆτις) προσδιορίζονται μὲ τὸ αὐτὸ ἐπίθετο. Ὡσαύτως ἔθνη καὶ φυλαί, ὅπως οἱ Αἰθίοπες καὶ οἱ Φαίακες, φέρουν τὸν αὐτὸν προσδιορισμόν. Συνεπῶς, ὁ Σαλμωνεὺς ἦτο ἕνας ἐξαίρετος μελετητὴς καὶ ἐρευνητὴς φυσικῶν φαινομένων καὶ εὐφυέστατος μηχανικὸς παραγωγῆς ἤχου καὶ φωτός, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν ἀτυχία νὰ εὕρῃ τραγικὸ θάνατο ἀπὸ τὶς ἐπινοήσεις του.